Είδε ο Γιώργος Μπαστουνάς και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
«Η Γυναίκα που μαγείρεψε τον άντρα της» της Ντέμπι Άιζιτ, σε μετάφραση και σκηνοθεσία Γιάννη Μπέζου, αποτελεί μια γνώριμη αλλά πάντα επίκαιρη μαύρη κωμωδία πάνω στις ρωγμές του γάμου, τη φθορά της συνήθειας και την ψευδαίσθηση της ερωτικής ανανέωσης. Ένα έργο που, πίσω από το παιγνιώδες και σαρκαστικό περίβλημα, επιχειρεί να θέσει ερωτήματα γύρω από την αγάπη, την προδοσία και τη συναισθηματική ασφάλεια, χωρίς να διεκδικεί βάθος υπαρξιακού δράματος, αλλά ούτε και να μένει αμιγώς στην επιφάνεια της φάρσας.
Η υπόθεση είναι απλή και σχεδόν αρχετυπική: ένας άντρας εγκαταλείπει τη σύζυγό του ύστερα από είκοσι χρόνια γάμου για μια νεότερη, «ελεύθερη» γυναίκα και, καθοδηγούμενος από τη δύναμη της συνήθειας και της νοσταλγίας, επιστρέφει στην πρώην. Το δείπνο που ακολουθεί γίνεται το σκηνικό μιας καλά μαγειρεμένης εκδίκησης. Το έργο της Άιζιτ λειτουργεί ως κωμωδία καταστάσεων και όχι χαρακτήρων· δεν εμβαθύνει ψυχολογικά, αλλά αφήνει να διαπεράσει μια πικρή ειρωνεία για τη σύγχρονη ευκολία με την οποία διαλύεται ο θεσμός του γάμου και για τη μελαγχολία ενός παροδικού έρωτα που συγκρίνεται —σχεδόν πάντα εις βάρος του— με τη δοκιμασμένη αντοχή της μακρόχρονης συμβίωσης.
Στα αρνητικά (-) σημεία της παράστασης εντάσσεται το ίδιο το κείμενο, που μένει περισσότερο στην επιφάνεια των θεμάτων που θίγει, χωρίς να κατορθώσει να τα μετατρέψει σε ουσιαστικό θεατρικό στοίχημα. Το έργο δεν φαίνεται να εμβαθύνει στους χαρακτήρες του. Ο Κεν, η Χίλαρι και η Λόρα λειτουργούν κυρίως ως φορείς καταστάσεων και όχι ως πρόσωπα με εσωτερική εξέλιξη. Οι συμπεριφορές τους υπηρετούν τη δραματουργική μηχανή της πλοκής, χωρίς να ανοίγουν πραγματικούς ψυχολογικούς ή υπαρξιακούς δρόμους. Έτσι, η σύγκρουση παραμένει προβλέψιμη και, σε αρκετές στιγμές, σχηματική.
Σε επίπεδο χιούμορ, η παράσταση παρουσιάζει άνισο αποτέλεσμα. Υπάρχουν σημεία όπου πράγματι γελάς —αν και δεν είναι πολλά— όμως στα περισσότερα η κωμικότητα δεν προκύπτει πηγαία. Το χιούμορ μοιάζει συχνά εξαναγκασμένο, σαν να ζητά επίμονα την αντίδραση του κοινού χωρίς να τη δικαιολογεί δραματουργικά. Η αμηχανία που γεννά το κείμενο σε ορισμένες σκηνές δεν μετατρέπεται σε δημιουργική ένταση, αλλά μένει μετέωρη.
Η σκηνοθεσία του Γιάννη Μπέζου κινείται σε μια αρκετά απλοϊκή γραμμή. Επιλέγει να ακολουθήσει κατά γράμμα το ύφος της κωμωδίας, χωρίς να επιχειρεί να «σώσει» ή να επεξεργαστεί σκηνικά τα πιο αδύναμα σημεία του κειμένου. Αντί να μετασχηματίσει την αμηχανία σε ειρωνεία ή υποδόρια ένταση, την αφήνει να λειτουργήσει σχεδόν αυτούσια, με αποτέλεσμα ορισμένες σκηνές να μοιάζουν άδειες ή άτολμες. Η παράσταση κυλά γρήγορα, αλλά όχι πάντα ουσιαστικά.
Ιδιαίτερα αρνητική εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι μια παράσταση που παρουσιάζεται ως διάρκειας 90 λεπτών ολοκληρώνεται τελικά σε περίπου 75. Αυτό δεν αποτελεί απλώς ζήτημα χρόνου, αλλά ένδειξη προχειρότητας και ασέβειας προς το κοινό, που προσέρχεται με συγκεκριμένες προσδοκίες. Η αίσθηση του «κομμένου» ή του ανολοκλήρωτου ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τη συνολική δραματουργική επιφάνεια του έργου.
Οι τρεις ηθοποιοί —Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, Λαέρτης Μαλκότσης και Έλενα Χαραλαμπούδη— συγκροτούν ένα σκηνικό τρίγωνο με σαφείς ρόλους και καλή μεταξύ τους επικοινωνία. Η παράσταση στηρίζεται στον ρυθμό των διαλόγων και στη χημεία τους, στοιχεία που εξασφαλίζουν μια ομαλή ροή. Η Παπαχαραλάμπους προσεγγίζει τη Χίλαρι με συγκράτηση και αξιοπρέπεια, η Χαραλαμπούδη δίνει ένταση και νεύρο στη Λόρα, ενώ ο Μαλκότσης κινείται στον γνώριμο τύπο του άντρα που διχάζεται ανάμεσα στη συνήθεια και την επιθυμία.
Παρά τη συνέπεια αυτή, οι ερμηνείες μένουν σε ένα ασφαλές, προβλέψιμο επίπεδο. Δεν προκύπτουν στιγμές ουσιαστικής έκπληξης ή εμβάθυνσης, ούτε αναπτύσσεται δυναμική που να μεταβάλλει τη σκηνική ισορροπία. Οι χαρακτήρες υπηρετούν τη δράση χωρίς να την υπερβαίνουν, γεγονός που ενισχύει τη συνολική αίσθηση μιας παράστασης που λειτουργεί τεχνικά, αλλά δεν αφήνει έντονο ερμηνευτικό αποτύπωμα.
Στα θετικά (+) σημεία της παράστασης εντάσσεται αρχικά η σκηνογραφία του Γιώργου Γαβαλά, η οποία υπηρετεί με καθαρότητα τη δράση. Το σκηνικό είναι λειτουργικό, ευανάγνωστο και επαρκές, ορίζοντας έναν οικείο χώρο που επιτρέπει την ομαλή εξέλιξη της πλοκής χωρίς περιττές σκηνικές υπερβολές. Τα κοστούμια της Νινέτας Ζαχαροπούλου είναι σύγχρονα και καλαίσθητα, υπογραμμίζοντας τις κοινωνικές και ψυχολογικές αποστάσεις ανάμεσα στους τρεις χαρακτήρες, χωρίς να αποσπούν την προσοχή από το κείμενο.
Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου λειτουργούν διακριτικά αλλά αποτελεσματικά, δημιουργώντας τις απαραίτητες εναλλαγές ατμόσφαιρας και στηρίζοντας τη μετάβαση από το χιουμοριστικό στο πιο σκοτεινά ειρωνικό ύφος του έργου. Αντίστοιχα, η μουσική επιμέλεια του Γιάννη Μπέζου συνοδεύει τη δράση με μέτρο και λειτουργικότητα, χωρίς να γίνεται παρεμβατική, συμβάλλοντας στη ρυθμική συνοχή της παράστασης.
Συνολικά (=), «Η Γυναίκα που μαγείρεψε τον άντρα της» είναι μια παράσταση που βασίζεται σε ένα γνωστό και δοκιμασμένο έργο, χωρίς όμως να το ανανεώνει ουσιαστικά. Προσφέρει κάποιες στιγμές γέλιου, αλλά δεν καταφέρνει να οικοδομήσει πηγαίο χιούμορ ή ουσιαστικό προβληματισμό. Μένει μια κωμωδία επιφάνειας, με απλοϊκή σκηνοθετική ματιά και περιορισμένη θεατρική τόλμη.
Βαθμολογία: 4.2/10
«Η Γυναίκα που μαγείρεψε τον άντρα της», πανελλήνια πρεμιέρα στο Ράδιο Σίτυ









