Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Αν κρίνουμε από το αδιαχώρητο στην αίθουσα τη μέρα της πρεμιέρας, αλλά και τα sold out (ελληνιστί ξεπούλημα) των υπολοίπων παραστάσεων στη Θεσσαλονίκη της Λένας Κιτσοπούλου, σημαίνει ότι η «αιρετική» καλλιτέχνιδα, κοντά στους σφοδρούς πολέμιους, έχει παράλληλα αποκτήσει και πληθώρα φανατικών οπαδών, γεγονός που χαρακτηρίζει τις ξεχωριστές και έντονες προσωπικότητες με αμφιλεγόμενο στίγμα και αυτό δεν αναφέρεται ως μομφή, αλλά μάλλον ως εύσημο για τη συγκεκριμένη… Η οποία αποτελεί «εκ φύσεως» μια κατηγορία από μόνη της με το δικό της αντισυμβατικό σύμπαν, το οποίο υπηρετούν πιστά οι αιχμηρές παραστάσεις της, ως προσωπικό «εργαλείο πολλαπλών χρήσεων»…
Για να μη πολυλογούμε, πρόκειται για την παράσταση «Και λέγε λέγε» που γράφει, σκηνοθετεί, πρωταγωνιστεί η Λένα Κιτσοπούλου και παρακολουθήσαμε «στριμωγμένοι» στο θέατρο Αυλαία…
Η έναρξη λαμβάνει χώρα σε κλασικό μπουζουξίδικο επί σκηνής με τους ηθοποιούς σε ρόλους τραγουδιστών ή εν γένει διασκεδαστών, καθότι η έμπνευση αντλήθηκε από το λαϊκό τραγούδι του Διονυσίου «Και λέγε, λέγε»… ανάμεσα σε αποσπάσματα τραγουδιών, πειράγματα μεταξύ τους, αστείες ατάκες κλπ. κάποια στιγμή ζητούν συμμετοχή από το κοινό κι όταν αυτό δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά, αρχίζουν να το «στολίζουν» ανελέητα με ό,τι βρισιά μπορεί να φανταστεί κανείς, μέχρι που τελειώνει το πρώτο μέρος και σταδιακά στήνεται από τους ηθοποιούς το σκηνικό για το κυρίως δεύτερο… Το οποίο παρωδεί σε βαθμό πλήρους αποδόμησης τον «Γλάρο» του Τσέχωφ ως ύμνο στον έρωτα, μόνο που εδώ ο ρομαντισμός έχει αντικατασταθεί από ωμή βία, άγρια κακοποίηση γυναικών, ακραίο κυνισμό, με τους χαρακτήρες του έργου να ανατρέπουν θεαματικά τα στερεότυπα των ρόλων τους… για να ακολουθήσει ένα τρίτο μέρος σε υποτιθέμενο «διάλειμμα» της τσεχωφικής παράστασης, όπου η συγγραφέας βρίσκει ευκαιρία να «κράξει» πανέξυπνα λογής ονόματα του θεάτρου και να κάνει μια σύγχρονη σπαρακτική αναφορά -κραυγή στην «Αλλοτρίωση» που έχει διαβρώσει το σύμπαν και τον «Θυμό» που δεν έρχεται…
Υπάρχουν δύο τρόποι να προσεγγίσει κανείς το (κατ’ εμέ) «άγρια γοητευτικό» έργο (+) της Λένας Κιτσοπούλου: ο συμβατικός με την τυπική αξιολόγηση ως προς το περιεχόμενο, το σημαινόμενο, τη δομή, την πλοκή, τη φόρμα, τον λόγο κλπ… και ο «άλλος» τρόπος εκτός καλουπιών, που πίσω από την φαινομενικά ασυνάρτητη δομή, το χαοτικό περιεχόμενο, την ανένταχτη φόρμα, το βαρύ υβρεολόγιο, διακρίνει μια υπόγεια, δυνατή σύνδεση με το σήμερα, που εκφράζεται ως «σπάραγμα» ψυχής από ένα μυαλό δαιμόνιο, εκπαιδευμένο να σκέφτεται ανατρεπτικά, όχι απαραίτητα για να προκαλέσει, αλλά γιατί έτσι επικοινωνεί την αλήθεια του, αδιαφορώντας για την αποδοχή ή μη…
Παρά τις ενστάσεις που θα αναφερθούν παρακάτω, τόσο το προσωπικό στίγμα γραφής της με σήμα κατατεθέν την ακατάσχετη βωμολοχία και το σκληρό, ανατρεπτικό χιούμορ, όσο και οι απρόβλεπτες εμπνεύσεις της με στόχο το παταγώδες γκρέμισμα της απανταχού υποκρισίας, δεν γίνεται να μη κεντρίσουν σαν αιχμηρό αγκάθι τον αποδέκτη που αναζητά την «αθέατη πλευρά της σελήνης»… Στο παρόν κείμενο, με όλα τα γνώριμα συστατικά της συνταγής της στον υπερθετικό βαθμό, για πολλοστή φορά «κατακρεουργεί» τα σύγχρονα στερεότυπα της πολιτικής κορεκτίλας, τερματίζοντας ακραία τη γυναικεία κακοποίηση, τον υποκριτικό καθωσπρεπισμό, τις ζωοφιλικές ευαισθησίες κλπ. για να αναδείξει στο φινάλε μια αυθεντική κραυγή αγωνίας, συμπυκνωμένη στις έννοιες «Αλλοτρίωση» και «Θυμός» ως δική της κατάθεση ψυχής στον περιβάλλοντα ζόφο των ευνουχισμένων, υποταγμένων φερέφωνων… Το λες και επαναστατική πράξη από «άλλον», απρόβλεπτο δρόμο…
Η σκηνοθετική διαχείριση της ίδιας, παρά το χαοτικό μιας δομής που θύμιζε συρραφή ασύνδετων σκηνών, εντούτοις έδεσε αρμονικά από κάποια που γνωρίζει άριστα τις θεατρικές συμβάσεις έστω κι αν τις αποδομεί, προσφέροντας ελκυστικό θέαμα, ζωντανό ρυθμό, σοκαριστικές εικόνες, ιδιαίτερο χιούμορ, ψαγμένη, ευφυή παρωδία με στόχο και βέβαια αθυροστομία μέχρι τελικής πτώσης… Σε ένα σκηνικό που ξεκίνησε λαμπερό με παγιέτες, στρας και καψουροτράγουδα, ενώ στη συνέχεια μεταλλάχθηκε στο αστικό περιβάλλον του τσεχωφικού έργου με ενδεικτικά ρούχα εποχής για τους κλασικούς χαρακτήρες, όλα παρέπεμπαν υποδόρια σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα βαθιάς παρακμής, με αποκορύφωμα τη ρεαλιστική σκληρότητα σκηνών όπως το κάψιμο με τη μασιά, ο βιασμός, το κόψιμο της γλώσσας που καταλήγει στο… τηγάνι, το στόμα να ξερνάει αίμα και βρισιές…
Ένας ωμός ρεαλισμός, που ωστόσο διέθετε καθαρό συμβολισμό, καθώς τα μαρτύρια υπέστη η αθυρόστομη Μάσα με το αδέσμευτο πνεύμα, όταν τόλμησε να καταγγείλει τα ανομολόγητα, στην «πειραγμένη» εκδοχή του Γλάρου με σύγχρονα υπονοούμενα… Επιπλέον βρήκαμε ευφυέστατο τον τρόπο που ενέταξε στη ροή το απόσπασμα με την θεατρική κριτική «ξερνώντας» ονόματα, ενώ το απρόβλεπτο εύρημα με τη φορητή οθόνη led που καθώς περνούσε από χέρι σε χέρι πρόβαλε φάσεις της πλοκής, υπήρξε άκρως χιουμοριστικό και εφευρετικό, ενισχύοντας την ανατρεπτική διάθεση της παρωδίας… Και βέβαια θα εξάρουμε το φινάλε όπου συνηθίζει να «αποκωδικοποιεί» τα προηγηθέντα, να φωτίζει τις προθέσεις της, να αποδίδει δυναμικά την ουσία ως καταστάλαγμα αυθεντικής ευαισθησίας κι εδώ οι δύο κομβικές λέξεις που επιστράτευσε σαν αγωνιώδη «λυγμό», τα είπαν ΟΛΑ…
Σε επίπεδο ερμηνειών και ξεκινώντας από την Κιτσοπούλου, δεν μπορούμε να φανταστούμε άλλη να αποδίδει με τη δική της αυθεντικότητα, πληθωρικό ταπεραμέντο, δυναμισμό, τόλμη, γοητευτικό τσαμπουκά, τους ιδιαίτερους ρόλους που κρατά για τον εαυτό της και εν προκειμένω, πέραν της δουλεμένης λαϊκής φωνής στο τραγούδι, η «δική» της κυνική και βαθιά πληγωμένη Μάσα, κατέρριψε όλα τα ταμπού, σαρώνοντας με ειλικρίνεια αφοπλιστική… Οι λοιποί του θιάσου, ήτοι Αμαλία Ζαμπέτα, Γιάννης Κότσιφας, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Ιωάννα Μαυρέα, Πάνος Παπαδόπουλος, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, υπηρέτησαν τους ρόλους τους με ιδιαίτερη σκηνική άνεση, με αμεσότητα, άλλοτε με πηγαίο χιούμορ κι άλλοτε με ένταση, πλήρως ενταγμένοι στο κλίμα παρωδίας, ακροβατώντας ενίοτε μεταξύ ρεαλισμού- σουρεαλισμού, καθότι όλοι τους ταλαντούχοι και κυρίως σωστά καθοδηγημένοι σκηνοθετικά… και επιπλέον με ρόλους ισοδύναμους και δίκαια μοιρασμένους συγγραφικά, όπου δύσκολα διέκρινες τον «πρωταγωνιστικό», μάλλον μικρότερο σε έκταση αλλά δυνατότερο σε ένταση…
Ερχόμενοι στις ενστάσεις (-), συνοψίζονται σε μία βασική, σχετικά με τα έργα της Κιτσοπούλου εν γένει: όσο κι αν πολλοί θαυμάζουμε το μυαλό και την αιχμηρή της πένα, θεωρούμε ότι επαναλαμβάνεται μονότονα, αναπαράγοντας το ίδιο γνώριμο μοντέλο, που πλέον μας στερεί την έκπληξη και πηγαίνοντας στις παραστάσεις της ξέρουμε ακριβώς τί θα δούμε και ακούσουμε… Όταν πχ. βρίζει κάθε φορά ανελέητα το κοινό, με κρυφή προσδοκία ίσως κάποια ενεργητική αντίδραση ενόχλησης αντί του παθητικού γέλιου, ας ξέρει ότι θα μείνει στην προσδοκία… γιατί όταν κάτι επαναλαμβάνεται ως τυπική μανιέρα που έχεις συνηθίσει και περιμένεις, ασφαλώς εκλείπει το στοιχείο της πρόκλησης ή του σοκ που κινητοποιεί ενστικτωδώς τον μηχανισμό αντίδρασης… το εκλαμβάνεις σαν αναμενόμενη «γραφική ιδιαιτερότητα» – αναπόσπαστο στοιχείο της ταυτότητάς της, που προκαλεί στιγμιαίο χαχανητό και πας παρακάτω… Προσωπικά ως θαυμάστρια ενός δυνατού, ελεύθερου, αντισυμβατικού πνεύματος, δεν μπορώ να δεχτώ τον εγκλωβισμό της στο συγκεκριμένο καλούπι και περιμένω με λαχτάρα στο εξής να με εκπλήξει, γιατί μπορεί!
Εν κατακλείδι (=)μια παράσταση- χαστούκι στα σύγχρονα στερεότυπα με σκληρή γλώσσα και εικόνες της γνωστής «κιτσοπουλέικης» συνταγής, με αναμφίβολο σκηνικό ενδιαφέρον και βαθύτερη ουσία…εν αναμονή μιας μελλοντικής έκπληξης, πέραν των επαναλήψεων!
Βαθμολογία: 6,6/10
ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ:
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 18/05/2025 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, συμμετέχουν αυτόματα για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 14α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2025 που θα πραγματοποιηθούν αρχές Ιουνίου.
Δείτε & αυτά: Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα, εδώ –Οι νέες ταινίες της εβδομάδας, εδώ
Είδαμε & Σχολιάζουμε: Θέατρο εδώ. Συναυλίες εδώ. Σινεμά εδώ. Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε, εδώ. Κερδίστε προσκλήσεις εδώ.