.
Όλοι έχουμε να αφηγηθούμε μια ιστορία. Ιστορία με αίσιο ή πικρό τέλος. Ιστορία με τέλος που δεν αποφασίσαμε εμείς ή χωρίς τέλος. Ιστορία με αρχή που ξεχάστηκε στην πορεία. Ιστορία με τέλος που θα θέλαμε να ήταν άλλο.
Το ζέσταμα
Ο Μίλαν Κούντερα είπε πως ευτυχία είναι η λαχτάρα για επανάληψη. Αν είναι έτσι, τότε θα πρέπει να ήμουν ευτυχισμένη για να επιθυμήσω να δω για δεύτερη φορά το ίδιο έργο. Με άλλους ηθοποιούς βέβαια αλλά το ίδιο έργο. Αν μπορεί ποτέ να είναι ίδιο ένα έργο κι ας δείχνει ίδιο φαινομενικά. Αυτά σκεφτόμουν όση ώρα περίμενα να ξεκινήσει η παράσταση ‘Ιστορίες να σκεφτείς’.
Επομένως δεν είχα να φανταστώ κάτι παρά περίμενα να δω αν θα ακουγόντουσαν διαφορετικές ιστορίες ή αν η δομή θα είχε μείνει ίδια προσκαλώντας μας σε ένα εσωτερικό ταξίδι με διαδοχικές εναλλαγές συναισθημάτων. Οι ιστορίες ακόμα κι αν θα ήταν ίδιες, θα ακουγόντουσαν διαφορετικές. Γι’ αυτό ήμουν σίγουρη. Κι ήμουν σίγουρη γιατί αλλοίμονο αν θα ακουγόντουσαν ίδιες με την προηγούμενη φορά που τις είχα ακούσει, δηλαδή πέρυσι. Αυτό θα σήμαινε ότι εγώ θα είχα μείνει στάσιμη στην ίδια θέση. Στάσιμη και αμετακίνητη. Κι αυτό δεν το ήθελα με τίποτα.

‘Όσο λιγότερο πίνω, τόσο χειρότερα γίνομαι’.
Η δράση
Ένας ταξιδιώτης, ένας ερευνητής και ένας πολεμιστής θα συναντιόντουσαν στη σκηνή του Μετροπόλιταν για να μας εμπνεύσουν με εικόνες που θα δημιουργούσαν για εμάς και να μας προβληματίσουν με ερεθίσματα που θα μας παρουσίαζαν με το δικό τους τρόπο. Κι αυτοί οι τρεις ρόλοι σίγουρα δεν επιλέχθηκαν τυχαία. Χρειάζεται να είναι κανείς ταξιδιώτης αν θέλει να απολαύσει αυτή τη ζωή. Αν επιτρέψει στον εαυτό του την απόλαυση. Χρειάζεται να είναι και ερευνητής αν θέλει να ανακαλύψει όλα αυτά που συμβαίνουν μέσα του και γύρω του. Αν καταφέρει τελικά να τα ανακαλύψει. Χρειάζεται να είναι και πολεμιστής για να επιβιώσει. Αν μπορέσει να επιβιώσει. Αυτά σκεφτόμουν όσο τους παρακολουθούσα ακολουθώντας τις περιπέτειές τους.
Κι αν ο Χόρχε Μπουκάι έγινε τόσο δημοφιλής εξ αιτίας των πολλών ιστοριών που μάζεψε από όλο τον κόσμο και που έγραψε και ο ίδιος, αναρωτιόμουν πόσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα είχαν οι ιστορίες όλων μας. Όλων ημών που είμαστε οι πρωταγωνιστές της κάθε ημέρας. Όλων ημών που είμαστε οι σκηνοθέτες της κάθε ημέρας. Όλων ημών που είμαστε οι σεναριογράφοι της κάθε ημέρας. Ιστορίες με αίσιο τέλος. Ιστορίες με πικρό τέλος. Ιστορίες με αρχή που έγραψαν άλλοι πριν από εμάς. Ιστορίες με αρχή που δεν μας ευνόησε. Ιστορίες με αρχή που ξεχάστηκε στην πορεία. Ιστορίες χωρίς τέλος. Ιστορίες με τέλος που δεν αποφασίσαμε. Ιστορίες με τέλος που θα μπορούσε να ήταν άλλο αν είχαμε προλάβει να το επηρεάσουμε.
Κι όταν ο ταξιδιώτης, ο Αλφόνσο, αναρωτήθηκε αν όλα αυτά που άκουγε και έβλεπε μπροστά του υπήρχαν στην πραγματικότητα ή όχι, έφερα στο μυαλό μου όλους αυτούς που δυσκολεύονται να πιστέψουν αυτό που υπάρχει έτσι κι αλλιώς και χωρίς να πρέπει να αποδειχθεί. Άλλωστε οι άλλοι τρεις ήταν κομμάτια του εαυτού του, εσωτερικές του φωνές ή σκέψεις ή επιθυμίες. Όλοι έχουμε κομμάτια του εαυτού μας που συνομιλούν μεταξύ τους εκφράζοντας το σύνολο των σκέψεων και των συναισθημάτων μας. Όλοι έχουμε εσωτερικές φωνές που μας ενθαρρύνουν ή μας λογοκρίνουν ή μας καθοδηγούν. Όλοι έχουμε επιθυμίες που ικανοποιούμε ή καταστέλλουμε για να μη δυσαρεστήσουμε κάποιον άλλον.

Έχει πολύ ενδιαφέρον να βλέπεις ένα έργο ή να διαβάζεις ένα βιβλίο ξανά και ξανά. Πάντα έχει να σου δώσει κάτι καινούργιο.
Κι όσο το έργο εξελισσόταν, τόσο καλύτερα έβλεπα μέσα μου. Κι όσο καλύτερα έβλεπα μέσα μου, τόσο πιο καθαρή γινόταν η εικόνα από αυτά που είχαν αλλάξει για μένα από την προηγούμενη φορά που είχα ακούσει τις συγκεκριμένες ιστορίες. Κι όσο πιο καθαρή γινόταν αυτή η εικόνα, τόσο πιο ανυπόμονη γινόμουν για την επόμενη ιστορία που θα άκουγα. Θα ένιωθα άραγε το ίδιο; Έχει πολύ ενδιαφέρον να βλέπεις ένα έργο ή να διαβάζεις ένα βιβλίο ξανά και ξανά. Πάντα έχει να σου δώσει κάτι καινούργιο. Πάντα έχει να σου πει κάτι διαφορετικό. Πάντα έχει να σου καθρεφτίσει κάτι σημαντικό.
Η σκηνή που ξεχώρισα ήτανη σκηνή με την επίσκεψη του ερευνητή στην πόλη του Καμίρ. Στην πόλη στην οποία διαπίστωσε πως το περισσότερο που είχε ζήσει κάποιος ήταν έντεκα χρόνια. Κι αυτό συνέβη γιατί σε αυτήν την πόλη υπήρχε μια ιδιαίτερη παράδοση. Όταν κάποιος γινόταν 15 χρονών, έπαιρνε ένα τετράδιο από τους γονείς του στο οποίο μπορούσε να σημειώνει τις φορές που απολάμβανε πραγματικά κάτι. Σημείωνε αυτό που απολάμβανε και τη διάρκεια που είχε η απόλαυση. Κι όταν πέθαινε, άνοιγαν το τετράδιό του, άθροιζαν το σύνολο των στιγμών που είχε απολαύσει στη ζωή του και το έγραφαν στην ταφόπλακα γιατί αυτός ήταν ο αληθινός χρόνος που είχε ζήσει. Πολύ δυνατή σκηνή, σκέφτηκα. Πολύ δυνατή και πολύ εύστοχη.
Η σκηνή που με προβλημάτισε ήταν η σκηνή στην οποία η Μαρίνα παραμελούσε τα δύο παιδιά που είχε αναλάβει να προσέξει μέχρι να γυρίσουν οι γονείς τους. Στον κόσμο της η Μαρίνα. Ανεύθυνη, ανώριμη και εντελώς ακατάλληλη για μια τέτοια σημαντική αποστολή. Και δεν είναι η μόνη, σκέφτηκα. Είναι πολλές οι Μαρίνες που κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Οι Μαρίνες που δίνουν προτεραιότητα στις δικές τους ανάγκες αγνοώντας την ευθύνη που έχουν απέναντι σε ένα παιδί που είναι, λόγω ηλικίας, ευάλωτο και εξαρτημένο. Οι Μαρίνες που αναλώνονται σε εφήμερες απολαύσεις σε αντίθεση με τις πραγματικές απολαύσεις που σημειώνουν στα τετράδια τους οι κάτοικοι του Καμίρ. Οι Μαρίνες που δεν αντιλαμβάνονται τις συνέπειες των παρορμητικών και επιπόλαιων πράξεων τους.Το μυαλό μου πήγε σε πολλούς ανθρώπους εκεί έξω που δεν κάνουν σωστά και υπεύθυνα τη δουλειά τους. Σε ανθρώπους που κοροϊδεύουν τους άλλους για να μη χάσουν την ασφάλεια της θέσης τους. Σε ανθρώπους που υποτιμούν τον κίνδυνο και κάνουν θανάσιμα λάθη.

Όλοι έχουμε κομμάτια του εαυτού μας που συνομιλούν μεταξύ τους εκφράζοντας το σύνολο των σκέψεων και των συναισθημάτων μας.
Η ατάκα που θα θυμάμαι ήτανη εξής: ‘Όσο λιγότερο πίνω, τόσο χειρότερα γίνομαι’. Μια ατάκα που χάρισε γέλιο που τόσο χρειαζόμασταν. Μια ατάκα φαινομενικά αδιάφορη. Μια ατάκα χλιαρή, θα έλεγε κανείς. Μια ατάκα που συμπυκνώνει πολλά νοήματα. Γιατί τελικά όσο λιγότερο κάνουμε κάτι που ανακουφίζει προσωρινά τον πόνο μας, τόσο χειρότερα νιώθουμε. Όσο λιγότερο αποφεύγουμε την πραγματικότητα, τόσο πιο εύκολα καταρρέουμε. Όσο λιγότερο έλεγχο έχουμε, τόσο πιο εύθραυστοι γινόμαστε. Είχε πολλά να μας δώσει αυτή η ατάκα κι ας μείναμε οι περισσότεροι στο γέλιο που μας έφερε.
Ο ρόλος που με συγκίνησε ήταν αυτός του βασιλιά που στην αρχή ζήλευε το μάγο για τη δύναμη που είχε και σταδιακά άρχισε να δένεται μαζί του και να γίνεται φίλος του. Κι αν ήταν να ξεχωρίσω αυτό που με συγκίνησε θα μείνω στο ότι πέθανε μία μέρα μετά το θάνατο του μάγου. Του μάγου που ήταν ο εχθρός του μέχρι να τον γνωρίσει καλύτερα. Του μάγου που έγινε ο φίλος του μέχρι τη μέρα που ο πρώτος ξεψύχησε. Του μάγου που έδεσε τη ζωή του με έναν παράξενο και ανεξήγητο τρόπο με τη δική του ζωή. Έτσι όπως γίνεται με δυο ανθρώπους που αγαπιούνται πολύ, πάρα πολύ. Αγαπιούνται τόσο που η ζωή του ενός τελειώνει μόλις τελειώσει η ζωή του άλλου.

Χρειάζεται να είναι κανείς ταξιδιώτης αν θέλει να απολαύσει αυτή τη ζωή. Αν επιτρέψει στον εαυτό του την απόλαυση. Χρειάζεται να είναι και ερευνητής αν θέλει να ανακαλύψει όλα αυτά που συμβαίνουν μέσα του και γύρω του.
Το κλείσιμο
‘Ας είναι έτσι’ έλεγαν ο ένας πρωταγωνιστής μετά τον άλλον στο φινάλε. Κάθε ένας με το δικό του ύφος. Κάθε ένας με το δικό του χρώμα. Έτσι όπως αφηγήθηκαν και τις ιστορίες που μας έκαναν να σκεφτούμε. Κάθε ένας με το δικό του ύφος. Κάθε ένας με το δικό του χρώμα.
Η αίσθηση με την οποία έμεινα ήταν μια γλυκιά αίσθηση. Ένα ακόμα ταξίδι είχε ολοκληρωθεί. Ένα ταξίδι εσωτερικών αναζητήσεων. Τώρα μπορούσα να επιστρέψω. Θα επέστρεφα γεμάτη συναισθήματα, σκέψεις και εικόνες. Την ίδια στιγμή που θα άφηνα πίσω μου αυτά που είχα δει και ακούσει, την ίδια στιγμή θα τα κουβαλούσα μέσα μου για να τα τακτοποιούσα εκεί που θα αποφάσιζα να τα βάλω.