Φρίκη, πόνος, απόγνωση…όλα τα δεινά του πολέμου μέσα από τα μάτια και τις φωνές των γυναικών της Τροίας. Πρόκειται για τις Τρωάδες του ΚΘΒΕ, μια συμπαραγωγή με το Κέντρο Πολιτισμού Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βεροίας που παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Δάσους. Η τελευταία θεατρική παράσταση αυτού του δύσκολου και φτωχού θεατρικά καλοκαιριού, που απέδειξε πως ακόμη και στις πιο αντίξοες συνθήκες τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την αγάπη για την τέχνη και την δημιουργία… ούτε καν ο κορονοϊός.
.

.
Η υπόθεση διαδραματίζεται στην Τροία, μετά την καταστροφή της από τους Έλληνες. Η πόλη έχει ήδη λεηλατηθεί, οι άντρες σκοτώθηκαν και οι γυναίκες της πόλης απέμειναν μόνες, να θρηνούν τις απώλειες και την κακή τους τύχη. Την μοίρα τους την γνωρίζουν: θα τις μοιραστούν ως σκλάβες οι Έλληνες πολέμαρχοι μαζί με τα υπόλοιπα λάφυρα. Μεταξύ τους η Εκάβη, η βασίλισσα της Τροίας. «Ποτέ κανείς δεν ευτύχησε παντοτινά» αναφωνεί πληγωμένη και ξεκινά τον λόγο της περιγράφοντας το μεγαλείο και την ευτυχία της για να τονίσει το μέγεθος της κατάντιας και της δυστυχίας που την χτύπησε. Μαζί της η κόρη της Κασσάνδρα, η Ανδρομάχη αλλά και η Ελένη, η αιτία του κακού, που εκλιπαρεί για συγχώρεση. Σε όλη τη διάρκεια του έργου οι συμφορές διαδέχονται η μία την άλλη μέχρι την κορύφωση, τον θάνατο του μικρού πρίγκηπα Αστυάνακτα, της μοναδικής ελπίδας αναβίωσης των Τρώων, που οι νικητές δεν ρισκάρουν να αφήσουν ζωντανό. Η καταστροφή είναι ολοκληρωτική.

Ο Ευρυπίδης παρουσίασε τις Τρωάδες το 415 πΧ στα Μεγάλα Διονύσια. Πρόκειται για το μοναδικό έργο που σώζεται από την Τριλογία του για τον Τρωικό πόλεμο, τον οποίο προσεγγίζει από την οπτική των ηττημένων «βαρβάρων».Ο θρήνος των γυναικών της Τροίας, του δίνει αφορμή να προβάλλει τις ολέθριες συνέπειες του πολέμου στις ζωές των ανθρώπων. Ταυτόχρονα στηλιτεύει την άδικη επίθεση των Αθηναίων κατά των κατοίκων της Μήλου. Μέσα από τις διηγήσεις των γυναικών, ανατρέπει την έννοια του «βαρβάρου» και προβάλει την ασυδοσία των νικητών Ελλήνων, που παρεκτρέπονται και ξεπερνούν τα όρια που θέτουν η ανθρωπιά και ο φόβος του θείου. Εύστοχα η Εκάβη μέσα στον πόνο της αναφωνεί «.. ο καθένας με τον πολιτισμό του».
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Γιάννη Παρασκευόπουλου είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα (+). Έχοντας ως πρώτη ύλη την εξαιρετική μετάφραση του Γιάννη Τσαρούχη, κρατά με απόλυτο σεβασμό τα βασικά στοιχεία της αρχαίας τραγωδίας και τα διαχρονικά αντιπολεμικά της μηνύματα και πλάθει τη δική του ξεχωριστή εκδοχή του έργου. Ο θάνατος, η σκλαβιά, η προσφυγιά, η απώλεια και ο σπαραγμός των Τρωάδων, παρουσιάζονται τόσο ζωντανά μέσα από τους διαλόγους, που νιώθεις μάρτυρας της βίας και του πόνου που βιώνουν. Η τραγικότητα των γυναικών αυτών αλλά και το θάρρος τους προβάλλεται περίτεχνα και γίνεται μήνυμα κατά του πολέμου, αλλά και υπέρ του αγώνα για επιβίωση και ζωή.

Αξίζει να σημειωθεί πως έχοντας παράλληλα να διαχειριστεί τις απαγορεύσεις της εποχής του κορονοϊού, ο σκηνοθέτης κατορθώνει, με δέκα οκτώ ηθοποιούς πάνω στη σκηνή να αποδείξει πως μπορεί να υπάρχει θέατρο χωρίς σωματική επαφή, πως μπορούν να κρατηθούν αποστάσεις μεταξύ των ηθοποιών χωρίς να χαθεί ούτε ίχνος από το συναίσθημα, το πάθος και την δύναμη των ερμηνειών. Οι γυναίκες της Τροίας δεν αγκαλιάζονται, συμπονούν όμως εμφανώς η μια την άλλη και εμφανίζονται μπροστά μας ως ένα πονεμένο σύνολο, που κατορθώνει να προκαλέσει στο κοινό όχι μόνο ρίγη αλλά και δάκρυα συγκίνησης.

Εξαιρετικό εύρημα του Θανάση Κολαλά τα ξύλινα κοντάρια που κυριαρχούν πάνω στη σκηνή, τα οποία κρατούν τόσο οι γυναίκες όσο και οι άντρες – Έλληνες πολεμιστές. Άλλοτε ως όπλα, άλλοτε ως μέσα περιορισμού και αποκλεισμού εντείνουν την αυστηρότητα του σκηνικού, που παρ’ όλη τη λιτότητα του χάρισε στην παράσταση χαρακτήρα και ταυτότητα. Λιτά, με μια μοντέρνα όμως αισθητική και χαρακτηριστική ομοιομορφία, τα κοστούμια της παράστασης, δημιουργίες της Σοφίας Παπαδοπούλου, μετέφεραν πετυχημένα τον αέρα της αρχαίας τραγωδίας στην σύγχρονη εποχή.
Αρμονικά δεμένη με την ατμόσφαιρα του έργου η μουσική του Μάνου Μυλωνάκη που ενέτεινε τη δυναμική του, προσδίδοντας ένταση και τραγικότητα, σε συνδυασμό πάντα με τους προσεγμένους και ιδιαίτερα επιμελημένους φωτισμούς του Στέλιου Τζολόπουλου.
.

.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών που συμμετείχαν ήταν πραγματικά πολύ καλές Ο επαγγελματισμός, η δουλειά και η αγάπη για το έργο τους ήταν εμφανείς.
Εξαιρετική καταρχάς στο ρόλο της Εκάβης η Γιώτα Φέστα. Αρχοντική ως παρουσία, με δυναμισμό και καθαρή φωνή, παρουσιάζει επί σκηνής μια γυναίκα που παρ’ ολες τις δυστυχίες της παραμένει αγέρωχη, γεμάτη τόλμη και αυτοσυγκράτηση, όπως αρμόζει στη βασιλική της καταγωγή. Περιγράφει με στόμφο αλλά και συντριβή το επίπονο ταξίδι της από την απόλυτη ευτυχία στην καταστροφή, χωρίς όμως να αναλώνεται σε μοιρολόγια. Έχει υποστεί άπειρα δεινά κι όμως στέκεται όρθια και συνεχίζει να μάχεται. Μοναδική ερμηνεία με πάθος, συναίσθημα και έναν αξιοθαύμαστο αέρα υπεροχής και θάρρους.

Συγκλονιστική ερμηνευτικά η Ιωάννα Παγιατάκη που ερμήνευσε τον ρόλο της Ανδρομάχης. Κρατώντας τον μικρό γιο της στην αγκαλιά, έρχεται στην σκηνή ως αγγελιοφόρος κακών και αναγγέλλει στην Εκάβη το θάνατο της κόρης της Πολυξένης. Μέσα στην θλίψη και την απόγνωσή της καλοτυχίζει τη νεκρή, καθώς είναι φανερά απελπισμένη. Με έναν ανατριχιαστικό μονόλογο κατορθώνει να μεταφέρει στο κοινό όλη την δυστυχία της πιστής και αφοσιωμένης συζύγου που καλείται πια να υπηρετήσει έναν άλλο άνδρα, γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι θα σκοτώσουν το παιδί της.

Πολύ καλή και η Μαρία Καραμήτρη στον ρόλο της Κασσάνδρας, της παρθένας ιέρειας του Απόλλωνα που μέσα στην ομίχλη των μαντικών της ιδιοτήτων προμηνύει την θανάτωσή της από την γυναίκα του Αγαμέμνονα. Θαρραλέα και αποφασιστική αποδέχεται τη μοίρα της θεωρώντας το τέλος της ως μια μορφή εκδίκησης για την καταστροφή της πατρίδας και της οικογένειάς της.

Ξεχωριστή και η ερμηνεία του Χρίστου Στυλιανού στον ρόλο του Ταλθύβιου, του αγγελιοφόρου των Ελλήνων, που πολύ πετυχημένα συνδυάζει την αύρα του κατακτητή με την επιείκεια και τη συμπόνια προς τις πονεμένες κρατούμενες που καλείται να οδηγήσει στα πλοία των νικητών.

.
Πολύ καλές ερμηνείες και από την Ελένη Θυμιοπούλου στον ρόλο της Αθηνάς, της Γιολάντας Μπαλαούρα στον ρόλο της Ελένης, του Χρήστου Διαμαντούδη στον ρόλο του Ποσειδώνα και του Νικόλα Μαραγκόπουλου στον ρόλο του Μενέλαου.
Καίρια τέλος ήταν η συμβολή του χορού, τον οποίο αποτελούν επί σκηνής όλοι οι ηθοποιοί, γυναίκες της Τροίας, θεοί και Έλληνες πολεμιστές. Ως ένα δεμένο σύνολο, με συμμετρία, οργάνωση, ένταση και δυναμισμό, με εξαιρετικό συντονισμό και κινησιολογική αρτιότητα, υπό τις οδηγίες του Τάσου Παπαδόπουλου, προσφέρει ένα ιδιαίτερο θέαμα και κλέβει τις εντυπώσεις.
Συμπερασματικά (=) οι Τρωάδες του Γιάννη Παρασκευόπουλου είναι μια δυνατή, ποιοτική παράσταση, που παρουσιάστηκε σε μια δύσκολη εποχή, φόβου και αβεβαιότητας, ως ηχηρό παράδειγμα αντίδρασης στην απαισιοδοξία που επικρατεί στο χώρο του θεάματος. Μια τραγωδία μαύρη και απόλυτα θλιβερή που κλείνει όμως αφήνοντας χαραμάδες ελπίδας: Ακόμη και μετά την απόλυτη καταστροφή ο άνθρωπος μπορεί να βρει κάπου να ανήκει, να βρει νόημα και σκοπό για να κρατηθεί ζωντανός….
Βαθμολογία
6,7/10
.
Δείτε & αυτά:
Φωτογραφικό υλικό