Είδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Είναι προφανές ότι το ρήμα «καθηλώνει» για παράσταση, σπανιότατα μας δίνεται η ευλογημένη ευκαιρία να το χρησιμοποιήσουμε και στην προκειμένη περίπτωση αναφέρεται απολύτως κυριολεκτικά! Με την έννοια ότι από τη στιγμή που καθίσαμε, δεν κινήθηκε ούτε εκατοστό του κορμιού από τη θέση του, δεν ξεστράτισε ούτε βλέμμα από τη σκηνή, δεν θα αποσπούσε την προσοχή μας ακόμα κι αν δίπλα.. έπιανε φωτιά! Αυτό σημαίνει καθήλωση: καρφωμένος «εκεί», εντελώς αποκομμένος από τον «έξω» κόσμο, εντελώς αδιάφορος για αλλότρια ερεθίσματα ή για το αν διψάς ή πονάς ή πιάστηκες, χάνοντας την αίσθηση του χρόνου σαν να μη ξέρεις αν αυτό που βίωσες κράτησε δέκα λεπτά ή μια αιωνιότητα…
Πού συνέβησαν αυτά τα μαγικά;
Στο θέατρο Metropolitan UrbanTheater παρακολουθώντας την παράσταση «Η Βίλα» (Ο δρόμος που δεν πήραν) του Γκιγιέρμο Καλντερόν και σε σκηνοθεσία Λητώς Τριανταφυλλίδου, σε μια ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα…

Όπου τρεις νέες γυναίκες επί σκηνής ως μέλη ειδικής επιτροπής για τη διαχείριση μιας «Βίλας», καλούνται να αποφασίσουν για την τύχη της…
Πρόκειται για την υπαρκτή Βίλα Γκριμάλντι στα περίχωρα του Σαντιάγο της Χιλής, που το καθεστώς του δικτάτορα Πινοσέτ (1973- 1990) χρησιμοποίησε ως τόπο βασανιστηρίων και δολοφονιών αντιφρονούντων με 4500 κρατουμένους άγρια βασανισθέντες και πάνω από 200 «εξαφανισθέντες»… Για τη συγκεκριμένη αιματοβαμμένη Βίλα λοιπόν, οι τρεις γυναίκες της επιτροπής μέσα από περιπετειώδεις αδιέξοδες ψηφοφορίες, συμφωνίες και διαφωνίες, ενστάσεις και ανατροπές, έντονες αντιπαραθέσεις επιχειρημάτων, προσωπικές καταθέσεις ψυχής με ανοιχτά τραύματα, πασχίζουν στο «σήμερα» να επιλέξουν αν θα γίνει μουσείο σύγχρονης τέχνης εξωραίζοντας το σκοτεινό παρελθόν… αν θα ανακαινισθεί για να θυμίζει πάντα τις κτηνωδίες στο «σπίτι του τρόμου»… αν θα μείνει ερείπιο για να ξεχαστεί… αν θα γίνει γήπεδο ή θεματικό πάρκο ή χώρος τέχνης ή όμορφο αγροτικό σπίτι ή… μέχρι που οι τρεις γυναίκες με απρόσμενα κοινή ρίζα και τραύμα, αποκαλύπτουν την προσωπική τους ταυτότητα για να καταλήξουν σε κοινή απόφαση…

Ο χαρακτηρισμός «αριστουργηματικό» (+) για το έργο του Χιλιανού συγγραφέα ίσως δεν είναι αρκετός για να αποδώσει την ποιότητα ενός κειμένου-δυναμίτη, που ειδικά στη σύγχρονη δραματουργία συναντάμε όλο και σπανιότερα… Σαφώς ο παρών σχολιασμός όσο κι αν πασχίσει, όσες λέξεις κι αν επιστρατεύσει, είναι αδύνατο να περιγράψει το εύρος, το βάθος, τη δύναμη, τον φιλοσοφικό στοχασμό, τη σημειολογία, τις απίστευτες προεκτάσεις ενός κειμένου που ως εγκεφαλικό παιχνίδι για δύσκολους λύτες, κεντρίζει το μυαλό εκτοξεύοντάς το σε ανώτερα επίπεδα… Ένα έργο εντυπωσιακά πυκνό και μεστό σε βαθιά νοήματα, ωστόσο με ευφυέστατη διαχείριση που όχι μόνο απέφυγε κάθε είδους «ακαδημαϊκές» ή «λόγιες» φιοριτούρες ως δήθεν «ψαγμένο πνεύμα για κουλτουριάρηδες», αλλά αντίθετα με λόγο λιτό και κατανοητό, με χιούμορ πικρό ή σαρκαστικό, με γλώσσα άμεση και οικεία (εύγε στην έξοχη μετάφραση), εστίασε στα ποικίλα, σύνθετα ζητούμενα μέσω λογικών ή λογικοφανών συνειρμών-επιχειρημάτων, πυροδοτώντας εκρήξεις στον εγκέφαλο!

Όπου μια θέση μοιάζει απόλυτα τεκμηριωμένη και συντάσσεσαι, για να έρθει την επόμενη στιγμή η αντί-θεση, επίσης λογικοφανής να σε κλονίζει, για να ακολουθήσει αμέσως μετά μια τρίτη ή τέταρτη θεώρηση εξίσου αιτιολογημένες να ανατρέψουν τα προηγούμενα και το θεαματικό νοητικό πινγκ πονγκ όπου ο θεατής μετέχει με όλα τα εγκεφαλικά κύτταρα σε εγρήγορση, να διατρέχει την παράσταση από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό, καθιστώντας ΚΑΙ τα 80 λεπτά άκρως πολύτιμα, πασχίζοντας να μη χάσεις ούτε ένα σημαντικό «και»… Όλες οι πιθανές επιλογές για την τύχη της μισητής Βίλας που εκπροσωπεί κάθε μορφής τυραννία, μοιάζουν εφικτές με κατάλληλα δομημένο σκεπτικό, αλλά ταυτόχρονα σαν κάτι να «λείπει» από κάθε μια και το λογικό ή συναισθηματικό «κενό» έρχεται να συμπληρώσει μια επόμενη σε έναν διαρκή, εντυπωσιακό προβληματισμό… ο οποίος σάρωσε αδυσώπητα κατεστημένες απόψεις, στερεότυπα, αριστερές και φασιστικές ιδεοληψίες, ψεύτικες ευαισθησίες, καθωσπρεπισμούς, κοινωνικά-πολιτικά αδιέξοδα, ψυχικά τραύματα ατομικά και συλλογικά…

Με το μεγαλύτερο μέρος της γοητείας να εντοπίζεται, πέραν του ουσιαστικού περιεχομένου με τις απρόβλεπτες διαστάσεις, στην αριστοτεχνική δομή των διαλόγων… όπου παρά το βαρύ και σκοτεινό «αντικείμενο διαπραγμάτευσης» φορτισμένο πόνο, βιασμούς και φρίκη, ούτε σε ένα σημείο συναντάμε μελό ευκολίες ή κλισέ, αντίθετα το ευφυές χιούμορ ενίοτε με μορφή σαρκασμού ή κυνισμού αποφορτίζει μαγικά την ένταση, ενώ το συναίσθημα αναδύεται υπόγεια και ανατριχιαστικά μέσα από μικρές λεπτομέρειες στην αποστροφή του χειμαρρώδους λόγου των έτσι κι αλλιώς αποστασιοποιημένων από τα γεγονότα σύγχρονων ηρωίδων, που ως συγγραφικό εύρημα φέρουν όλες το όνομα «Αλεχάνδρα»… είτε για να τονιστεί η κοινή τους (ενιαία) ρίζα και μοίρα, είτε συμβολικά ως αντικρουόμενες εκδοχές του ίδιου τραυματισμένου εαυτού στην εσωτερική του πάλη και υπαρξιακά αδιέξοδα… Εδώ οφείλει να μπει μια τελεία, καθώς για το συγκεκριμένο κείμενο- διαμάντι θα μπορούσα να γράφω ώρες!

Σχετικά με την λιτότατη σκηνοθεσία της Λητώς Τριανταφυλλίδου, αξίζει να τονιστεί μια μεγάλη αλήθεια: όταν το κείμενο έχει τη δύναμη ενός… εκρηκτικού δυναμίτη ικανού να συνεπάρει το κοινό, ΔΕΝ το φορτώνεις με τίποτα περιττό που είναι καταδικασμένο να μοιάζει «λίγο», ΔΕΝ αποσυντονίζεις τον θεατή με περισπασμούς αχρείαστους, ΔΕΝ επισκιάζεις τον αριστοτεχνικό λόγο με λογής τερτίπια για «γέμισμα», όταν ο «όγκος» του κειμένου ήδη… δυσκολεύεται να χωρέσει στη σκηνή! Κι εδώ η σκηνοθέτιδα σεβάστηκε συγκινητικά τα συγγραφικά δεδομένα, αναδεικνύοντας με τον πιο λιτό, αφαιρετικό και διακριτικό τρόπο το διαμάντι που είχε να διαχειριστεί, με παρεμβάσεις ανεπαίσθητες που εστίασαν στις ερμηνείες και σκηνικά μέσα σχεδόν ανύπαρκτα – ένα τραπέζι και τέσσερεις καρέκλες μόνο- που ωστόσο, ακόμα και χωρίς αυτά, δεν θα νιώθαμε την παραμικρή έλλειψη… Η φροντίδα της αρκέστηκε σοφά στον άψογο συντονισμό και καθοδήγηση των τριών ηθοποιών, στον υπέροχο νευρώδη ρυθμό γεμάτο ένταση που τόνιζαν οι δουλεμένες παύσεις, στην ιδανική σκοτεινή ατμόσφαιρα με μελετημένους φωτισμούς και υποβλητικό ηχητικό περιβάλλον κι ήταν όλα όσα απαιτούσε το συγκεκριμένο έργο για ένα αρμονικό αποτέλεσμα…

Μιλώντας για τις έξοχες ερμηνείες, όλες ισοδύναμες υποκριτικά και ισόποσα μοιρασμένες στο έργο, οφείλουμε να συγχαρούμε τρεις νέες ηθοποιούς, τις Νατάσα Εξηνταβελώνη, Αγγελική Πασπαλιάρη και Λίλα Μπακλέση -ελάχιστα ή καθόλου γνωστές πλην της «τηλεοπτικής» τελευταίας- που το ταλέντο τους έλαμψε θεαματικά στη σκηνή κερδίζοντας ηχηρό παρατεταμένο χειροκρότημα και επευφημίες… Με θαυμάσια χημεία μεταξύ τους, άρτιο συγχρονισμό, υποκριτική ωριμότητα, επαγγελματισμό, αφοσίωση, άψογη άρθρωση και εκφορά του λόγου, εντυπωσιακή αμεσότητα και εκφραστικότητα, κατέθεσαν δυνατή ψυχή, δονήθηκαν από ένταση και πάθος, σάρωσαν με περισσή ενέργεια σκηνή και πλατεία, άγγιξαν αυθεντικά και σε στιγμές ανατριχιαστικά, μετέδωσαν ταυτόχρονα συναίσθημα και ανάσες χιούμορ, σε ένα διαρκές «πηγαινέλα» ανάμεσα στο ζοφερό αποτρόπαιο παρελθόν, το αμφιλεγόμενο παρόν και το αδιευκρίνιστο μέλλον με μια ελπίδα μετέωρη… Όπου λειτούργησαν άλλοτε συλλογικά κι απρόβλεπτα σαν τριάδα με συγκρούσεις ή ομοφωνίες κι άλλοτε ατομικά με προσωπικούς μονολόγους απολαυστικά ερμηνευμένους, κρατώντας τον θεατή αιχμάλωτο της σκηνής…

Καταλήγοντας (=)…. Φυσικά κάποιος θα μπορούσε να προσάψει στην παράσταση με αρνητική χροιά, την έλλειψη σκηνικών, το φτωχό θέαμα, τα απλά καθημερινά ρούχα, ίσως πιο έντονη μουσική παρουσία και λοιπά δευτερεύοντα τεχνικά, πράγματα που συχνά εντοπίζει και η γράφουσα σε παραστάσεις… ΟΧΙ όμως όταν πρόκειται για ένα αριστοτεχνικό, βαθύ, ευφυές κείμενο ουσίας που σπανιότατα συναντάμε, όταν πρόκειται για έξοχεςερμηνείες με ψυχή και μια σοφή σκηνοθετική λιτότητα ως μόνη αρμόζουσα και κυρίως όταν φεύγεις από την παράσταση με λυτρωτική πληρότητα… κι αυτό το τελευταίο δεν αποδίδεται με λόγια, δεν εξηγείται, απλά βιώνεται με τρόπο μαγικά θεατρικό και θεωρώ περιττή κατόπιν τούτων την προτροπή «μη την χάσετε»….
Βαθμολογία:
7,6/10
-k-
.
ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΤΑΝ
«Η βίλα» (Ο δρόμος που δεν πήραν) του Guillermo Calderon.

Τρεις γυναίκες που τις λένε “Αλεχάνδρα” συναντιούνται σε ένα δωμάτιο, επιφορτισμένες με το καθήκον να αποφασίσουν το μέλλον της Βίλας Γκριμάλντι, ενός υπαρκτού χώρου βασανιστηρίων και δολοφονιών της Χιλής κατά την δικτατορία του Αουγκούστο Πινοσέτ (1973-1990).
Σκηνοθεσία: Λητώ Τριανταφυλλίδου.
Ερμηνεύουν: Νατάσσα Εξηνταβελώνη, Λίλα Μπακλέση, Αγγελική Πασπαλιάρη.
Ήμερες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή 28, Σάββατο 29 και Κυριακή 30 Οκτωβρίου στις 21:00.
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2023 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 12α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2023
.
Δείτε & αυτά:
–Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα, κλικ εδώ.
–Οι νέες ταινίες της εβδομάδας και σε ποιες αίθουσες προβάλλονται, κλικ εδώ.
.
–Θέατρο: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.