.
Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου
Φωτογραφίες Ευτυχία Πλαζουμίτη.
Κανείς δεν μπορεί να «κατηγορήσει» τον υποψήφιο θεατή που πήγαινε στη συγκεκριμένη παράσταση με υψηλές προσδοκίες. Όταν στα δεδομένα υπήρχαν ένα εξαιρετικό έργο- εμβληματικό του Δ, Ψαθά, αξιόλογοι και έμπειροι συντελεστές, καθώς και η ανάλογη φήμη, συνοδευτική της παράστασης. Τί πιο λογικό λοιπόν, να ανηφορίζει στο Θέατρο Δάσους με τις καλύτερες των διαθέσεων, προκειμένου να απολαύσει -με όλη τη σημασία της λέξης- ένα από τα πιο αγαπημένα ελληνικά έργα από επίσης αγαπημένους ηθοποιούς. Μιλάμε βεβαίως για την παράσταση «Μαντάμ Σουσού», βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Δημήτρη Ψαθά και σκηνοθετημένη από τον Γιάννη Κακλέα, σε ένα θέατρο Δάσους που δεν θα χαρακτηρίζαμε κατάμεστο, ωστόσο επαρκώς γεμάτο…
Η ιστορία και ο χαρακτήρας «Μαντάμ Σουσού» είναι τόσο γνωστά και οικεία μέσα από την τεράστια επιτυχία που γνώρισε το έργο στα περίπου 60 χρόνια αφότου γράφηκε, που πλέον συμβολίζει ένα διαχρονικό, αναγνωρίσιμο στερεότυπο με πολυεπίπεδες αναφορές. Είναι η ονειροπαρμένη, ματαιόδοξη σύζυγος ενός ιχθυοπώλη, που ενώ λαχταρά την αριστοκρατία και το Κολωνάκι, η μοίρα την καταδίκασε να ζει στον λαϊκό υποβαθμισμένο Μπίθουλα, βρίσκοντας διέξοδο σε ένα παράλληλο σύμπαν γραφικών φαντασιώσεων, Μέχρι που μια ανέλπιστη κληρονομιά σε συνδυασμό με το επίμονο φλερτ ενός τυχοδιώκτη αριστοκράτη, θα δικαιώσουν το όνειρό της και αφού εγκαταλείψει τη φτωχογειτονιά και τον λαϊκό σύζυγο, θα εγκατασταθεί στο Κολωνάκι, αναστατώνοντας όλη την αριστοκρατία με τα περίεργα καπρίτσια και τον ατίθασο χαρακτήρα της. Όμως το όνειρο δεν θα κρατήσει πολύ, καθώς θα αποκαλυφθεί η λαϊκή καταγωγή της, ενώ ο δεύτερος σύζυγος ως επιτήδειος απατεώνας θα καταχραστεί τα λεφτά της κληρονομιάς, και η ίδια μόνη, με ένα παιδί στην αγκαλιά και ξανά φτωχή θα επιστρέψει εκεί που την αγαπούν πραγματικά, παρά τη γραφική «τρέλα» της…

Το καταξιωμένο έργο από την άφθαστη πένα του Δ. Ψαθά συνδυάζει αρετές μοναδικές, με βασικότερη όλων την ευφυή, αριστοτεχνική δόμηση του κεντρικού χαρακτήρα, γύρω από τον οποίο ο συγγραφέας υφαίνει μια καταπληκτική πλοκή με ανατροπές, εκπλήξεις, πνευματώδες χιούμορ στα όρια του σουρεαλισμού, αλλά και στιγμές αυθεντικά συγκινητικές- δραματικές, με ήρωες ανθρώπινους, ευάλωτους και «ερήμην» τους φορείς αξιών – προτύπων. Μπορεί η φόρμα του έργου να είναι μια εμπνευσμένη «κωμωδία ηθών», ωστόσο το υπόβαθρο είναι τραγικό και η γεύση γλυκόπικρη, με βαθιές κοινωνικές και ψυχολογικές προεκτάσεις, πέρα από το επιφανειακό γέλιο της πρώτης ανάγνωσης… καθώς σε όλη τη διάρκεια και με όπλο το χιούμορ, αποδομούνται, σατιρίζονται και ταυτόχρονα ανασυντίθενται στερεότυπα και ηθικές αξίες με σαφή στόχευση. Επιπλέον, ο υποδειγματικός στην ανάπτυξή του χαρακτήρας της Μαντάμ Σουσού(ς) εντυπωσιάζει για τη στέρεα δομή, τα απρόβλεπτα στοιχεία, την πολυσύνθετη υφή με τις ποικίλες όψεις- συχνά αντικρουόμενες σε ένα σύνολο γοητευτικό, που καταφέρνει να ισορροπεί θαυμάσια ανάμεσα σε κωμικότητα και δραματικότητα. Κι όλα τούτα απαιτούν μεγάλη μαεστρία, σαν αυτήν του κορυφαίου Δ. Ψαθά!

Μόνο που από «όλα τούτα», ελάχιστα έως καθόλου εισπράξαμε (-) μέσω μιας παράστασης που επέλεξε να θυσιάσει το βαθύ πνεύμα του έργου για χάρη μιας «γελαστικής», φαντασμαγορικής και βέβαια πιασάρικης επιφάνειας. Ξεκινώντας από το κομμάτι «απόδοση κειμένου» από την Δήμητρα Παπαδοπούλου, της οποίας οι προσθήκες – επεμβάσεις, υπηρέτησαν με μεγάλη φιλοτιμία, ελάχιστη έμπνευση και σοβαρή ποιοτική έκπτωση, φτηνά κλισέ για χαχανητό με τραβηγμένες από τα μαλλιά ή κρύες ατάκες, κάτι που δεν θα περιμέναμε από μια πένα με αξιόλογα δείγματα. Και που εν προκειμένω ευτέλισε ένα πνευματώδες από τη συγγραφή του κείμενο με χιούμορ συχνά πικρό, σε μια προσπάθεια δήθεν «επικαιροποίησης», που όμως κατέληξε σε γελοιοποίηση και ενίοτε «χυδαιοποίηση», ξεχειλώνοντας μέχρι αηδίας το ευφυές συγγραφικό εύρημα της κακοποίησης της γλώσσας. Βεβαίως δοκιμασμένη συνταγή που λειτουργεί αποτελεσματικά για το μεγάλο κοινό, του οποίου τα χάχανα στα επίμαχα σαχλά σημεία δονούσαν τον αέρα, εκπληρώνοντας τον εύκολο στόχο…

Περνώντας στη σκηνοθεσία του πολύπειρου Γιάννη Κακλέα, η πρώτη και ουσιαστική ένσταση αφορά στη συνολική οπτική του έργου και προκαλεί μεγάλη απορία το γιατί ένας σκηνοθέτης του επιπέδου και της πείρας του, επέλεξε να «διαβάσει» τόσο μονομερώς ένα πολυδιάστατο κείμενο, να εστιάσει στην ανάλαφρη κωμική του επιφάνεια και το θέαμα, αγνοώντας προκλητικά το δραματικό, ουσιαστικό του περιεχόμενο… Πώς είναι δυνατόν να αντιμετώπισε μια εμβληματική ηθογραφία πολλαπλών όψεων, ως μια εύπεπτη κωμωδιούλα εντυπώσεων, προσπερνώντας το δυνατό κομμάτι που την καταξίωσε, ήτοι τον μοναδικό συνδυασμό γέλιου, πίκρας, συγκίνησης, στοχασμού, ηθικών διλημμάτων… Ωστόσο, πέραν της μονομερούς οπτικής που εγκλωβίστηκε στην εξωτερική κωμική φόρμα, εντοπίστηκαν και περαιτέρω αδυναμίες σε μια απόδοση με τη μορφή μιούζικαλ. Μια ιδέα συμβατή με την επιλογή της ανάλαφρης εκδοχής, που υπό αυτές τις συνθήκες θα χαρακτηρίζαμε πρωτότυπη και δημιουργική, αρκεί να μη χώλαινε στην εκτέλεσή της.

Όντως η παρεμβολή τραγουδιών και χορευτικών έδινε μια ανάσα στο σύνολο, όμως έλειπε το μέτρο καθώς πλατείασαν υπέρ το δέον και επιπλέον – πέραν της ικανοποιητικής φωνής στο τραγούδι από την Αντιγόνη Ψυχράμη- οι χορογραφίες ήταν άτεχνα εκτελεσμένες και κουραστικά συμβατικές χωρίς έμπνευση. Όμως ακόμα πιο συμβατική και ανέμπνευστη ήταν η συχνή παρέμβαση του αφηγητή- συγγραφέα Ψαθά συνδέοντας τα στιγμιότυπα, με λόγο επίπεδο και πλήρη έλλειψη θεατρικότητας. Μόνη ενδιαφέρουσα στιγμή στο φινάλε η προσθήκη της Δ, Παπαδοπούλου, όπου η ηρωίδα και ο δημιουργός της συνδιαλέγονται, αλλά κι εδώ, ενώ ο διάλογος μπορούσε να εξελιχθεί σε «κομβικό» σημείο, περιορίστηκε σε ρηχή ελαφράδα… Μιλώντας δε για το φινάλε, θα το χαρακτηρίζαμε πλεονάζον με απανωτά «κλεισίματα», ενώ το σύνολο υπολειπόταν σε εύρυθμη ροή και σφιχτή δομή, παρουσιάζοντας ενίοτε κοιλιές, τραβηγμένα προβλέψιμα στιγμιότυπα, συνεχείς μουσικοχορευτικές διακοπές- άλλοτε εντός κλίματος κι άλλοτε εκτός, σε μια παράσταση επίπεδη που ξεχείλωσε και στερήθηκε τη φαντασία, την αυθεντικότητα, το συναίσθημα…
Κυρίως όμως στερήθηκε την ποιότητα της πρωταγωνιστικής ερμηνείας από την Δήμητρα Παπαδοπούλου, σε ένα ρόλο που όχι μόνο απείχε έτη φωτός από την εμβληματική ηρωίδα του Ψαθά, αλλά σε στιγμές προκαλούσε θλίψη – αν όχι θυμό για την πλήρη αποδόμησή του. ΌΧΙ, η μαντάμ Σουσού ΔΕΝ ήταν ένα φαιδρό, εκνευριστικό, αυταρχικό, χαζοχαρούμενο, ανόητο πλάσμα ως καρικατούρα, ούτε φτηνή, αλλοπρόσαλλη, γραφική κατίνα όπως άστοχα αποδόθηκε με φανερά στημένη, καθόλου πειστική και άχαρη κινησιολογία (σοβαρό λάθος οι «μεγάλες» πληθωρικές κινήσεις), συνδυασμένη με αντίστοιχα ψεύτικη εκφορά του λόγου, από μια ηθοποιό που απλά μετέφερε στη σκηνή πρώην τηλεοπτικές μανιέρες της. Χωρίς να διαφανούν ούτε στο ελάχιστο η βαθιά τραγικότητα του χαρακτήρα στο κυνήγι του ανέφικτου, οι εσωτερικές συγκρούσεις, η αυθεντική ευαισθησία, η αξιοπρέπεια, η μεγαλοψυχία, ο κυνισμός, η ατίθαση προσωπικότητα, σε μια ερμηνεία μονότονη- ισοπεδωτική- επιφανειακή, που θύμιζε έντονα παρωδία (αν όχι κοροϊδία) του ρόλου, μη καταφέρνοντας να αγγίξει το βάθος, τη γοητευτική πολυπλοκότητά του, την χαρακτηριστική αντίφαση που απορρέει από το αμίμητο «σιλάνς τσοκαρίες!»

Στον αντίποδα (+) της προδομένης – βαθιά λαβωμένης ηρωίδας, τόσο ο Τάσος Χαλκιάς ως λαϊκός Παναγιωτάκης, όσο κι ο Κώστας Σπυρόπουλος ως αριστοκράτης Καντακουζηνός, υπηρέτησαν αξιοπρεπώς, με συνέπεια, επαγγελματισμό, πειστικότητα, αίσθηση του μέτρου και του χιούμορ τους ρόλους τους, κρατώντας τις δέουσες ισορροπίες, παρότι υπήρχαν περιθώρια εμβάθυνσης σε λεπτομέρειες πέρα από το «φαίνεσθαι». Επαρκέστατοι επίσης στους περιφερειακούς και μειωμένων απαιτήσεων ρόλους οι υπόλοιποι του πολυπληθούς θιάσου με μια μικρή τάση στην υπερβολή, χωρίς να ξεχωρίσουμε κάποιον ιδιαίτερα.
Εξαιρετικό θα χαρακτηρίζαμε το ευφάνταστο για τη λειτουργικότητα και αισθητική του σκηνικό, με τα πτυσσόμενα εικονογραφημένα ταμπλώ αναπτυγμένα σε βάθος, καθώς και τα φροντισμένα, καλαίσθητα, άφθονα κοστούμια εποχής, σε μια όντως ακριβή παραγωγή. Η μουσική της παράστασης ως βασικός συντελεστής με κάποιες πρωτότυπες συνθέσεις και κάποιες ρετρό επιλογές, έδεσε κατά βάση ικανοποιητικά με την ατμόσφαιρα μιούζικαλ, ενώ οι φωτισμοί δεν θεωρούμε ότι συνέβαλαν σε κάτι ιδιαίτερο, όντες μάλλον αδιάφοροι.
Καταλήγοντας (=) τί έμεινε; Σίγουρα για πολλούς τα τρανταχτά γέλια (σαν τον διπλανό που νόμιζα ότι… τον χάνουμε!) και η ευφορία μιας εύπεπτης λαϊκής κωμωδίας. Ο αυθεντικός θεατρόφιλος όμως ένιωσε προδομένος βλέποντας ένα αξιαγάπητο έργο με σπουδαίο περιεχόμενο, να θυσιάζεται στο βωμό μιας πιασάρικης συνταγής… ΚΡΙΜΑ!
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
4 ΣΤΑ 10
.
Πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε ΕΔΩ
.
Δείτε & αυτά:
-Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη ΤΩΡΑ ΕΔΩ
-Τι παίζουν οι κινηματογράφοι στη Θεσσαλονίκη ΤΩΡΑ ΕΔΩ
-ΕΙΔΑΜΕ θεατρικές παραστάσεις & ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΜΕ ΕΔΩ
-ΕΙΔΑΜΕ μουσικές συναυλίες & ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΜΕ ΕΔΩ
-ΕΙΔΑΜΕ κιν/κές ταινίες & ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΜΕ ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό