Είδε και σχολιάζει η Ελένη Γιαννακίδου για την Κουλτουρόσουπα
Στο θέατρο Αμαλία και για λίγες παραστάσεις ανέβηκε η «Λάσπη» του βραβευμένου συγγραφέα Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη σε σκηνοθεσία Ευθύμη Χρήστου.
Πρόκειται για ένα έργο που εστιάζει στην απόφαση μιας γυναίκας να αφήσει την πόλη και να εγκαταλείψει τον άρρωστο σύζυγό της για να εγκατασταθεί στην ύπαιθρο, σε ένα μικρό χωριό, στο πατρικό της -κληρονομιά του αδερφού της που ζει χρόνια στο εξωτερικό. Μόλις όμως φτάνει εκεί, διαπιστώνει πως στο σπίτι μένουν άλλοι και συγκεκριμένα μια τετραμελής οικογένεια: δυο νεαροί γονείς με δυο μικρά παιδιά.
Κι ενώ η ηρωίδα στην αρχή ξαφνιάζεται, φοβάται, καλεί την αστυνομία, απειλεί, στη συνέχεια συμβιώνει με τους άλλους, κατ αυτήν εισβολείς στο πατρικό της, δένεται μαζί τους τόσο, ώστε πλέον η σχέση αυτή της απλής καθαρά προσωρινής συγκατοίκησης να μεταβάλλεται σε σχέση εξάρτησης και η ηρωίδα να μην αντέχει ακόμη και στην ιδέα πως οι άλλοι κάποια στιγμή, η οποία και γρήγορα έρχεται, θα φύγουν από κοντά της και θα μετακομίσουν σ άλλη πόλη ή σε άλλο σπίτι. Μέσα απ αυτήν την συγκατοίκηση ανακαλύπτονται κρυμμένα καλά μυστικά, αποκαλύπτονται πράξεις κι ενοχές που καθιστούν τους ανθρώπους άλλοτε έρμαια των παθών τους κι άλλοτε έλλογα όντα που παίρνουν τις τύχες στα χέρια τους έπειτα από εσωτερική πάλη με τον εαυτό τους και τους άλλους γύρω τους .
Στην παράσταση που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αμαλία στα θετικά (+) οπωσδήποτε κατατάσσουμε την εξαιρετική ερμηνεία της Μαρίας Ζορμπά στο ρόλο της ηρωίδας που αναζητά έναν χώρο μακριά απ όλους κι όλα και βρίσκεται ξένη μέσα στο ίδιο της το σπίτι με ανθρώπους που χουν ανακαλύψει στις γωνιές του τα δικά της καλά κρυμμένα μυστικά. Παράλληλα στην πορεία εμφανίζονται απ το παρελθόν μορφές συγγενικών ανθρώπων που την καθιστούν εύθραυστη ύπαρξη ή μάζα σαν από λάσπη όπου ο καθένας μπορεί να την πλάσει σε ό,τι εκείνος θέλει. Η Ζορμπά καταφέρνει να μας φέρει στη δική της θέση και μαζί της βήμα -βήμα να οδηγηθούμε στη λύση του δράματος, στη λύτρωσή της από δεσμούς του παρελθόντος που τη στοιχειώνουν και στην ανακάλυψη της αλήθειας που τις περισσότερες φορές οδηγεί και σε παράξενες συμπεριφορές, ενίοτε και δικαιολογημένες .
Με θετικό πρόσημο και η σκηνική παρουσία του Χρήστου Καπενή στον ρόλο του άντρα-εισβολέα στο πατρικό της ηρωίδας που με τη σταθερή, ήρεμη, ενίοτε ερωτική φωνή του, μετατρέπει την ηρωίδα σε υποχείριό του κι από άστεγος-οικογενειάρχης μετατρέπεται σε θύτης που απαιτεί, σχεδιάζει, ονειρεύεται και καταφέρνει πράγματα .
Η σκηνοθετική ευρηματικότητα του Ευθύμη Χρήστου προχωρά την εξέλιξη του έργου χωρίς να χρησιμοποιεί τη δοκιμασμένη συνταγή της εναλλαγής των χρονικών επιπέδων μπροστά στους θεατές αλλά με τους ήρωες να βρίσκονται πίσω απ τις κουρτίνες, σ άλλα δωμάτια, στην αυλή και εμείς, ως αυτόπτες μάρτυρες, ταυτόχρονα να ακούμε τους διαλόγους και τις μυστικές τους αποφάσεις καθώς οι σκιές τους κάποιες φορές διαγράφονται πίσω απ τα υφάσματα ή υπό το ημίφως με τη χρήση αναμμένων κεριών.
Κι ενώ κι η επιλογή της μουσικής και των ήχων δένουν απόλυτα στο δυνατό ψυχογραφικό προφίλ του έργου προσδίδοντάς του κάποιες φορές και στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ, το συνεχόμενο σκοτεινό σκηνικό για 75 λεπτά χωρίς διάλειμμα με ένα υπερβολικά χαμηλό φως σε συνάρτηση με την απουσία σκηνικών: ένα τραπέζι με καρέκλες και μια πολυθρόνα με ένα τηλέφωνο εποχής, που συνεχώς μαζεύονται και ξαναστήνονται στο ρου της ιστορίας, κουράζουν τον θεατή και ίσως αυτό το μονότονο χαμηλό φως στερεί τις αρετές του έντονου δυστοπικού έργου που ούτως ή άλλως ως κείμενο είναι «Η Λάσπη».
Στα αρνητικά (-) και η ερμηνεία της Μιράντας Ζησιμοπούλου στον ρόλο της γυναίκας που χει εισβάλλει με την οικογένεια της στο σπίτι, τόσο για τη γρήγορη εκφορά των λέξεων που στις πίσω σειρές δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε όσο και για την απόδοση του κειμένου σε στιγμές όπως: όταν διαπιστώνει την απιστία του συζύγου της με την ηρωίδα, ένα ερωτικό τρίγωνο που σαν αποκαλύπτεται η ίδια ερμηνευτικά το μεταδίδει με μια επίπεδη προσέγγιση ως μια αναμενόμενη απιστία που την περίμενε και με μια διεκδίκηση του άνδρα της χωρίς ίχνος έντασης .
Γενικά (=), πρόκειται για μια καλή παράσταση τέτοιου είδους δυστοπικών κειμένων όπου ο θεατής προβληματίζεται για το πόσο εφικτό είναι να βρεθεί κι αυτός στους ιστούς μιας τέτοιας υπόθεσης και να σταθεί στη ζωή του προ εκπλήξεως με καταστάσεις όπου οι σχέσεις των ανθρώπων, όταν εισρέουν τα παιχνίδια της εξουσίας, της ιδιοκτησίας, του απαγορευμένου έρωτα και των εμμονών, μπορούν απ τη μια στιγμή στην άλλη να αλλάξουν ή να διαλυθούν.
Κι αυτό ο Ευθύμης Χρήστου το καταφέρνει καλά: μαζί με την ηρωίδα μέσα από τις βασανιστικές εσωτερικές αναζητήσεις της, με τους συμβολικούς συνειρμούς, με την χρήση της εξωτερικής εστίασης και σε κάποιες στιγμές και με τις σκληρές φαντασιώσεις της, να οδηγήσει και τον Θεατή στην κάθαρση.
Βαθμολογία: 6/10