«Η κωμωδία του Αυτόχειρα»: Μια παράσταση ουσίας που υπονόμευσε τον εαυτό της! Είδαμε την τελευταία παράσταση στο Βασιλικό & σχολιάζουμε…
Πιθανόν να αναρωτηθεί κάποιος «πώς γίνεται μια παράσταση να υπονομεύει τον εαυτό της;» Η απάντηση είναι απλή και παραπέμπει στο απλοϊκό «της αγελάδας που παράγει άφθονο, θρεπτικό γάλα και κάνει μια.. έτσι με το πόδι και χύνει την καρδάρα» με όλη τη σοφία της αλληγορίας! Που μεταφραζόμενο εν προκειμένω σημαίνει ότι μια παράσταση που είχε όλα τα προσόντα να λάμψει, κατάφερε με πολλούς τρόπους να τα… «σαμποτάρει»! Ο λόγος για την παράσταση «Η κωμωδία του Αυτόχειρα» από το ΚΘΒΕ που προλάβαμε μόλις στην «εκπνοή» της, την τελευταία μέρα. Ένα έργο του Νικολάϊ Έρντμαν, γραμμένο το 1928, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Ρήγα που παρακολουθήσαμε στο Βασιλικό Θέατρο. Στο σχεδόν κατάμεστο ομολογούμε θέατρο, παρά το τσουχτερό κυριακάτικο κρύο, ίσως λόγω της τελευταίας παράστασης.
Πρόκειται για μια πικρή κωμωδία που αποτυπώνει τη ζωή της Ρωσίας μια δεκαετία μετά την Επανάσταση, με κεντρικό ήρωα έναν απελπισμένο άνεργο και τον στενό περίγυρό του, την γυναίκα και την πεθερά του. Η ανέχεια και τα αδιέξοδα που βιώνει, δίνουν παραπλανητικά την εντύπωση ότι πρόκειται να αυτοκτονήσει, μια απόφαση που ουδέποτε έλαβε αλλά ως ιδέα φαντάζει για πολλούς «ελκυστική» και θα φέρει απρόσμενες ανατροπές στη ζωή του. Καθώς θα τον προσεγγίσουν απίθανοι εκπρόσωποι της διανόησης, του εμπορίου, της τέχνης, της εκκλησίας, αλλά και μεμονωμένοι σε προσωπικό επίπεδο, προσπαθώντας να τον πείσουν για τον ηρωισμό, την αίγλη, τη σπουδαιότητα της αυτοχειρίας του, προκειμένου να την εκμεταλλευτεί ο καθένας για τους δικούς του ιδιοτελείς σκοπούς σε μια ανήθικη, κωμικοτραγική δοσοληψία. Ο ίδιος πελαγωμένος, φλερτάρει πλέον με την ιδέα του «σημαντικού» θανάτου του σε σχέση με την «ασήμαντη» ζωή του, ωστόσο η αγάπη για τη ζωή, περνώντας από περιπέτειες, δείχνει να υπερισχύει, αν και… τίποτα δεν είναι σίγουρο στον τραγικά/ κωμικά παράλογο κόσμο…
Ομολογουμένως το πλέον δυνατό σημείο της παράστασης (+) είναι το ίδιο το έργο και αξίζουν συγχαρητήρια για την επίκαιρη επιλογή του.
– Ένα έργο με σπουδαίες αρετές, ξεκινώντας από το τολμηρό- επικίνδυνο για την εποχή του θέμα, που βέβαια ο συγγραφέας διαβάζουμε ότι πλήρωσε με εξορία στη Σιβηρία. Διότι εμβαθύνει με ευθυκρισία και σοκαριστική ειλικρίνεια στα αδιέξοδα της μετεπαναστατικής Ρωσίας, σατιρίζοντας πανέξυπνα το καθεστώς και τις τραγικές συνέπειες στη ρώσικη κοινωνία, άλλοτε με χιούμορ καυστικό, άλλοτε με εύστοχες αλληγορίες κι άλλοτε με ρεαλισμό αφοπλιστικό, μέσα από το εμπνευσμένο συγγραφικό εύρημα της υποθετικής αυτοχειρίας. Μια εξαιρετική, ιστορική «ηθογραφία» της εποχής, που ωστόσο συχνά αναπαράγεται με διαφορετικές ή καλυμμένες μορφές, καθώς οι αξίες που διαπραγματεύεται το έργο παραμένουν διαχρονικές και ένεκα τούτου πάντα επίκαιρες.
Εκτός όμως από το δυνατό θέμα καθεαυτό και τον ευφυή χειρισμό του- κυρίως μέσω ανατρεπτικής σάτιρας – επιπλέον είναι διακριτές οι θεατρικές αρετές του κειμένου, με ολοκληρωμένη δομή, σύνθετη και ενδιαφέρουσα πλοκή, πολλαπλά καθαρά μηνύματα, εξαιρετικά δομημένους χαρακτήρες, ευρηματικές ατάκες. Ένα έργο με συμπυκνωμένη ουσία, πολλές «αναγνώσεις» και βαθύ περιεχόμενο που επιχειρεί με τρόπο ευφάνταστα κωμικοτραγικό να αποδομήσει συγκεκριμένα στερεότυπα και να κεντρίσει τη σκέψη σε επίπεδο πέραν του προφανούς και πέραν του εύκολου γέλιου. Με κεντρικό πυρήνα τον απλό, αυτόνομο, αιώνιο Άνθρωπο.
– Στα θετικά της παράστασης θα καταχωρίσουμε σε… πρώτη φάση τις περισσότερες ερμηνείες των πολυπληθών ηθοποιών, καθώς σε γενικές γραμμές το ταλέντο, η εμπειρία και η σκηνική τους άνεση, υπερκάλυψαν τις απαιτήσεις των ρόλων. Τόσο οι βασικοί ήρωες, όσο και οι περιφερειακοί ως μέλη της υπάρχουσας κοινωνίας, λειτουργώντας ενίοτε ως βοηθητικές φιγούρες ή ιδιότυποι «σχολιαστές», απέδωσαν φιλότιμα και πειστικά το πνεύμα της σκηνοθεσίας… άσχετα αν αυτό απείχε από το πνεύμα του έργου. Ωστόσο από τον κεντρικό ήρωα Ταξιάρχη Χάνο μέχρι τον… 24ο νεαρό ηθοποιό, όλοι κατέθεσαν περίσσεια ενέργεια στη σκηνή, ειδικά τα νεώτερα μέλη με έντονη κινησιολογία, φωνητικά, γρήγορες εναλλαγές σκηνικού, χορευτικά κλπ. Βεβαίως υπάρχουν και ενστάσεις που θα αναφερθούν στη συνέχεια.
– Εύστοχη, έξυπνη και στη σωστή δοσολογία η μουσική της παράστασης που υπογράμμισε τη δραματουργία στα κατάλληλα σημεία, απολύτως ταιριαστά τα κοστούμια που ξέφυγαν από το αυστηρό στυλ της εποχής και απέδωσαν πειστικά και διαχρονικά το «στερεότυπο» κάθε ήρωα, ωραίοι και λειτουργικοί οι φωτισμοί τόνισαν τη θεατρική ατμόσφαιρα κι όσο για τα σκηνικά με τις θεαματικές αλλαγές, εντυπωσιακά μεν, αλλά για… άλλο έργο!
Διότι στο συγκεκριμένο έργο οι επιμέρους ενστάσεις (-) μπορούν να συνοψιστούν σε μία βασική:
– Αυτή που ακούει στο όνομα «πλεονασμός» στον υπερθετικό βαθμό! Είναι φανερό ότι ο σκηνοθέτης Γιάννης Ρήγας δεν είναι σε καμία περίπτωση οπαδός του «ουκ εν τω πολλώ το ευ, αλλά εν τω εύ το πολύ»! Διότι ενώ είχε στα χέρια το «ευ»- ένα έργο αξιόλογο με μεστό και ουσιαστικό λόγο- επέλεξε το «πολύ», φορτώνοντάς το σε βαθμό να μην μπορεί να ανασάνει… Με συνέπεια να υποβαθμιστεί η σημαντική ουσία μέσα στον περιττό εντυπωσιασμό. ΓΙΑΤΙ άραγε θεώρησε σκόπιμο να αποδώσει ένα ευφυές, ήδη περιεκτικό και πολυσύνθετο έργο με τόσο θορυβώδη σκηνοθεσία; Τί πρόσφεραν οι υπερβολές σε όλα τα επίπεδα; Οι συνεχείς αναίτιες τσιρίδες, οι κουραστικοί, ψεύτικοι θρήνοι, τα τραβηγμένα ξεφαντώματα, τα φαντασμαγορικά σκηνικά, οι σουρεαλιστικές- γκροτέσκο παρεμβάσεις- μέχρι ξεκάρφωτο γυμνό!, το γενικό ξεχείλωμα;
Μια πραγματικά ατυχής σκηνοθεσία εν προκειμένω, που όχι μόνο κατάπιε ένα δυνατό έργο, αλλά μαζί παρέσυρε και τις δικές της επιμέρους αρετές, όσον αφορά στον ζωντανό ρυθμό, τις ωραίες αισθητικά εικόνες, την ατμόσφαιρα… Γιατί χωρίς αίσθηση του μέτρου και χωρίς κατανόηση του πνεύματος του συγγραφέα, είναι μοιραία τα «ολισθήματα». Η προσπάθεια να χωρέσεις τα ΠΑΝΤΑ – πρόσωπα, κίνηση, σκηνικά, αλλαγές, αστεία, χορούς… – σε ένα έργο που ΔΕΝ τα έχει ανάγκη γιατί είναι αυθεντικά αυτάρκες … η προσπάθεια να «εκβιάσεις» με φτηνές σαχλαμαρίτσες το χάχανο όταν το κείμενο παρέχει ευφυές γέλιο… η πρσπάθεια να προσθέσεις «μοντερνιά» όταν φαντάζει ως ξένο σώμα… απλά σαμποτάρουν ολόκληρη την παράσταση. Που ενώ αρχικά απολαμβάναμε, γρήγορα μας κούρασε, κάνοντας υπομονή μέχρι το ανούσιο ξεχείλωμα των 2,5 ωρών.
– Σε σχέση με τις ενστάσεις μας σε επίπεδο υποκριτικής θα σταθούμε σε δύο- τρία σημεία: το πρώτο αφορά στην προβληματική εκφορά του λόγου (και όχι άρθρωση) του Ταξιάρχη Χάνου, της γυναίκας του και δυο- τριών ακόμη, με αποτέλεσμα να χάνουμε τα μισά λόγια. Το δεύτερο- που δεν ξέρουμε αν σχετίζεται με τη «χαλαρότητα» της τελευταίας παράστασης- αφορά στην αντιμετώπιση του πρωταγωνιστικού ρόλου από τον ταλαντούχο ηθοποιό με δόσεις… αταίριαστης ελαφρότητας; Βαρεμάρας; Ισοπέδωσης; Πάντως «κάτι» έξω από το ρόλο μας ξένισε δυσάρεστα. Και βέβαια το σύνολο των άξιων ηθοποιών έπεσαν θύματα της σκηνοθετικής υπερβολής, αγγίζοντας κάποιοι ρόλοι τα όρια της καρικατούρας και κάποιες κωμικές στιγμές τα όρια της γελοιότητας.
.
Εν κατακλείδι (=) βρίσκουμε άδικο να υποβαθμίζεται ένα αξιόλογο έργο ουσίας που τόσο εύστοχα επιλέχθηκε με ακατάλληλους σκηνοθετικούς χειρισμούς, ίσως με το σκεπτικό να υπηρετήσει το πνεύμα των μεγάλων παραγωγών του ΚΘΒΕ, που το συγκεκριμένο ουδόλως είχε ανάγκη. Ωστόσο εμείς κρατάμε την ουσία του και ξεχνάμε τις αστοχίες…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
5,5 στα 10
.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό