Η Φιλιώ και η Κατερίνα πάνε θέατρο
Γράφει η Νέλη Βυζαντιάδου για την Κουλτουρόσουπα
‘Απαγορεύεται η μουσική; Και γιατί απαγορεύεται η μουσική; Δηλαδή δεν θα έχει μουσική αυτό το έργο; Νέλη, πόσοι ηθοποιοί θα είναι;’, με ρωτούσαν διαρκώς η Φιλιώ και η Κατερίνα μπαίνοντας στο θέατρο Αυλαία για να παρακολουθήσουμε την ομότιτλη παράσταση. Δεν είχα απαντήσεις. Δεν ήξερα τι θα βλέπαμε. Αυτό που ήξερα, όμως, ήταν ότι θα γεμίζαμε από ερεθίσματα για σκέψη και μου αρκούσε. Με το που είδαμε το σκηνικό, καταλάβαμε ότι αυτό που θα ακολουθούσε θα είχε πολύ ενδιαφέρον. Κι έτσι έγινε. Σε λίγη ώρα βρεθήκαμε μικροί και μεγάλοι θεατές αυτόπτες μάρτυρες μιας συνέλευσης στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Τι πρωτότυπο θέμα, σκέφτηκα. Κάτι τόσο γνώριμο – μια που όλοι μας έχουμε βρεθεί έστω και μια φορά σε συνέλευση πολυκατοικίας – μα και τόσο ασυνήθιστο για θέμα παράστασης.
Συνέχισα να σκέφτομαι πως η πολυκατοικία, που υπήρχε μπροστά μας, θα μπορούσε να είναι άνετα μια μικρογραφία της κοινωνίας στην οποία ζούμε και οι ένοικοί της, χαρακτήρες που συναντάμε εκεί έξω ή που είμαστε κι εμείς οι ίδιοι σαν αυτούς. Ο σκηνοθέτης της παράστασης Χάρης Θώμος συμφωνεί πως πράγματι η πολυκατοικία στην παράσταση λειτουργεί σαν μια μικρογραφία της κοινωνίας. Είναι ένας κοινός χώρος όπου όλοι συνυπάρχουν – αλλά όχι απαραίτητα μαζί – με βασικό λόγο συνάντησης τη συνέλευση των ενοίκων. Άλλοι κουβαλούν μια μεγαλομανία, άλλοι μια ελαφρότητα, άλλοι μια σύνεση, άλλοι μια μαγεία και μια πονηριά. Όλοι τους πάντως φέρουν τις ζωές τους τις οποίες βλέπουμε από μικρές συνήθειες που ορίζουν τη συλλογική πραγματικότητα. Αυτό, κατά τη γνώμη του, είναι το βασικό μήνυμα. Ότι στην κοινωνία είμαστε μαζί και μόνοι. Ο καθένας με το δικό του τρόπο. Μοναδικές μονάδες που συνθέτουν ένα ζωντανό μωσαϊκό που το αφήνουμε να αναπνεύσει, ζει και εξελίσσεται. Το μήνυμα που περνά στο κοινό – και ειδικά στα παιδιά – είναι φωτεινό και απλό: η συνύπαρξη δεν σημαίνει να μοιάζουμε αλλά να χωράμε ο ένας τον άλλον. Όταν ανοίγουμε χώρο για τον άλλο, ο κόσμος γίνεται πιο ζωντανός, πιο ανθρώπινος και τελικά λιγότερο μόνος.
Από τους πρωταγωνιστές του έργου ξεχωρίζει αμέσως ο κύριος Ευδαίμων, ο οποίος κάνει τα πάντα για να αποδείξει το ακριβώς αντίθετο του ονόματός του. Αν και η λέξη ‘ευδαίμων’ παραπέμπει στην ευτυχία, ο πρωταγωνιστής δεν δείχνει ευτυχισμένος ή μάλλον δείχνει να φοβάται να βγει από τα γνωστά και ασφαλή ύδατα στα οποία ζει και να μη θέλει να δοκιμάσει να αφεθεί στην ευτυχία της μουσικής. Πόσοι μοιάζουν με τον ήρωα αυτό και τι χάνουν από τη ζωή τους; Ο κύριος Ευδαίμων, σύμφωνα με τον κύριο Θώμο, είναι ένας άνθρωπος που στο παρελθόν έχει πληγωθεί και μέσα από αυτό το τραύμα γεννιέται η άμυνά του και συνάμα ο φόβος του. Δεν φοβάται τη φασαρία και τη μουσική καθαυτή, αλλά ό,τι μπορεί να του διαταράξει την αίσθηση ελέγχου και ασφάλειας που έχει χτίσει γύρω του. Η σιωπή και οι κανόνες λειτουργούν γι’ αυτόν σαν καταφύγιο, έστω κι αν αυτό το καταφύγιο είναι μοναχικό και χτίζεται σε έναν σιωπηλό κόσμο. Πολλοί μοιάζουν με τον ήρωα αυτό – μικροί και μεγάλοι. Όταν περιχαρακωνόμαστε στον εαυτό μας και φοβόμαστε να ανοιχτούμε στο καινούργιο ή στον άλλον, χάνουμε δύο βασικά πράγματα: τη χαρά και την επαφή. Και αυτά τα δύο είναι βαθιά συνδεδεμένα. Η χαρά γεννιέται μέσα από την σχέση, από την αλληλεπίδραση και φυσικά μέσα από το μοίρασμα.
Δεν είναι μόνο ο Ευδαίμων που τραβά την προσοχή μας αλλά και ο Αχιλλέας που έρχεται στην πολυκατοικία φέρνοντας τη μουσική. Με το που φέρνει τη μουσική, φέρνει ουσιαστικά έναν νέο αέρα και μια διαφορετική οπτική. Τρομάζει το καινούργιο. Τρομάζει και απωθεί, διαπιστώνω παρακολουθώντας τη μία σκηνή μετά την άλλη. Και για να το διαχειριστεί ο διαχειριστής, μηχανεύεται διάφορους τρόπους. Τι συμβολίζει τελικά η μουσική και πώς φτάνει αυτός ο συμβολισμός κάτω στο κοινό; ‘Η μουσική στην παράσταση δεν συμβολίζει μόνο την τέχνη ή τον ήχο. Συμβολίζει την ίδια τη χαρά, το καινούργιο, το διαφορετικό, αυτό που έρχεται να ταράξει μια ισορροπία που μπορεί να μοιάζει ασφαλής αλλά στην πραγματικότητα είναι εύθραυστη. Είναι η παρουσία του άλλου, που με την απλή του ύπαρξη μας καλεί να επαναπροσδιορίσουμε τα όριά μας. Ο Αχιλλέας δεν έρχεται για να προκαλέσει αλλά για να υπάρξει όπως είναι και τελικά να γίνει φίλος με όλους. Και αυτό ακριβώς είναι που τρομάζει τον Ευδαίμονα που μηχανεύεται τρόπους για να ελέγξει την κατάσταση, όχι από κακία, αλλά από αδυναμία να διαχειριστεί το άγνωστο και το ότι ο τοίχος που έχει κλείσει τον εαυτό του έχει αρχίσει να αποκτά ρωγμές. Η μουσική γίνεται έτσι ένας καθρέφτης: φέρνει στην επιφάνεια φόβους, αντιστάσεις, αλλά και τη δυνατότητα της αλλαγής. Αυτός ο συμβολισμός φτάνει στο κοινό με άμεσο και βιωματικό τρόπο. Τα παιδιά δεν τον ‘ακούν’ θεωρητικά – τον ζουν. Μέσα από τον ρυθμό, το χιούμορ, το τραγούδι και τη μουσική καταλαβαίνουν ότι το διαφορετικό μπορεί να τρομάζει στην αρχή αλλά συχνά κρύβει χαρά, επικοινωνία και μια νέα μορφή συνύπαρξης. Και εκεί ακριβώς γεννιέται το πιο αισιόδοξο κομμάτι της ιστορίας΄, εξηγεί ο σκηνοθέτης.
Του ζητώ να ξεχωρίσει την πιο δυνατή, κατά τη γνώμη του, σκηνή της παράστασης και να την σχολιάσει. Εκείνος διαλέγει ως πιο δυνατή σκηνή τη στιγμή της συμφιλίωσης του Αχιλλέα με τον κύριο Ευδαίμονα. Εκεί όπου ο Ευδαίμονας, έχοντας πια συνειδητοποιήσει το κακό που προκάλεσε, κάνει μια ύστατη αλλά ουσιαστική μετατόπιση: στεναχωρημένος επιλέγει να τραγουδήσει για τον φίλο που έχασε. Το τραγούδι αυτό δεν είναι απλώς μια μουσική κορύφωση. Είναι η στιγμή που ο ίδιος σπάει τους κανόνες που είχε θέσει αλλά κυρίως τα δεσμά του φόβου που τον κρατούσαν φυλακισμένο για χρόνια. Δεν πρόκειται για μια εύκολη ή θεαματική λύτρωση. Είναι μια πράξη ευθραυστότητας, ένα άνοιγμα προς τον άλλον, μια ουσιαστική συγνώμη. Για τον κύριο Θώμο αυτή η σκηνή συμπυκνώνει όλη τη διαδρομή της παράστασης: την ιδέα ότι η αλλαγή δεν έρχεται μέσα από την επιβολή, αλλά μέσα από την παραδοχή, τη συγνώμη και την επιλογή της επαφής. Είναι μια στιγμή απλής, ανθρώπινης συμφιλίωσης και γι’ αυτό βαθιά συγκινητική.
Θέλω πολύ να μάθω τα πιο συνηθισμένα σχόλια που ακούνε μετά το τέλος της παράστασης ή τις απορίες που προκύπτουν στους θεατές. ‘Μετά το τέλος της παράστασης’, λέει, ‘αυτό που ακούμε πιο συχνά από τα παιδιά είναι πόσο πολύ τους άρεσε που η ιστορία είχε τόση μουσική. Μιλούν με ενθουσιασμό για τα τραγούδια, τον ρυθμό, το ότι ήθελαν να τραγουδάνε μαζί και να συνεχίσουν τη μουσική και έξω από την αίθουσα. Εντυπωσιάζονται από τα όργανα, που υπάρχουν επί σκηνής, και λατρεύουν το γεγονός ότι η Βιολέττα, ο Ερμόλαος και ο Αχιλλέας τα χρησιμοποιούν για να μας πουν την ιστορία. Και φυσικά μας λένε πόσο πολύ γέλασαν – το χιούμορ της παράστασης, οι καταστάσεις και οι χαρακτήρες τους μένουν έντονα – αλλά και πόσο συγκινήθηκαν. Πάρα πολλά παιδιά αλλά και πολλοί ενήλικες ξεχωρίζουν την κυρία Μενεξέ και τη θυμούνται για τις αστείες αντιδράσεις της, ενώ την ίδια στιγμή μας ρωτούν για τον Μάγο Φαλτσαδώρ: αν υπάρχει στ’ αλήθεια, αν είναι κακός και ποια η σχέση του τελικά με τον Ευδαίμονα. Αυτές οι ερωτήσεις δείχνουν πόσο ενεργά παρακολουθούν και πόσο μπαίνουν στο παιχνίδι της φαντασίας’. ‘Για μένα’, καταλήγει, ‘αυτός ο συνδυασμός – το γέλιο, η συγκίνηση, η μουσική και οι απορίες – είναι πολύ σημαντικός. Δείχνει ότι τα παιδιά δεν μένουν μόνο στη διασκέδαση, αλλά αρχίζουν να σκέφτονται, να φαντάζονται και να συζητούν. Κι όταν αυτό συμβαίνει με χαρά, τότε η παράσταση συνεχίζει να ζει και μετά το χειροκρότημα’.
Σκέφτομαι πως κατά τη διάρκεια όλης της παράστασης ξετυλίγονται και παρελαύνουν επί σκηνής έννοιες όπως η διαφορετικότητα, η συνύπαρξη, ο σεβασμός στα όρια των άλλων, η συνεργασία και η φιλία. Ο συνεντευξιαζόμενος τονίζει ότι όλες αυτές οι έννοιες δεν εμφανίζονται στην παράσταση ως θεωρία ή ‘μάθημα’ αλλά υπάρχουν μέσα στις σχέσεις των χαρακτήρων, στις συγκρούσεις και στις μικρές καθημερινές επιλογές τους. Η διαφορετικότητα, συνεχίζει, δεν παρουσιάζεται ως κάτι εξαιρετικό, αλλά ως κάτι απολύτως φυσικό – κάτι που υπάρχει ήδη και μας καλεί να το αποδεχτούμε. Η συνύπαρξη και ο σεβασμός στα όρια του άλλου δεν σημαίνουν να παραιτηθούμε από τον εαυτό μας αλλά να μάθουμε να μοιραζόμαστε τον ίδιο χώρο. Η συνεργασία και η φιλία έρχονται ως αποτέλεσμα αυτής της αποδοχής, όχι ως υποχρέωση. Κανείς δεν αλλάζει επειδή του το επιβάλλουν, αλλάζει όταν νιώθει ότι τον ακούν, τον χωρούν και τελικά τον αγαπούν. Αυτό που τους ενδιέφερε σκηνοθετικά ήταν να δείξουν ότι αυτές οι αξίες δεν είναι μεγάλες λέξεις, αλλά καθημερινές πράξεις. Και όταν παρουσιαστούν με μουσική, χιούμορ και τρυφερότητα, μπορούν να γίνουν βίωμα τόσο για τα παιδιά όσο και για τους ενήλικες.
Επιλέγω να ολοκληρώσω αυτήν τη συνομιλία προσκαλώντας τον κύριο Θώμο να μοιραστεί μαζί μας τουλάχιστον δύο λόγους για τους οποίους προτείνει τη συγκεκριμένη παράσταση σε γονείς που θα φέρουν τα παιδιά τους. Εκείνος λέει: ‘Θα πρότεινα τη συγκεκριμένη παράσταση για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι το χιούμορ και η μουσική. Τα παιδιά γελούν, συμμετέχουν και παρασύρονται από μια παράσταση γεμάτη τραγούδια, ρυθμό και ζωντάνια, όπου η μουσική δεν συνοδεύει απλώς τη δράση αλλά τη κινεί και τη μεταμορφώνει σε παιχνίδι. Ο δεύτερος λόγος είναι η ίδια η ιστορία. Μέσα από μια μαγική, αστεία και ταυτόχρονα συγκινητική αφήγηση για τη φιλία, την αποδοχή και τη συνύπαρξη, μικροί και μεγάλοι βρίσκουν σημεία ταύτισης και κοινό έδαφος. Δεν πρόκειται απλώς για μια παιδική παράσταση, αλλά για μια εμπειρία που μοιράζεται ολόκληρη η οικογένεια. Είναι από εκείνες τις στιγμές που το θέατρο γίνεται κοινό παιχνίδι και κοινό συναίσθημα για όλη την οικογένεια’.

Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα λάθος σύμφωνα με τον Φρήντριχ Νίτσε. Πράγματι η ζωή μας θα ήταν άδεια, κενή, βαρετή. Κι αυτό αναδείχθηκε με τον καλύτερο τρόπο σε αυτό το έργο. Όσο για τις μικρές φίλες μου έφυγαν ευχαριστημένες που στο τέλος η μουσική κέρδισε. Ευχαριστημένες και με ήρεμη ψυχή μια που η μουσική, όπως υποστηρίζει ο ΧένρυΜίλλερ, είναι το ανοιχτήρι της ψυχής.
Ραντεβού την επόμενη Παρασκευή με ένα καινούργιο άρθρο…η Φιλιώ και η Κατερίνα πάνε θέατρο και τους αρέσει πολύ!







