Hangover VI… Το μόνο θετικό στοιχείο οι ερμηνείες των Μάριου Αθανασίου και Πέτρου Λαγούτη.
Είδαμε + σχολιάζουμε
Η ιστορία του Hangover είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους από την ομώνυμη ταινία: Τέσσερις φίλοι ξυπνούν μετά το bachelor πάρτυ του ενός, χωρίς να θυμούνται τι συνέβη την προηγούμενη βραδιά και -το κυριότερο- έχοντας χάσει τον γαμπρό. Στην προσπάθεια τους να βρουν τον γαμπρό, ανακαλύπτουν τι έγινε τελικά το χθεσινό βράδυ, όταν άφησαν το δωμάτιο του ξενοδοχείου.
Στη θεατρική μεταφορά, το κείμενο του Μάνου Ψιστάκη τοποθετεί στη σουίτα του ξενοδοχείου και δυο ιερόδουλες με τον “μάνατζέρ ” τους, γεγονός που περιπλέκει ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Η μία εκ των δύο μάλιστα βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση στο πάτωμα του δωματίου, κάνοντας τους άλλους να πιστεύουν ότι είναι νεκρή. Οι τρεις φίλοι βρίσκονται στην κατάσταση απόλυτου πανικού.

Το μόνο θετικό στοιχείο (+) της συγκεκριμένης παράστασης αποτελούν οι ερμηνείες των Μάριου Αθανασίου και Πέτρου Λαγούτη. Δυναμικοί, με έντονη παρουσία επί σκηνής, προκαλούν αβίαστα το γέλιο. Η καλύτερη ίσως σκηνή του έργου είναι αυτή που οι δυο τους υποδύονται τους ομοφυλόφιλους: έχουν το απαραίτητο σκέρτσο και νάζι, έντονες και γρήγορες εναλλαγές καθώς και την απαιτούμενη σπιρτάδα, γεγονός που αποδεικνύει ότι δεν χρειάζονται ιδιαίτερα τρικ για να προκαλέσεις γέλιο.
Στα αρνητικά στοιχεία (-) της παράστασης συγκαταλέγεται αρχικά το ίδιο το κείμενο: Βωμολοχίες χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο και μια θεατρική μεταφορά χωρίς την απαραίτητη πρωτοτυπία και χωρίς την κατάλληλη δομή. Το πρόβλημα του τίθεται στο πρώτο τέταρτο του έργου, δεν είναι δυστυχώς τόσο ισχυρό για να υποστηρίξει μια δίωρη παράσταση.
Αρνητικό στοιχείο αποτελούν και οι ερμηνείες των Νικολέτα Καρρά, Χρήστου Τριπόδη, Βαγγέλη Αλεξανδρή, Μαρίας Χανιωτάκη και Αλεξίας Στολιδάκη, οι οποίες ήταν μάλλον διεκπεραιωτικές σε μια δύσκολη ομολογουμένως παράσταση.
Ιδιαίτερη περίπτωση αυτή του Σωτήρη Καλυβάτση, ο οποίος παρά την αμεσότητα του με το κοινό, υποδύεται μια καρικατούρα και εκβιάζει το γέλιο του θεατή. Υπερβολικές εκφράσεις και κινήσεις, βρίσιμο καθ όλη τη διάρκεια της παράστασης, με μόνο σκοπό να προκαλέσει το γέλιο.
Και η σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ρήγα δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Οι θεατές μαθαίνουν σταδιακά τι συνέβη χθες το βράδυ όχι από τον ζωντανό διάλογο των φίλων, αλλά από μια τηλεόραση τοποθετημένη στα αριστερά της σκηνής, η οποία μέχρι και το διάλλειμα δεν έχει συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης.
Επιπλέον, ο εξαιρετικά γρήγορος ρυθμός της παράστασης δεν αφήνει περιθώριο στους θεατές να περάσουν ομαλά από το ένα γεγονός στο άλλο. Μέχρι να σταματήσει το γέλιο από ολόκληρη την πλατεία, οι ηθοποιοί είχαν ήδη ξεστομίσει άλλες δυο ατάκες που προκαλούν γέλιο, με αποτέλεσμα η μισή αίθουσα να γελάει, και η άλλη μισή να μην έχει ακούσει τίποτα. Ακόμα, το κατέβασμα των ηθοποιών από την σκηνή σε ένα μέρος της πλατείας, και η επικοινωνία με τους θεατές που κάθονται μπροστά, δεν χρίζει και ιδιαίτερης εφευρετικότητας.
Σχετικά με τα κοστούμια της Μαρίας Καραπούλιου, δεν θα λέγαμε ότι πρόκειται για κάτι εντυπωσιακό αλλά ούτε και κάτι ιδιαίτερο. Το μόνο ίσως ατυχές γεγονός είναι ότι η Νικολέτα Καρρά σήκωνε ξανά και ξανά την μπλούζα της.
Συνοψίζοντας,(=)
η συγκεκριμένη παράσταση δεν είναι και από τις καλύτερες που θα μπορούσε να δει κανείς. Το κείμενο, ως στείρα αντιγραφή του σεναρίου της ταινίας δεν έχει δυστυχώς να προσφέρει κάτι παραπάνω από μια ταινία που έχουμε ήδη δει. Η σκηνοθεσία, κάνοντας χρήση παρωχημένων τρικ παραπέμπει δυστυχώς σε τηλεοπτικά σόου παλιότερων εποχών. Και οι ερμηνείες των ηθοποιών –με εξαίρεση τους Μ. Αθανασίου και Π. Λαγούτη- δεν ήταν ιδιαίτερα ζωντανές και εμπνευσμένες.
Βαθμολογία
4 στα 10.
Βίκη Φραγκούδη
BINTEO ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ
Φωτογραφικό υλικό