Η Άγκαθα Κρίστι για τη γράφουσα αποτέλεσε την πρώτη επαφή με την αστυνομική λογοτεχνία. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, πολύ Γιο Νέσμπο, πολλές σειρές και ταινίες με ανάλογο περιεχόμενο, όμως η Κρίστι αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο όλων αυτών που ακολούθησαν γι΄ αυτό και θεωρείται η «βασίλισσα του εγκλήματος». Έχει πουλήσει ένα δισεκατομμύριο βιβλία στην αγγλική γλώσσα και ακόμη ένα δις σε 103 άλλες γλώσσες παγκοσμίως. Το πιο γνωστό έργο της παραμένει το «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές»
Ανάμεσα στα 66 μυθιστορήματα, τις 14 συλλογές διηγημάτων και τα θεατρικά είναι και το μακροβιότερο έργο στην ιστορία του σύγχρονου θεάτρου, η Ποντικοπαγίδα. Ανέβηκε για πρώτη φορά το 1952 στο Βασιλικό Θέατρο του Νότιγχαμ και από τότε παίζεται χωρίς καμία διακοπή εδώ και 72 χρόνια.
Όπως προείπαμε αγαπάμε Άγκαθα, όμως δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε πως σε πολλά έργα της υπάρχουν κλισέ όπως ο αποκλεισμός φαινομενικά άγνωστων μεταξύ τους ανθρώπων ρε ερημικά αρχοντικά, φόνοι που γίνονται με κίνητρο την εκδίκηση και σκοπό την αποκατάσταση της ηθικής τάξης και πολλά άλλα.
Η Ποντικοπαγίδα κινείται σε παρόμοια μονοπάτια. Πρόκειται για ένα ψυχολογικό θρίλερ και αφορά στον αποκλεισμό εφτά ατόμων στον ξενώνα Μόνκσγουελ Μάνορ λόγω χιονόπτωσης. Παγιδευμένοι στην εξοχική κατοικία, αποκομμένοι από τον έξω κόσμο, χωρίς τρόπο επικοινωνίας ενώ παράλληλα ένας δολοφόνος βρίσκεται ανάμεσά τους . Στο έργο γίνονται φόνοι, είναι όλοι ύποπτοι όμως ανατρέπονται τα πάντα σε μια πλοκή που κρατάει σε αγωνία τον θεατή μέχρι τέλους.
Στην ελληνική θεατρική σκηνή εμφανίστηκε για πρώτη φορά από τον θίασο του Δημήτρη Παπαμιχαήλ το 1963. Έκτοτε έχει ανέβει πολλές φορές από διάφορους θιάσους πάντα χαίρει θερμής αποδοχής από το κοινό. Άλλωστε το όνομα της Άγκαθα Κρίστι αποτελεί πόλο έλξης.
Εμείς παρακολουθήσαμε την «Ποντικοπαγίδα» σε θεατρική απόδοση του Αντώνη Γαλέου και σε σκηνοθεσία και δημιουργική επεξεργασία της Κίρκης Καραλή στο θέατρο Κολοσσαίο.
Στη συγκεκριμένη προσαρμογή μεταφερόμαστε μια μέρα με πολύ χιόνι, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 (όταν δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα), σε μιαν απομονωμένη ελληνική πανσιόν. Εκεί, οκτώ άνθρωποι, που ο καθένας τους κρύβει κι από ένα μυστικό, είναι αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο να βρεθούν νεκροί, από άτομο που βρίσκεται ανάμεσά τους. Δε θα υπεισέλθουμε σε περισσότερες λεπτομέρειες για να μην αποκαλύψουμε στοιχεία της πλοκής και προδώσουμε τον δολοφόνο.
![](https://kulturosupa.gr/wp-content/uploads/2023/10/pontokopagia-3.jpg)
Ελένη Κρίτα
Πάμε να σχολιάσουμε τι είδαμε.
Στα θετικά(+) ξεχωρίσαμε:
Ο αριστοτεχνικός τρόπος που η συγγραφέας στήνει την πλοκή.
Η πολύ καλή μετάφραση και προσαρμογή στην ελληνική πραγματικότητα.
Ευφάνταστο και χαριτωμένο οι ήρωες να φέρουν τα πραγματικά ονόματα των ηθοποιών που τους υποδύονται. Τους έκανε πολύ οικείους στο κοινό.
Η χρήση στοιχείων πολύ χαρακτηριστικών για τη δεκαετία του ’90 όπως το να ακούγεται από την ανοιχτή τηλεόραση η Ασπασία της σειράς «Ντόλτσε Βίτα» να τραγουδάει «Μακαρένια».
Η σκηνοθετική αξιοποίηση της πλατείας. Έκανε τους θεατές μέρος της παράστασης.
Ο τρόπος εισόδου του κάθε ήρωα στην σκηνή και το στοπ καρέ πριν από την πρώτη ατάκα. Έδωσε κινηματογραφική πινελιά.
Η σκηνή του φόνου με το μπλακ άουτ.
Ο ρυθμός που ήταν αρκετά γρήγορος.
![](https://kulturosupa.gr/wp-content/uploads/2023/10/pontokopagia-1.jpg)
Παύλος Ευαγγελόπουλος
Η μουσική του Αντώνη Παπακωνσταντίνου συνέβαλε ουσιαστικά στη δημιουργία έντασης και αγωνίας που γενικά έλειψε από την παράσταση.
Τα φώτα της Μελίνας Μάσχα με τα φωτισμένα αντικείμενα, το ημίφως και τις εναλλαγές ενίσχυαν το κλίμα μυστηρίου.
Η κατασκευή-καναπές στα σκηνικά της Άσης Δημητροπούλου που θύμιζε ένα μεγάλο κομμάτι τυρί.
Τα κοστούμια της ίδιας αντιπροσώπευαν και την εποχή και τις προσωπικότητες των ηρώων.
Ο Παύλος Ευαγγελόπουλος, η Σαννυ Χατζηαργύρη, η Ελένη Κρίτα, ο Γιώργος Σοφκίτης κι ο Άγγελος Μπούρας κατάφεραν να δώσουν ουσιαστική υπόσταση στους ήρωες που υποδύθηκαν με φυσικότητα κι άνεση χωρίς υπερβολές. Ειδικά η Χατζηαργύρη και ο Μπούρας, των οποίων οι ρόλοι είχαν και κωμικά στοιχεία έδωσαν ζωντάνια και φρεσκάδα στην παράσταση.
![](https://kulturosupa.gr/wp-content/uploads/2023/10/pontokopagia.jpg)
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες η Πηνελόπη Αναστασοπούλου ήταν υπερβολική σε όλη τη διάρκεια
Στα αρνητικά(+):
Όταν παρακολουθείς ένα αστυνομικό μυστηρίου θέλεις το ανάλογο κλίμα, το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης έλειπε. Η σκηνοθέτης έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στο κωμικό στοιχείο, το οποίο πάντα είναι ευπρόσδεκτο καθώς το γέλιο αποτελεί μέρος όλων των εκφάνσεων της ζωή, όμως χάθηκε η ισορροπία με αποτέλεσμα να επικρατήσει αυτό. Το χιούμορ υπάρχει σε όλα τα έργα της Κρίστι, είναι όμως λεπτό, περισσότερο σαρκαστικό κι ειρωνικό. Ο τρόπος που το προσέγγισε η Καραλή ήταν περισσότερο χοντροκομμένος.
Πέρα από το μυστήριο και τον φόνο στο έργο γίνονται αναφορές στην παιδική κακοποίηση κι υπάρχουν στιγμές μεγάλης συγκίνησης που όμως δεν πέρασαν καθόλου στην πλατεία, ίσως επειδή προσεγγίστηκαν επιδερμικά.
![](https://kulturosupa.gr/wp-content/uploads/2023/10/pontokopagia-2.jpg)
Κωνσταντίνος Κάππας
Μεγάλο μείον κι η ασυνέπεια στη συμπεριφορά των χαρακτήρων. Για παράδειγμα ο ήρωας που υποδύεται ο Βαγγέλης Σαλευρής δεν παρουσιάζει στη διάρκεια της παράστασης κανένα ψίγμα βίαιης συμπεριφοράς, πόσο δε μάλλον προς τη γυναίκα του. Κάποια στιγμή όμως της «επιτίθεται» με την ίδια να φωνάζει «όχι πάλι» υπονοώντας ότι έχει ξανασκήσει βία πάνω της. Και στο τέλος είναι πάλι μέλι γάλα, ερωτευμένοι κτλ.
Το σκηνικό σ αυτά τα έργα είναι παραπάνω από απαραίτητο να είναι ρεαλιστικό. Δηλαδή ένα σαλόνι, χώρος υποδοχής βοηθάει να αισθανθεί ο θεατής μια κανονικότητα η οποία διαταράσσεται από τον φόνο. Εδώ το σκηνικό ήταν λιτό με ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα πέραν του τεράστιου καναπέ που έσπαγε σε κομμάτια για να δημιουργήσει το κλίμα δικαστηρίου κατά τις ανακρίσεις των ηρώων.
![](https://kulturosupa.gr/wp-content/uploads/2023/10/pontokopagia-7.jpg)
Σαννυ Χατζηαργύρη
Η Πηνελόπη Αναστασοπούλου η οποία παρά τις φιλότιμες προσπάθειες ήταν υπερβολική σε όλη τη διάρκεια, με σχεδόν μηδαμινή φυσικότητα. Στις σκηνές έντασης είχε κοφτές αναπνοές που επαναλαμβανόμενες κούρασαν.
Ο Βαγγέλης Σαλευρής ήταν αδιάφορος χωρίς να είναι κακός.
Ο Κωνσταντίνος Κάππας είχε μεν το απαιτούμενο πάθος αλλά υπήρχε μεγάλο πρόβλημα στην καθαρότητα του λόγου. Πολλές ατάκες χάθηκαν.
Συνοψίζοντας (=): Είδαμε μια παράσταση που προέβαλε περισσότερο τα κωμικά στοιχεία και λιγότερο το μυστήριο με αποτέλεσμα πολλές φορές να αναρωτηθεί κανείς σε πόση ώρα θα τελειώσει το έργο. Αν δουλεύονταν με μεγαλύτερη προσοχή οι στιγμές των ανατροπών και το βάθος των χαρακτήρων ίσως οι θεατές να κατάφερναν να αισθανθούν το κλίμα που η «Βασίλισσα των φόνων» ήθελε να δημιουργήσει.
Βαθμολογία:
5,6/10
–ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ
ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΝΤΙΚΟΠΑΓΙΔΑ