Είδε η Άννια Κανακάρη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Σε μια εποχή που οι καλές κωμωδίες τείνουν, δυστυχώς, να γίνουν είδος υπό εξαφάνιση, παρακολουθήσαμε στο θέατρο «Κολοσσαίον», την τελευταία δημιουργία των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου, «Για μια ζωή» .
Μια αξιόλογη δουλειά «παλαιάς κοπής»,με ένα εξαιρετικό καστ ηθοποιών, που, μετά από δύο χρόνιαεπιτυχημένων παραστάσεων στην Αθήνα, επισκέφτηκε την πόλη μας.
Η υπόθεση του έργου μας μεταφέρει στο Αίγιο εν έτει1943. Η Ζωή, μια όμορφη κοπέλα, που έχασε τον άντρα της, τον Γιάννη, στο αλβανικό μέτωπο, ετοιμάζεται να ξαναπαντρευτεί ένα νεαρό χωροφύλακα, τον Στράτο. Μαζί με την μητέρα της, την Μαρίκα, μένουν ακόμη στο σπίτι του Γεράσιμου, του πατέρα του αδικοχαμένου Γιάννη, που την αγαπά σας κόρη του και της δίνει την ευχή του να παντρευτεί τον καλό της. Ο Στράτος είναι αξιόλογο παιδί και… δεξιός, πράγμα σημαντικό για εκείνες τις ημέρες που ο εμφύλιος είναι στα σκαριά. Στο σπίτι μπαινοβγαίνουν η γειτόνισσά τους η Γαρυφαλλιά, γυναίκα ενός προδότη και συνεργάτη των Ιταλών και η κόρη της η Βούλα που περιμένει τον άντρα της να γυρίσει κι αυτός από τον πόλεμο. Και ενώ όλα φαίνονται να βαίνουν… «καλώς», ξαφνικά ένα βράδυ ο Γιάννης, που από λάθος δηλώθηκε νεκρός από τις αρχές, επιστρέφει στο σπίτι του και τότε…αρχίζουν τα ευτράπελα…
Στα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης συγκαταλέγεται καταρχάς το κείμενο των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου, δύο δημιουργών που εδώ και χρόνια έχουν βρει τη συνταγή της επιτυχίας, με τα έργα τους να ξεχωρίζουν, να βραβεύονται και κυρίως να κερδίζουν την αγάπη του κοινού. Το «Για μια ζωή» είναι μια πρωτότυπη ιστορία που αναφέρεται στην εποχή του 1940 αποτυπώνοντας πλήρως το στυλ και την ατμόσφαιρα της εποχής.Πρόκειται για μια ευρηματική, ευφάνταστη κωμωδία καταστάσεων και παρεξηγήσεων, με συνεχή απρόβλεπτα και με πανέξυπνους, καταιγιστικούς διαλόγους που προκαλούν αυθόρμητο γέλιο στους θεατές… ενίοτε μέχρι δακρύων. Οι διάλογοι είναι αληθινοί, καθημερινοί μα συνάμα τόσο αθώα αστείοι, που θυμίζουν παλιές καλές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Ίσως γι’ αυτό από την αρχή που βλέπει κανείς την παράσταση νιώθει μια οικειότητα, μια νοσταλγία και μια ζεστασιά που σπάνια οι σύγχρονες παραστάσεις αποπνέουν.
Σε επίπεδο σκηνοθεσίας, το έμπειρο δίδυμο απέδειξε για μια ακόμη φορά ότι μπορεί να στήσει μια παράσταση αξιώσεων, προσφέροντάς μας μια κωμωδία αυθεντικά χιουμοριστική, με άρωμα Ελλάδας, με απρόβλεπτα ευρήματα, συνεχείς εναλλαγές, με ρυθμό και ζωντάνια. Πρόκειται για μια γλυκιά, ευφυέστατη σκηνική απόδοση του πολύ έξυπνου κειμένου τους που αναδεικνύει στο έπακρον το κωμικό στοιχείο της υπόθεσης αλλά και τους απίθανους χαρακτήρες του. Αξίζει να σημειώσουμε την άψογη σκηνική καθοδήγηση των ηθοποιών, η χημεία μεταξύ των οποίων είναι από τα μεγάλα ατού της παράστασης, μαζί βέβαια με το ευρηματικά χιουμοριστικό κείμενο, δομημένο αποκλειστικά στις ατάκες που ανταλλάσσονται, χωρίς ίχνος από φτηνές βωμολοχίες, που αποτελούν δυστυχώς, ως επί το πλείστον, την μοντέρνα διάσταση του κωμικού.
Το καλαίσθητο, ρεαλιστικό σκηνικό της Μαρίας Φιλίππου μας μετέφερε επιτυχημένα στην Ελλάδα του ‘40, σε ένα καλοδιατηρημένο αρχοντικό, πλήρως εξοπλισμένο με αντικείμενα της εποχής. Ένα προσεγμένο περιβάλλον το οποίο σε συνδυασμό με τουςφωτισμούς του Χρήστου Τζιόγκαέκανε ακόμη πιο νοσταλγική την όλη ατμόσφαιρα. Στο ίδιο κλίμα και τα απόλυτα συμβατά με την υπόθεση κοστούμια της ΈβελυνΣιούπη. Το ταξίδι στο παρελθόν συμπλήρωσαν τα τραγούδια εκείνης της εποχής (κυρίως βαλσάκια), που ακούγονται στο τέλος κάθε σκηνής και προσδίδουν χαρακτήρα ρετρό στην όλη απόδοση. Ξεχωρίσαμε το μελωδικότατο «Για μας κελαηδούν τα πουλιά», που ξύπνησε μνήμες και πραγματικά μας συγκίνησε.
Και ενώ οι ερμηνείες και των έξι ταλαντούχων ηθοποιών ήταν αξιόλογες, την παράσταση έκλεψε το ζευγάρι των «συμπέθερων» που τόσο επιτυχημένα υποδύθηκαν η Σάρα Γανωτή και ο Αλέξανδρος Αντωνόπουλος. Οι ατάκες τους, ως Μαρίκα και Γεράσιμος, προσέφεραν άφθονο γέλιο και αποτέλεσαν ουσιαστικά τις πιο «δυνατές» στιγμές του έργου. Η συνεχής κόντρα, οι διαπληκτισμοί, τα ατελείωτα πειράγματα, τα «κοσμητικά επίθετα» που αφειδώς εκτόξευαν ο ένας στον άλλο κατέστησαν τις σκηνές τους πραγματικά ξεκαρδιστικές.Δύο ηθοποιοί με αστείρευτο ταλέντο και μεγάλη εμπειρία πουεπέδειξαν αφοπλιστική φυσικότητα, χιούμορ, άνεση και κυρίως μέτρο στις ερμηνείες τους, χωρίς υστερίες και υπερβολές.Αξίζει να αναφέρουμε ότι καταπληκτικές υπήρξαν και οι σιωπές τους αλλά και τα εκφραστικότατα βλέμματα που αντάλλασσαν μεταξύ τους, τα οποία προκαλούσαν, εξίσου με τους διαλόγους τους, το γέλιο των θεατών.
Η Δανάη Παππά, στον ρόλο της Ζωής, είχε μια πολύ καλή εμφάνιση ως η νεαρή χήρα που ενώ αποφασίζει να συνεχίζει τη ζωή της βρίσκεται ξαφνικά με δύο άντρες. Αν και λίγο αμήχανη αρχικά, βρίσκει τα πατήματά της και ερμηνεύει με συνέπεια και τρυφερότητα τον ρόλο της.
Ο Γιάννης Σίντος, ως Στράτος και ο Γιάννης Τσιμιτσέλης στον ρόλο του Γιάννη, έπεισαν ερμηνευτικά ως οι δύο σύζυγοι της Ζωής που εξακολουθούν να την αγαπούν και να την διεκδικούν παρά τα όσα συνέβησαν. Ερμήνευσαν τους ρόλους τους με μέτρο, δυναμισμό, χιούμορ και ζωντάνια.
Απολαυστική στην ερμηνεία της υπήρξεη Μαρία Φιλίππου, στον ρόλο της Γαρυφαλλιάς, της κουτσομπόλας γειτόνισσας, που γνωρίζει και σχολιάζει τους πάντες και τα πάντα. Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς και αστείους ήρωες του έργου που αποδόθηκε άψογα από την ταλαντούχα ηθοποιό.
Πολύ καλή εμφάνιση και από την Αναστασία Τσιλιμπίου, στον ρόλο της Βούλας,η ερμηνεία της οποίας έδωσε ζωντάνια και φρεσκάδα στην παράσταση.
Τέλος, σε μια τόσο προσεγμένη δουλειά, θεωρούμε πως παρέλκει η αναφορά οποιουδήποτε αρνητικού στοιχείου (-), καθώς τα λίγα πταίσματα» που θα μπορούσαμε να επισημάνουμε, κυρίως αναφορικά με τις ερμηνείες, δεν επηρέασαν την κατά τα άλλα θετικότατη, συνολικά, εντύπωση μας.
Συμπερασματικά (=) παρακολουθήσαμε μια ξεκαρδιστική, άκρως απολαυστική και γενναιόδωρα διασκεδαστική παράσταση, με άρωμα παλιού ελληνικού κινηματογράφου, στην οποία εκτιμήσαμε το αυθεντικό γέλιο, το έξυπνο σενάριο και τιςεξαιρετικά κωμικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών της.
Βαθμολογία: 7,3/10