599
			
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
			
            
				            
							                    
							        
    «ΦΑΟΥΣΤ»: Μια παράσταση δυνατή αλλά… αμφιλεγόμενη! ΕΙΔΑΜΕ χθες βράδυ στο Μέγαρο & ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΜΕ Α-Ν-Α-Λ-Υ-Τ-Ι-Κ-Α την παράσταση της εφετζούς ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ.
       Μιλώντας από οποιαδήποτε θέση για τον «Φάουστ», το «έργο ζωής» ενός κορυφαίου ευρωπαϊκού πνεύματος σαν τον Γκαίτε, μοιραία νιώθεις δέος. Διότι πρόκειται για έργο- ορόσημο που σημάδεψε το θέατρο, τη λογοτεχνία, τον φιλοσοφικό στοχασμό και έδωσε απεριόριστη «τροφή» για καλλιτεχνικές εκφράσεις σε όλα τα επίπεδα, πέρα από τις άπειρες αναλύσεις του περιεχομένου  και των συμβολισμών του. Ένα έργο περίπλοκο με πολυσύνθετη θεματολογία που ανατέμνει πολλά κομμάτια της ύπαρξης και σίγουρα αποτελεί πρόκληση για οποιονδήποτε δημιουργό. Εν προκειμένω είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης μια εκδοχή του «Φάουστ» μεταφρασμένη από τον Σπύρο Ευαγγελάτο, σκηνοθετημένη από την Κατερίνα Ευαγγελάτου και ως συμπαραγωγή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά με τον Γιώργο Λυκιαρδόπουλο.
       Παρότι πασίγνωστος ο μύθος, εμπνευσμένος πιθανότατα από υπαρκτό «σκοτεινό» πρόσωπο, οφείλουμε ωστόσο να τον θυμίσουμε. Η δράση ξεκινά με τον μονόλογο του Φάουστ – χωμένον στα βιβλία του- να εκφράζει το «ανικανοποίητο» της ύπαρξής του. Όπου πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του, αν και συσσώρευσε άπειρη γνώση, δεν κατάφερε  να γνωρίσει το πραγματικό νόημα της ζωής. Τούτη την κρίσιμη στιγμή θα εμφανιστεί ο Διάβολος στο πρόσωπο του Μεφιστοφελή, που θα του προσφέρει την ποθούμενη δυνατότητα, μέσω μιας ιδιότυπης συμφωνίας. Θα ζητήσει την ψυχή του Φάουστ ως αντάλλαγμα δυνατών εμπειριών χωρίς όρια, απολαύσεων μέσω χαράς αλλά και οδύνης, αφού προηγουμένως τον επαναφέρει «μαγικά» στη νεότητα. Ο Φάουστ συμφωνεί ότι αν νιώσει πραγματικά ευτυχισμένος θα του παραδοθεί και από αυτό το σημείο ξεκινά αρχικά η συμπόρευσή του με το δαιμονικό alter ego του στο πρόσωπο του Μεφιστοφελή, για την κατάκτηση του «νοήματος της ζωής» μέσω  αχαλίνωτων απολαύσεων. Αποπλανώντας όμως την αθώα 16χρονη Μαργαρίτα, που η σχέση τους θα την οδηγήσει σε τραγικό τέλος, ο Φάουστ θα βιώσει επώδυνα τον διχασμό ανάμεσα στη φωτεινή και τη σκοτεινή/διαβολική του πλευρά…
       Ίσως είναι περιττό να πούμε ότι μια παράσταση που πραγματεύεται αυτό το κορυφαίο έργο (+) ήδη ακουμπά σε ένα.. βράχο γρανιτένιο!
.
–        Ένα έργο εφάμιλλο των αρχαίων τραγωδιών με πολύ πιο σύνθετη δομή και αξεπέραστη εμβέλεια, που το υπαρξιακό του υπόβαθρο θα απασχολεί διαχρονικά. Καθώς στον πρωταρχικό του πυρήνα δεσπόζουν η αιώνια/ πρωτόγονη πάλη «καλού» και «κακού» ως φωτεινές ή σκοτεινές εκδοχές του ίδιου ατόμου που δεν θα πάψει ποτέ να αναζητά την ουσία της ύπαρξης μέσα από διαδρομές ζωτικές… «Θέλω να βυθιστώ στον ίλιγγο, στις απολαύσεις που χαρίζει η οδύνη, στο μίσος του αγαπά, στην πυρκαγιά που δροσιά δίνει»  θα κραυγάσει ο ήρωας και όλοι εμείς δεν μπορούμε παρά να υποκλιθούμε στο μεγαλείο του λόγου και της έμπνευσης ενός σπουδαίου πνεύματος. 
Που με έντονη ποιητικότητα, βαθύτατο φιλοσοφικό στοχασμό, απαράμιλλη θεατρικότητα, ανασύρει ουσιαστικές ανθρώπινες αγωνίες, πάθη και συναισθήματα.  Ενσωματώνοντας παράλληλα στην πλοκή αξίες και στερεότυπα μιας εποχής, που σε συμβολικό επίπεδο έχουν διαρκή αναφορά, έστω και με αλλοιωμένη όψη. Ένα κείμενο/ ποίημα αριστουργηματικό και με φράσεις- διαμάντια που το συγγραφικό του εύρημα για την «διαβολική συμφωνία» θα παραμένει εμβληματικό για τα θεατρικά χρονικά και όχι μόνο… Μεταφρασμένο εξαιρετικά από τον Σπύρο Ευαγγελάτο, με ποιητικό ρυθμό σε έναν ρέοντα, ζωντανό λόγο, πλήρη ακουστικής αρμονίας.
–        Όσον αφορά στις επιδόσεις των ηθοποιών… οι εντυπώσεις είναι θετικές. Θαυμάσαμε την εξαιρετική εκφορά του λόγου του Νίκου Κουρή στο ρόλο του Φάουστ, σε αντίθεση με την προβληματική του Αργύρη Πανταζάρα στο ρόλο του Μεφιστολή, του οποίου αρκετές φράσεις χάνονταν. Δεν βοηθά είναι αλήθεια και η κακή ακουστική του χώρου που έχουμε εντοπίσει αρκετές φορές. Ωστόσο και οι δύο πρωταγωνιστές, σε αυτό που κλήθηκαν να υπηρετήσουν βάσει του συγκεκριμένου σκηνοθετικού πνεύματος, ανταποκρίθηκαν άριστα.  
Με επιτυχημένη κινησιολογία, ένταση, κωμικότητα, ενέργεια, σωστό συγχρονισμό και δόσεις γκροτέσκο, ιδιαίτερα ο απολαυστικά «διαβολικός» Μεφιστοφελής.  Απόλυτα πειστική επίσης η Νάνσυ Σιδέρη στο ρόλο της Μαργαρίτας, ως αέρινη, ευάλωτη και συνάμα τραγική φιγούρα, απέδωσε έναν  παιδιάστικο ερωτισμό και αυθεντικό συναίσθημα, σε στιγμές με αίσθηση εξωπραγματική. Εξίσου αποτελεσματικοί έως πολύ καλοί δίπλα τους οι ρόλοι που πλαισίωναν τους κεντρικούς, ενώ εντυπωσιακή υπήρξε η κινησιολογία/ χορογραφία του «διαβολικού χορού» των πνευμάτων, με υπέροχη αισθητική.
–        Ευφυές το αφαιρετικό σκηνικό με ένα κρεμαστό πλατώ που αξιοποιήθηκε εξαιρετικά από σκηνοθετικής πλευράς, αν και οι καθήμενοι στον εξώστη, όταν αυτό βρισκόταν σε συγκεκριμένο ύψος, λόγω προοπτικής έχαναν τη δράση από κάτω του, βλέποντας… ακέφαλα κορμιά. (Δεν τον αντιλήφθηκαν άραγε;) Εντελώς κατάλληλα τα κοστούμια και εύστοχοι οι φωτισμοί στη δημιουργία της υποβλητικής ατμόσφαιρας
       Ερχόμενοι στην καθοριστική σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου… εδώ υπάρχει διχασμός, εξ ου και το «αμφιλεγόμενο» του εγχειρήματος… Διότι διακρίναμε έντονα θετικά στοιχεία αλλά και έντονα αρνητικά. Ξεκινώντας από τα πρώτα:
–        Η σκηνοθεσία χαρακτηρίστηκε από μια σύγχρονη ματιά στο κλασικό έργο, βασισμένη στη σκηνική αφαιρετικότητα και με κάποια εντυπωσιακά ευρήματα εξαιρετικής αισθητικής. Με ευφυή τρόπο, ανέπτυξε τη δράση σε «ύψος» με τη βοήθεια ενός κρεμαστού πλατώ που άλλοτε υπερυψωνόταν προσφέροντας ένα δεύτερο επίπεδο, άλλοτε εφάπτονταν στη σκηνή και άλλοτε έδινε ένα κεκλιμένο επίπεδο, με θαυμάσιες δυνατότητες για «αναρριχήσεις» και «διολισθήσεις», εκμεταλλευόμενη άριστα τη σωματικότητα και προσφέροντας ενδιαφέρον θέαμα σε εικαστικό αλλά και συμβολικό επίπεδο. Με τον ίδιο ευφάνταστο τρόπο αξιοποίησε ένα βαθύτερο επίπεδο, έναν χώρο-κρύπτη μπροστά από τη σκηνή, αναπτύσσοντας χωροταξικά τη δράση της σε όλες τις διαστάσεις. Επιπλέον κατάφερε να δημιουργήσει την κατάλληλη υποβλητική και σκοτεινή ατμόσφαιρα του υπαγορεύει το έργο, ενώ η σκηνή των πνευμάτων υπήρξε εμπνευσμένη και θεατρικά υποδειγματική.
Ωστόσο τα αρνητικά στοιχεία (-) της σκηνοθεσίας δεν είναι αμελητέα…
.
–        Καταρχήν θεωρούμε ότι δεν αποδόθηκε συνολικά ως αίσθηση αλλά κυρίως μέσω του κεντρικού ήρωα η βαθιά τραγικότητα του έργου. Εστιάζοντας «περιγραφικά» μόνο στο δράμα της Μαργαρίτας και αφήνοντας απέξω τον βαθύ, σχεδόν σπαρακτικό διχασμό του Φάουστ, παρουσιάζοντάς τον κατά βάση ως περίπου… επιπόλαιο ηδονοθήρα. Κατανοούμε (και επικροτούμε) τις παρεμβάσεις μιας μοντέρνας οπτικής, αλλά όχι βέβαια σε βάρος της ουσίας των χαρακτήρων και μάλιστα τόσο εμβληματικών. Διότι εν προκειμένω ο χαρακτήρας «Φάουστ» αδικήθηκε, καθώς η υπαρξιακή του αγωνία ως συναίσθημα δραματικό δεν είχε συνέχεια και συνέπεια στη δράση του, αντίθετα η τραβηγμένη/ άστοχη κωμικότητα σε στιγμές, τον «πετούσε» εκτός ρόλου, αγγίζοντας τα όρια καρικατούρας για πρόκληση γέλιου. Κάτι που βέβαια έδενε με τον ρόλο του «σκανταλιάρη» Μεφιστοφελή, όπου οι «γκροτέσκο» υπερβάσεις δικαιολογούνταν.
–        Μια επίσης σημαντική αδυναμία αφορούσε στα μεγάλα χάσματα της σκηνοθεσίας, κυρίως  μεταξύ της αλλαγής των σκηνών που έκοβαν τη ροή της με «μακρύ» απόλυτο σκοτάδι. Αλλά και στη διάρκεια της δράσης, υπήρχαν στιγμές χαοτικές με άσκοπη κινησιολογία, με πλατειασμούς, φλυαρία και επαναλήψεις, χωρίς προχώρημα που προκαλούσαν ανία, αποδυναμώνοντας τον ρυθμό, την ουσία και τη συνοχή του συνόλου.
–        Όσον αφορά στη μουσική, ενώ θα μπορούσε να λειτουργήσει καταλυτικά στην ατμόσφαιρα, το έπραξε μόνο σε ένα  βαθμό και ιδιαίτερα με τα κρεσέντο στο «διαβολικό χορό», ενώ στο σύνολο υπήρξε μάλλον μονότονη ή αδιάφορη.
.
       Εν κατακλείδι (=) φύγαμε μετά από τρεις  ώρες με την αίσθηση μιας παράστασης δυνατής μεν χάρη στο κορυφαίο θέμα και κείμενό της, με κάποιες ωραίες εικόνες χάρη στα σκηνικά ευρήματα, με ερμηνείες που απολαύσαμε, αλλά και με δόσεις κούρασης, πλήξης και «ανικανοποίητου» ως… σύγχρονοι διχασμένοι Φάουστ…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:  
6  στα 10
ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό
 
			         
			         
														


