Είδαμε και σχολιάζουμε…
Ακόμα μια φορά στο φουαγιέ της ΕΜΣ, που άθελά μας έχουμε συνδέσει υποσυνείδητα με την αλησμόνητη παράσταση «Festen» και τον ευρηματικό τρόπο αξιοποίησης του ιδιαίτερου χώρου… Αυτή τη φορά μας έφερε ως εδώ και μάλιστα με πολλές προσδοκίες, ακόμα μια παραγωγή του ΚΘΒΕ και συγκεκριμένα η παράσταση «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» του Ράινερ Φασμπίντερ, σε σκηνοθεσία Κορίνας Βασιλειάδου και Χάρη Πεχλιβανίδη. Είναι αλήθεια βέβαια ότι σε επίπεδη αίθουσα, πέραν της μπροστινής σειράς, οι υπόλοιποι πάντα αντιμετωπίζουν πρόβλημα θέασης, ωστόσο το αποδεχόμαστε μοιρολατρικά εξ αρχής, με την ελπίδα ότι ίσως στο μέλλον – εφόσον η αίθουσα αξιοποιείται πλέον θεατρικά – τοποθετηθεί από τους υπεύθυνους ένα δεύτερο ελαφρώς υπερυψωμένο επίπεδο. Εν προκειμένω τα καθίσματα είχαν τοποθετηθεί σε διάταξη «Π», αφήνοντας περιμετρικά μεταξύ πρώτης και δεύτερης σειράς, έναν ευρύχωρο διάδρομο.
Μια έντονα ρυθμική μουσική με χαρακτηριστικό στίγμα και οι πόζες ενός μοντέλου που εκτελούσε «πασαρέλα», έβαλαν αμέσως στο κλίμα και το χώρο όπου εκτυλίσσεται η ιστορία και δεν είναι άλλος από τον οίκο μόδας της διάσημης γερμανίδας σχεδιάστριας Πέτρας φον Καντ. Μιας γυναίκας δυναμικής, επιτυχημένης, αυταρχικής, που απολαμβάνει να ασκεί εξουσία – χειριζόμενη τη βοηθό της ως σκλάβα – που έχει χωρίσει τον άνδρα της περιγράφοντας στη φίλη που την επισκέπτεται έναν ανούσιο γάμο, που διατηρεί με την μητέρα και την κόρη της επιδερμικές σχέσεις, αναζητώντας αληθινή αγάπη… Μέχρι που θα ερωτευτεί παθιασμένα ένα νεαρό μοντέλο στο πρόσωπο της ανέμελης Κάριν κι όλα για την Πέτρα θα αντιστραφούν… η «εξουσία» θα περάσει πλέον ασυνείδητα στην γοητευτική Κάριν και τα καπρίτσια της, ενώ η πρώην αγέρωχη αφέντρα θα εκλιπαρεί για τον έρωτά της, φτάνοντας σε έσχατο σημείο πόνου όταν εισπράττει την απόρριψη…
Ένα από τα διασημότερα έργα του γερμανού συγγραφέα – σκηνοθέτη Ρ. Φασμπίντερ, που δικαιώθηκε πανηγυρικά ως ταινία με μεγάλη επιτυχία τη δεκαετία του ¨70. Προφανώς σήμερα, κοντά μισό αιώνα μετά τη συγγραφή, έχουν ειπωθεί πολλά και με πολλούς τρόπους πάνω στο θέμα, ωστόσο ο έρωτας θα παραμένει αστείρευτη πηγή έμπνευσης για την τέχνη σε όλες τις εκφάνσεις του, και δεν θα πάψει να αγγίζει διαχρονικά, όταν ο τρόπος προσέγγισης παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κι εδώ τον συναντούμε σε απόλυτο βαθμό με τη μορφή ενός ομοφυλόφιλου ζευγαριού, ωστόσο η ξεχωριστή γοητεία εντοπίζεται στον τρόπο που υφαίνεται γύρω από τον έρωτα- πυρήνα, ένα πλέγμα σχέσεων εξουσίας, υποταγής, εξάρτησης, συνδυασμένο με έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις και σε βάθος διερεύνηση της γυναικείας ψυχολογίας. Με σταθερό τραγικό υπόβαθρο το έλλειμμα αγάπης, ως ένα κρίσιμο υπαρξιακό κενό που κανένα υποκατάστατο με μορφή χρήματος ή εξουσίας δεν μπορεί να αναπληρώσει, και η αγωνιώδης αναζήτηση συντροφικότητας έχει τη δύναμη να ανατρέψει παγιωμένα πρότυπα…
Ερχόμενοι στην παράσταση, θα ξεκινήσουμε από την «αμφιλεγόμενη» σκηνοθεσία (-) των Κορίνας Βασιλειάδου και Χάρη Πεχλιβανίδη. Με την έννοια ότι εντοπίσαμε θετικά και αρνητικά στοιχεία, ωστόσο με σαφές προβάδισμα των τελευταίων, κρίνοντας όχι εγκεφαλικά ή «γνωστικά», αλλά βάσει συναισθήματος κατά την θέαση, ως αλάνθαστο κριτήριο και θεωρούμε ζητούμενο των συντελεστών. Είναι φανερό ότι το σκηνοθετικό δίδυμο θέλησε να καταθέσει «πρόταση», βασισμένη σε ένα σύγχρονο, αφαιρετικό μοντέλο με εντελώς λιτά μέσα- σκηνικά και ερμηνευτικά, επιλέγοντας πολύ σωστά τον χώρο του φουαγιέ ως φυσικό σκηνικό ενός σαλονιού μόδας. Και όντως η ατμόσφαιρα παρέπεμπε σχεδόν πειστικά, παρότι έλειψαν οι κατάλληλες λεπτομέρειες σε αξεσουάρ ή μικροέπιπλα ή το εικαστικό κομμάτι, που θα έδιναν το καθοριστικό «κάτι» και θα έκαναν την ποιοτική διαφορά. Δεν μένουμε όμως σε αυτό, καθώς υπήρχαν ελλείμματα πολύ πιο ουσιώδη, καθιστώντας την σκηνοθετική άποψη άλλοτε θολή, άλλοτε ακατανόητη και πάντως με ασαφή έως περίεργη ταυτότητα.
Πιο συγκεκριμένα, δεν καταλάβαμε ποιο σκεπτικό οδήγησε σε τόσο άκαμπτο, παγωμένο, στατικό στήσιμο των ηθοποιών στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, με κρεμασμένα ανέκφραστα χέρια και το κορμί αφύσικα αμέτοχο… ενώ για άλλους ρόλους επιλέχθηκε μια «καρτουνίστικη» κινησιολογία ως γκροτέσκο φιγούρες, και στο δεύτερο μέρος τα μεν αμέτοχα σώματα λύθηκαν κι ακολούθησαν φυσική ερμηνεία, ενώ οι ρόλοι- καρικατούρες παρέμειναν συνεπείς… Με αποτέλεσμα μια περίεργη έως ενοχλητική σύγχυση – λες και η σκηνοθεσία αδυνατούσε να κατασταλάξει- ένας αχταρμάς μεταξύ μοντέρνου, συμβατικού, ρεαλιστικού, σουρεαλιστικού κλπ. ή «λίγο απ’ όλα», αδικώντας πρωτίστως τις ηθοποιούς. Κάτι επίσης που δεν έδεσε αρμονικά ήταν οι χιουμοριστικές- σουρεαλιστικές νύξεις σε συνδυασμό με την τραγικότητα της ηρωίδας, προβάλλοντας αντιφάσεις που καλλιεργούσαν ασάφεια και ετερόκλητα αισθήματα… Τη στιγμή που σπάραζε η Πέτρα και υποτίθεται συνέπασχες, ερχόταν μια αστεία κίνηση ή ατάκα και γκρέμιζε ό,τι με πόνο κτιζόταν…
Και επιπλέον όλα τούτα με έναν ρυθμό προβληματικό ειδικά στο πρώτο άνευρο μέρος που στέρησε όλη τη ζωντάνια, ενώ στο δεύτερο των εντάσεων, ελαφρώς… συνήλθε. Και ενώ η δραματικότητα της Πέτρας από την εγκατάλειψη της ερωμένης αποδόθηκε πειστικά με έντονο συναίσθημα, ο ερωτισμός ως κυρίαρχο στοιχείο του έργου ευνουχίστηκε εντελώς, και δεν εννοούμε μόνο τη διστακτική, σχεδόν απαθή ερωτική προσέγγιση του ζεύγους, αλλά κυρίως την όλη ατμόσφαιρα ως αύρα, θαρρείς παγωμένη σαν «αποστειρωμένη»… Ενώ κάποιοι συμβολισμοί παρέμειναν εκκρεμείς να αιωρούνται ως αυτόνομες παρεμβάσεις, χωρίς επιτυχή ενσωμάτωση στο γενικό πνεύμα. Από την άλλη, εκτιμήσαμε την σωστή αξιοποίηση του χώρου για το «άπλωμα» της δράσης, καθώς και κάποιες εύστοχες συμβολικές λεπτομέρειες/ ευρήματα για την ανάδειξη του δίπολου «εξουσία- υποταγή».
Μία ακόμα ένσταση αφορά στα κοστούμια, δεδομένου ότι πρόκειται για οίκο μόδας και διάσημη σχεδιάστρια με δυναμική προσωπικότητα, όπου προφανώς θα έπρεπε να δοθεί πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα στον τομέα και φυσικά στα κοστούμια της Πέτρας, Τα οποία, πέραν του περιορισμένου αριθμού για τον συγκεκριμένο ρόλο, κάθε άλλο παρά παρέπεμπαν σε κάτι ανάλογο (πλην ενός), θυμίζοντας συμβατικά, αδιάφορα ρούχα μιας καθημερινής γυναίκας και επιπλέον κάποια (σαν την ρόμπα ή το φουστάνι γενεθλίων) με κακή αισθητική. Αντίθετα, τα πολλά παπούτσια αξιοποιήθηκαν εύστοχα ως σκηνοθετικό εύρημα.
Στο κεφάλαιο ερμηνείες και παρά την άστοχη ή ασταθή σκηνοθετική καθοδήγηση, δεν μπορούμε παρά να βάλουμε θετικό πρόσημο (+), διότι οι υποκριτικές ικανότητες και το ταλέντο ήταν εμφανή. Καταπιεσμένα μεν και άβολα «στριμωγμένα», αλλά εμφανή. Ξεκινώντας από την Αγγελική Παπαθεμελή στον απαιτητικό ρόλο της Πέτρας, όπου απέδωσε πειστικά όλη τη δύσκολη διαδρομή από την αυταρχικότητα της αφέντρας μέχρι τον ξεπεσμό/ σπαραγμό της εγκαταλελειμμένης, ερμηνεύοντας το πρώτο σκέλος με κυνισμό, υπεροψία, παγωμένο βλέμμα, ενώ το δεύτερο της κατάρρευσης με ανθρώπινο πληγωμένο πρόσωπο, φυσικότητα, ένταση, μελοδραματισμό… Η Μαριάνθη Παντελοπούλου στο ρόλο της βουβής βοηθού, θα λέγαμε ότι έκλεψε τις εντυπώσεις, καθότι χωρίς την παραμικρή ατάκα, κατάφερε με την «λαλίστατη» έκφραση του προσώπου, την έμφυτη φινέτσα, την θαυμάσια δουλεμένη στάση του σώματος, να πείσει απόλυτα για όσα εκπροσωπούσε και να αποδώσει άψογα την τυφλή υποταγή και τα κρυμμένα αισθήματα.
Η Ειρήνη Κυριακού ως Κάριν, διέθετε όλα τα προσόντα για το ρόλο, ήτοι κοριτσίστικη γοητεία «λολίτας», αθώα τσαχπινιά και πονηριά μαζί, αυθορμητισμό, καπατσοσύνη, ερωτισμό, αλλά σε μεγάλο βαθμό αδικήθηκε σκηνοθετικά από το αμήχανο- αφύσικο στήσιμο. Η «φίλη» Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου υπηρέτησε χαριτωμένα, με έντονο ταμπεραμέντο και χιούμορ τον «καρτουνίστικο» χαρακτήρα της, ενώ οι Στεφανία Ζώρα και Ιφιγένεια Δεληγαννίδη ως κόρη και μάνα αντίστοιχα σε μικρότερους ρόλους και επίσης με «σουρεαλιστική» χροιά, υπήρξαν αποτελεσματικές στη δεδομένη επιλογή, αν και το ταλέντο τους άξιζε καλύτερη σκηνοθετική διαχείριση.
Στα θετικά της παράστασης θα σημειώσουμε επίσης τους εύστοχους φωτισμούς που με τις διακυμάνσεις τους υπογράμμισαν κυρίως τις εντάσεις στο δεύτερο μέρος και το φινάλε, ενώ ιδιαίτερα εύσημα ανήκουν στην ευφάνταστη μουσική με τις απρόβλεπτες «μείξεις», που συνδύασε κάτι από ρυθμικά ακούσματα των ‘70ς, ηχητικά εφέ και «σκοτεινό» υπόβαθρο, δένοντας άριστα με το κλίμα.
Εν κατακλείδι (=) θα επαναλάβουμε τον χαρακτηρισμό «αμφιλεγόμενη», για μια παράσταση βασισμένη σε δυνατό έργο με προεκτάσεις και ταλαντούχες ηθοποιούς με δυνατότητες, που όμως αμφότερα αδικήθηκαν από μια άστοχη σκηνοθετική προσέγγιση και δυστυχώς είναι η επίγευση που μένει στον θεατή…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
4,5 ΣΤΑ 10
,
ΦΟΥΑΓΙΕ ΤΗΣ ΕΜΣ
«ΤΑ ΠΙΚΡΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑ ΦΟΝ ΚΑΝΤ» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ.

————————————————
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν από 20/9/2017 έως 31/05/2018 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 8α Θεατρικά (Κουλτουρο) Βραβεία Θεσσαλονίκης 2018 που θα πραγματοποιηθούν πρώτο 15νθήμερο Ιουνίου 2018

==========================
Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα.
Πρόγραμμα παραστάσεων ΚΛΙΚ ΕΔΩ
=========================
ΕΙΔΑΜΕ & ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΜΕ ΕΔΩ
===========================
Θεατρικά Κουλτουροβραβεία Θεσσαλονίκης [σελίδα ανακοινώσεων] ΕΔΩ
Facebook page ΕΔΩ
==============================
Kάντε like στη σελίδα του Kulturosupa.gr στο facebook και ακολουθήστε μας στο twitter για να βλέπετε πρώτοι όλη την ροή πληροφοριών και να μαθαίνετε όλους τους νέους διαγωνισμούς προσκλήσεων.
Φωτογραφικό υλικό