Είδε η Άννια Κανακάρη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Η πολύπαθη ιστορία του οίκου των Λαβδακιδών προκαλεί ανά τους αιώνες τους δημιουργούς να αναμετρηθούν μαζί της και να την παρουσιάσουν στο κοινό, από την δική του οπτική ο καθένας. Μια καινούρια προσέγγιση, που συνδυάζει στοιχεία δύο πασίγνωστων τραγωδιών, παρακολουθήσαμε, στο φουαγιέ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, από το ΚΘΒΕ.
Πρόκειται για την μουσικοθεατρική παράσταση «Επτά επί Θήβας – Αντιγόνη, Αισχύλου – Σοφοκλή», σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Χατζή και μουσική Γιώργου Κουμεντάκη.
Η ιδέα να ενωθούν δύο από τις κορυφαίες τραγωδίες που πραγματεύονται την συγκεκριμένη ιστορία είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα, πόσο μάλλον σε μια σύγχρονη απόδοση, όπως αυτή που παρακολουθήσαμε, βασισμένη στην κίνηση και την μουσική. Οι«Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου και η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή είναι από τα πλέον γνωστά έργα της αρχαιότητας και κορυφαία δείγματα του αρχαίου δραματικού λόγου. Μέσα από αυτά, επέλεξε ο Κωνσταντίνος Χατζής να μεταφέρει στο κοινό τους προβληματισμούς του σχετικά με τον πόλεμο… τον πόλεμο ως πράξη και όργανο της πολιτικής, ως μέσο των ισχυρών να υποτάξουν τη βούληση και τις ζωές των αδυνάτων.
Και ενώ η συγκεκριμένη ιδέα υπήρξε πολλά υποσχόμενη, η υλοποίηση της δεν απέδωσε το αναμενόμενο αποτέλεσμα.
Βασικότερη αδυναμία (-) της παράστασης υπήρξε η σκηνοθετική της προσέγγιση, η οποία δεν της προσέδωσε τον απαιτούμενο θεατρικό ρυθμό και την αρμόζουσα συνοχή. Και ενώ πρέπει να παραδεχθούμε ότι οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών ήταν αρκετά καλές και οι χορογραφίες, ως επί το πλείστον, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, η συνολική απόδοση είχε ως αποτέλεσμα να χάνεται σταδιακά το ενδιαφέρον του κοινού και να καθίσταται το έργο, παρά την μικρή του διάρκεια (των 50 μόλις λεπτών)…βαρετό. Και διευκρινίζω: Το εναρκτήριο τμήμα της παράστασης, με την αφήγηση των δεινών της τραγικής οικογένειας και την παρουσίαση των χαρακτήρων, υπήρξε μακρόσυρτο και αχρείαστα λεπτομερές. Αν και αποτέλεσε μια χρήσιμη υπενθύμιση των βασικών γεγονότων, η μεγάλη διάρκεια του αποπροσανατόλισε το κοινό, που απλά περίμενε και… περίμενε να ξεκινήσει η δράση. Μακρόσυρτο επίσης υπήρξε και το κομμάτι της αφήγησης της Αντιγόνης, στο τέλος, το οποίο, αν και εξαιρετικά δραματικό, κούρασε με την υπερβολική, για το συνολικό μέγεθος της παράστασης, διάρκειά του. Η επιλογή δε του να ακούμε μόνο και να μην βλέπουμε την ηρωϊδα (και μάλιστα να ακούμε μια άλλη φωνή, όχι της Αντιγόνης που είδαμε επί σκηνής),σε μια ολοσκότεινη αίθουσα, για τόσα πολλά λεπτά,π ροσέδωσε αρνητική χροιά στο όλο σκηνοθετικό εύρημα.
Όσον αφορά στην επιλογή του σκηνοθέτη να ερμηνεύσει ο ίδιος τον ρόλο της Αντιγόνης, σημειώνουμε, ότι δεν προσέδωσε κάτι θετικό στην παράσταση (πέρα από τροφή για διάφορα, σεξιστικά και μη, σχόλια), ούτε όμως υπήρξε από τις σημαντικότερες αδυναμίες της.
Στα θετικά (+) στοιχεία, συγκαταλέγουμε:
Καταρχάς πολύ καλή υπήρξε η επιλογή και συρραφή, από τον ίδιο τον σκηνοθέτη, των χωρίων των αρχαίων κειμένων που ακούστηκαν επί σκηνής. Πρόκειται για αφηγήσεις και διαλόγους που συνοψίζουν εύστοχα την ουσία των σπουδαίων αυτών τραγωδιών, που αναδεικνύουν την λογοτεχνική τους αξία, που θίγουν καίρια το ζήτημα του πολέμου και της βίας, που καταδικάζουν το κακό και εξυμνούν την έννοια της ελευθερίας, της τιμής, της υπακοής στους άγραφους κανόνες του δικαίου και της ηθικής.
Αξιόλογες επίσης υπήρξαν οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών που απέδωσαν τους ρόλους τους με ταλέντο, πειστικότητα και περισσή ενέργεια.
Πολύ καλή η Ηλέκτρα Καρτάνου ως Πόλεμος, στην αφήγηση της ιστορίας, η οποία σχεδόν σε όλη την διάρκεια της παράστασης χόρευε επί σκηνής, μ’ έναν αργό, τελετουργικό ρυθμό, απαγγέλοντας με καθαρή φωνή και εξαιρετική άρθρωση. Αποτέλεσε μια όμορφη παρουσία που ερμήνευσε τον ρόλο της με έκδηλη εκφραστικότητα και έντονη θεατρικότητα.
Ο Χάρης Δήμος είχε μια εξαιρετική εμφάνιση στους ρόλους του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, έπαιξε μάλιστα ζωντανά κλαρινέτο στην διάρκεια του έργου. Ανέλαβε τον δυσκολότερο ρόλο της παράστασης, με μια εξαιρετικά απαιτητική χορογραφία που προϋπέθετε σημαντικές σωματικές δεξιότητες, την οποία εκτέλεσε με πάθος και απίστευτη προσήλωση κερδίζοντας δικαίως την προσοχή του κοινού. Η ερμηνεία του αποτέλεσε το πλέον αξιόλογο κομμάτι της παράστασης.
Αρκετά καλές εμφανίσεις και από τονΝίκο Μάνεση στους ρόλους του Κρέοντα και του Αίμονα, αλλά και από τον σκηνοθέτη Κωνσταντίνο Χατζή που φύλαξε για τον εαυτό του τον ρόλο της Αντιγόνης.
Αξίζει να αναφερθούμε στην πολύ καλή ερμηνευτικά απόδοση του μονολόγου της Αντιγόνης από την Σοφία Χιλλ, την οποία δεν είδαμε επί σκηνής, αλλά μόνο την ακούσαμε, σε μια ανατριχιαστική ανάγνωση ενός ιδιαιτέρως φορτισμένου κειμένου. Σε ορισμένα σημεία, βέβαια, ιδίως προς το τέλος, η ερμηνεία της άγγιξε τα όρια της υπερβολής, με αποτέλεσμα η βραχνάδα στην φωνή και το όλο ύφος, να θυμίζουν κάτι από «Εξορκιστή»…
Η μουσική επένδυση της παράστασης από τον Γιώργο Κουμεντάκη αποτέλεσε ένα από τα επίσης θετικά της στοιχεία. Με σπουδαία έργα στο ενεργητικό του ο γνωστός συνθέτης κλήθηκε να καταθέσει την δική του μελωδική άποψη για τις δύο τραγωδίες, έδωσε ήχο, χρώμα και μορφή στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον πόλεμο, την βία και την αντίσταση σε κάθε μορφή κακού, συμβάλλοντας σημαντικά στην απόδοση των συναισθημάτων και της γεμάτης ένταση ατμόσφαιρας του έργου.
Εν κατακλείδι (=), παρόλο που αγαπάμε βαθιά τις αρχαίες τραγωδίες και σεβόμαστε κάθε προσπάθεια σύγχρονης απόδοσης τους, κυρίως όταν συνυπάρχει και συνδιαλέγεται με τις τέχνες της μουσικής και του χορού, εντούτοις η συγκεκριμένη παράσταση, δεν είχε να προσφέρει κάτι καινούριο και ουσιαστικό. Οι ελλείψεις συνοχής και ρυθμού επισκίασαν τα θετικά της στοιχεία καθιστώντας την, παρά την μικρή της διάρκεια, κουραστική, ακόμα και για τους λάτρεις του είδους…
Βαθμολογία:
4,3/10
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ