Ενδιαφέρουσες «Οι Δούλες» αλλά με αδυναμίες. Είδαμε στο θέατρο Αυλαία & Σχολιάζουμε.
Τα κοινωνικά έργα είναι πάντα τα πιο σκληρά γιατί αποτελούν απεικόνιση του άσχημου προσώπου αυτής της κοινωνίας που έχει λάβει τον ευφημισμό «ανθρώπινη». Η ανθρώπινη κοινωνία είναι τόσο ανθρώπινη όσο και τα απάνθρωπα δημιουργήματά της. Η μιζέρια, η θλίψη, η πίεση-προσωπική και κοινωνική- και ο κυνισμός. Ο Ζαν Ζενέ, ένας καλλιτέχνης που όπως είπε και ο Σαρτρ υπήρξε «Άγιος», το αντιλήφθηκε αυτό και θέλησε να το σχολιάσει στο έργο του «Οι δούλες», γραμμένο το 1947.
Πρόκειται για ένα δυνατό έργο της παγκόσμιας δραματουργίας γιατί ασχολείται με θέματα δύσκολα για την ανθρώπινη φύση. Το πόσο ευχάριστη είναι η ίδια μας η ζωή. Πόσο πραγματικά αγαπάμε να ζούμε; Και τι είναι αυτό που μας κρατάει να συνεχίσουμε; Ο Ζενέ έγραψε τις δούλες του μέσα σε μια κοινωνία που κυριαρχεί η υποκρισία και έχοντας στο μυαλό του τη Γαλλία του 1930. Όμως, τοποθετεί το έργο του σε ένα περιβάλλον καθολικό και εντελώς αναγνωρίσιμο. Ο φαύλος κύκλος της ανθρώπινης φύσης θα είναι φαύλος και τώρα και αργότερα. Είναι άχρονος και θα είναι άχρονος όσο οι άνθρωποι παραμένουν άχρονοι. Τα χρόνια περνάνε και παρατηρούμε ότι το καθεστώς υποκρισίας και ψευτιάς μοιάζει πιο σύγχρονο και επίκαιρο από ποτέ. Ο Ζενέ θέλει τις δούλες του να είναι ανυπότακτες και ελεύθερες. Μπορεί ο κόσμος γύρω να έχει συγκεκριμένη άποψη για τα πράγματα αλλά αυτές έχουν την δική τους. Η κοινωνική καταπίεση είναι για αυτές ένας κλοιός που στενεύει και μια δαμόκλειος σπάθη που πρέπει οπωσδήποτε να αποφύγουν. Και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επιτυγχάνουν την ελευθερία τους. Η ταξική διαφορά είναι το εμπόδιο το οποίο πρέπει με κάθε κόστος να ξεπεράσουν.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο σπίτι της Κυρίας, εν τη απουσία της. Οι δύο δούλες και αδερφές Σολάνζ και Κλαίρη έχουν αφεθεί στην παράλληλη διάστασή τους και ανεβάζουν μια διαφορετική παράσταση, έχοντας δημιουργήσει μια δική τους νοερή πραγματικότητα στην οποία μπορούν να διαχειριστούν τις καταστάσεις κάπως καλύτερα. Η Κυρία τους τις καταπίεζε πάντα και εξοργισμένες αναζητούν τον τρόπο με τον οποίο αυτό θα σταματήσει. Όταν τελικά θα πάρουν την απόφαση να λύσουν τα προβλήματά τους μια για πάντα, η πραγματικότητα θα είναι εκεί να τις περιμένει, ανάλγητη όπως είναι πάντα και απρόβλεπτη.
Ας πούμε, όμως, για την παράσταση. Η πρόταση του σκηνοθέτη Διονύση Καραθανάση που παρακολουθήσαμε στο κατάμεστο Θέατρο Αυλαία ήταν ενδιαφέρουσα αλλά και με αδυναμίες. Σε γενικά πλαίσια έμεινε πιστή στην ατμόσφαιρα που απαιτεί το κείμενο του Ζενέ. Η δράση τοποθετήθηκε σε χώρο κατάμεστο με λουλούδια, με το λευκό να κυριαρχεί, ως σύμβολο του θανάτου και του πένθους και με λίγες σκηνικές προτάσεις, λίγα έπιπλα, δύο καθρέφτες και τα ρούχα της Κυρίας στο πίσω μέρος της σκηνής. Εξαιρετικά λειτουργικοί για την ατμόσφαιρα και ιδιαίτερα καλαίσθητοι υπήρξαν οι φωτισμοί, οι οποίοι δημιουργούσαν το απαραίτητο άγχος στον θεατή όπου χρειαζόταν και επικεντρώνονταν στις ερμηνείες των ηθοποιών στα ξεσπάσματά τους και στις εντάσεις.
Από ερμηνευτικής πλευράς ξεχώρισε η ερμηνεία της Τριανταφυλλίδου ως Σολάνζ, ενώ στις άλλες δύο εντοπίσαμε αδυναμίες. Η Τριανταφυλλίδου έπεισε τόσο στις ήρεμες και «νηφάλιες» στιγμές του ρόλου αλλά έδωσε και ιδιαίτερη σημασία στις έντονες ψυχικές διακυμάνσεις της ηρωίδας της, αποδίδοντας αποτελεσματικά τον μπερδεμένο ψυχισμό της και την σχέση πάθους- μίσους με την Κυρία της. Όσον αφορά την Ιωάννα Λαμνή, υπήρξε καλή στη διάκριση Κυρίας και υπηρέτριας στην ερμηνεία της, καθώς κράτησε διαφορετικό μοτίβο στην ερμηνεία της στα κομμάτια όπου ενσάρκωνε τον ρόλο της υπηρέτριας και στα κομμάτια του «θεάτρου μέσα στο θέατρο», όπου μεταμορφωνόταν σε Κυρία. Ωστόσο, δεν αξιοποίησε όπως θα έπρεπε την κίνησή της και το σώμα της στάθηκε ανέκφραστο, αποδυναμώνοντας την πειστικότητα του χαρακτήρα της. Η Ντιάνα Ζαχαροπούλου περιορίστηκε σε μια επιφανειακή ερμηνεία του ρόλου της Κυρίας, χωρίς να καταφέρει να μπει στο βαθύ ψυχισμό της και ακολουθώντας μια πορεία πεζή και χωρίς την απαιτούμενη υποβλητικότητα που απαιτούσε ο ρόλος της.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, υπήρξε διεκπεραιωτική. Μια ένσταση που έχουμε, ωστόσο, να καταθέσουμε είναι ότι το κομμάτι όπου η Σολάνζ και η Κλαίρη σχεδιάζουν τον φόνο της Κυρίας φάνηκε παράταιρο στην κατά τα άλλα κλασική ανάγνωση του κειμένου του Ζενέ. Ο μπλε φωτισμός, ο ρυθμός και γενικότερα η επιλογή της συγκεκριμένης μουσικής υπόκρουσης και οι κινήσεις των ηθοποιών στη σκηνή αυτή θα ταίριαζαν σε μια νεωτερίστικη προσέγγιση του έργου. Επίσης, υπήρξαν χάσματα που αποδυνάμωναν την ροή της παράστασης και η ροή του έργου χώλαινε με αποτέλεσμα σε σημεία να χάνεται το ενδιαφέρον του θεατή.
Στο σύνολό της [=], ήταν μια πρόταση που σεβάστηκε το πρωτότυπο κείμενο και πάτησε πάνω σε αυτό. Ναι μεν έφερε επί σκηνής ωραίες εικόνες αλλά κάποιες σκηνοθετικές επιλογές και οι επιμέρους ερμηνευτικές αδυναμίες αποδυνάμωσαν το τελικό αποτέλεσμα.
Βαθμολογία:
5,5/ 10
Πληροφορίες για τη παράσταση: ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό