Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου.
Η υπόθεση Παγκαρατίδη που πραγματεύεται η παράσταση, ανήκει αναμφίβολα σε αυτές που συντάραξαν το πανελλήνιο τη δεκαετία του ’60, πόσω μάλλον την κοινωνία της Θεσσαλονίκης σε χρόνια πολιτικά και κοινωνικά ταραγμένα. Οι παλιότεροι θυμούνται σχεδόν με δέος τον τεράστιο αντίκτυπο από τις στυγερές δολοφονίες και βιασμούς του «δράκου του Σέιχ Σου», τη σύλληψη του 23χρονου Αριστείδη Παγκρατίδη ως ενόχου, καθώς και τη δίκη – παρωδία που ακολούθησε οδηγώντας τον στο απόσπασμα… Μια υπόθεση και μια προσωπική ιστορία από τις πιο συγκλονιστικές, που ενέπνευσε τη συγγραφή ενός βιβλίου- ντοκουμέντου από τον Θωμά Κοροβίνη με τίτλο «Ο γύρος του θανάτου», όπου με σοβαρή έρευνα και πλήθος αυθεντικών μαρτυριών, φωτίζει μια σκοτεινή εποχή και μια ανθρώπινη τραγωδία. Πάνω σε αποσπάσματα αυτού του βιβλίου στηρίζεται η παράσταση «Αρίστος» σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου, που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αθήναιον…
Η οποία ξεκινά με τους τρεις ηθοποιούς καθισμένους γύρω από τραπέζι, να δίνουν τα βασικά στοιχεία της υπόθεσης από δημοσιεύματα της εποχής… για τα ειδεχθή εγκλήματα του δράκου, την περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα με την ταυτόχρονη δολοφονία Λαμπράκη, τη σύλληψη του Παγκρατίδη και τη σύνδεσή του με το λούμπεν στοιχείο της πόλης, ντοκουμέντα από τη δίκη και την «ομολογία» κατόπιν βασανιστηρίων που στη συνέχεια αναίρεσε, την τραγική του κατάληξη φωνάζοντας στο απόσπασμα «Μανούλα μου είμαι αθώος»… Στη συνέχεια παρακολουθούμε δραματοποιημένα χαρακτηριστικά στιγμιότυπα της πολυτάραχης ζωής του «Αρίστου», ξεκινώντας από τα παιδικά- εφηβικά χρόνια σε καλύβα της Τούμπας με μάνα πλύστρα και πείνα ανείπωτη, που προκειμένου να χορτάσει έκανε τον χαμάλη, έδινε αίμα «για μια τυρόπιτα», έκλεβε περίπτερα, πουλούσε το κορμί του σε παιδεραστές, δούλευε στον «γύρο του θανάτου»… χωμένος σε ένα περιθώριο ανελέητο χωρίς διαφυγή, έζησε όλες τις εκδοχές του έρωτα χωρίς διακρίσεις, με σημαντικούς σταθμούς την τραβεστί Λολό και τη λαϊκή τραγουδίστρια Σύλβια, μέχρι τη σύλληψή του ως «δράκος του Σέιχ Σου», που έπεσε σαν κεραυνός στο συνάφι για «ένα παιδί που δεν άντεχε να βλέπει αίμα» και ο ίδιος μέχρι τη στιγμή της εκτέλεσης κραύγαζε για την αθωότητά του…
Πρόκειται για έργο – ντοκουμέντο δια χειρός Θωμά Κοροβίνη, μιας αυθεντικής ιστορίας που συγκλονίζει (+) και τα αποσπάσματα που επιλέχθηκαν από το βιβλίο έδωσαν σαφές στίγμα μιας ιδιάζουσας προσωπικότητας και μιας σκοτεινής εποχής. Όπου μέσα από τις εξομολογήσεις εννέα διαφορετικών χαρακτήρων – ενσαρκωμένων από τρεις ηθοποιούς- σκιαγραφείται ανάγλυφα το προφίλ του Αρίστου, ενώ οι αφηγήσεις του παιδικού φίλου, της μάνας, ενός αχθοφόρου, του δοσίλογου περιπτερά, του χωροφύλακα, ενός συντηρητικού αστού, του αφεντικού του σε λαϊκό πανηγύρι, της τραβεστί Λολό, της τραγουδίστριας ερωμένης, θα δώσουν το λούμπεν – πλαίσιο μέσα στο οποίο ανδρώθηκε ο τραγικός «φτωχοδιάβολος» και αυθεντικό κλίμα της Θεσσαλονίκης του ’60… Από τις αλάνες μέχρι τις απόκρυφες γωνιές του λιμανιού, από τα μπουζουξίδικα μέχρι τα σκοτεινά καταγώγια, από τα υπαίθρια πανηγύρια μέχρι τα στέκια του πληρωμένου έρωτα, ενόσω οι πολιτικές ταραχές μαινόταν και το παρακράτος αλώνιζε «κατασκευάζοντας» εξιλαστήρια θύματα… Κι ο ανυπεράσπιστος Αρίστος του περιθωρίου βόλευε ιδανικά γι αυτό τον ρόλο προκειμένου να κλείσει οριστικά ο φάκελος «Δράκος του Σέιχ Σου», έστω και με προκλητική καταδίκη (τετράκις εις θάνατον) άνευ στοιχείων, τη στιγμή που κυριαρχούσε στο προσκήνιο η πολιτική δολοφονία Λαμπράκη…
Η μετουσίωση σε θεατρική πράξη μιας τόσο δυνατής, πολυσύνθετης, πραγματικής ιστορίας, σίγουρα συνιστά μέγιστη πρόκληση και είναι αλήθεια ότι ο σκηνοθέτης Γιώργος Παπαγεωργίου πάσχισε φιλότιμα για το καλύτερο δυνατό, παρά τις ενστάσεις που θα εκφράσουμε παρακάτω. Με την έννοια ότι επιστράτευσε αρκετή δόση φαντασίας για σκηνικά ευρήματα στην δραματοποίηση των αφηγήσεων, αρκετά εκ των οποίων λειτούργησαν ατμοσφαιρικά και εύστοχα, αποδίδοντας ρεαλιστικά ή συμβολικά διάφορες φάσεις από την περιπετειώδη ζωή του ήρωα. Ξεχωρίσαμε κάποιες καλές στιγμές με ευρηματική αξιοποίηση του λιτού σκηνικού ή κάποιων ενδεικτικών αντικειμένων που προσέφεραν θεατρικότητα και ενδιαφέρον θέαμα, αναδεικνύοντας παράλληλα τη σημειολογία των λεγομένων. Εκτιμήσαμε επίσης τη συνεχή ροή με αρμονικό δέσιμο των αλλεπάλληλων σκηνών χωρίς χάσματα, ενώ οι συχνές εναλλαγές διαφορετικών χαρακτήρων και τρόπων αφήγησης κρατούσαν σταθερά την προσήλωση, πέραν βεβαίως του ήδη δυνατού περιεχομένου. Όπως δεν έλειψαν και στιγμές έντονα φορτισμένες συναισθηματικά που άγγιξαν με την αυθεντικότητα και λιτότητά τους…
Σε επίπεδο ερμηνειών, ξεχωρίσαμε βεβαίως την εξαιρετική Φιλαρέτη Κομνηνού σε δύο αντιφατικούς ρόλους, ως μάνα του Αρίστου και ως τραγουδίστρια ερωμένη του, τους οποίους υπηρέτησε με το καταξιωμένο ταλέντο μιας θαυμάσιας και έμπειρης ηθοποιού με σκηνικό κύρος, έντονη εκφραστικότητα, υποδειγματική άρθρωση και εκφορά του λόγου… περνώντας με άνεση και πειστικότητα από την τραγική, πονεμένη, στερημένη μάνα, στο άλλο άκρο της δυναμικής, ερωτικής, μπριόζας τραγουδίστριας με το δυνατό ταμπεραμέντο, αφήνοντας σε κάθε χαρακτήρα το ποιοτικό της στίγμα. Ο Μιχάλης Οικονόμου, επίσης σε πολλαπλούς ρόλους μεταξύ των οποίων και η τραβεστί Λολό την οποία υποδύθηκε απολαυστικά, ανταποκρίθηκε άξια, με επαγγελματισμό, συνέπεια, αληθοφάνεια στις απαιτήσεις διαμετρικά αντίθετων χαρακτήρων. Ο Γιώργος Χριστοδούλου, που μεταξύ άλλων ενσάρκωσε τον κεντρικό ήρωα Αρίστο, παρότι είχε κάποιες στιγμές έως πολύ καλές, θεωρούμε ότι με την ευγενική, φινετσάτη, «καθωσπρέπει» φυσιογνωμία του δεν ήταν η πιο κατάλληλη επιλογή και τόσο η κινησιολογία όσο και η ερμηνεία δεν κατάφεραν να πείσουν σε ρόλους λαϊκού μάγκα ή λούμπεν ήρωα, παρά την έντιμη προσπάθεια…
Ειδική μνεία αξίζει στην ζωντανή μουσική της παράστασης με τον άνθρωπο – ορχήστρα επί σκηνής Κλείτο Κυριακίδη, που παίζοντας πληθώρα οργάνων από έγχορδα μέχρι πνευστά και κρουστά, συνόδεψε ατμοσφαιρικά, υποβλητικά, μελωδικά τα δρώμενα σε όλη τη διάρκεια, υπογραμμίζοντας το συναίσθημα. Επίσης επιτυχώς – και σε σημεία με ευρηματικότητα, συνέβαλαν οι φωτισμοί με έμφαση στο σκοτεινό κομμάτι της υπόθεσης, καθώς και τα κατάλληλα συμβατικά κοστούμια, αν και στον ρόλο της τραγουδίστριας θα εκτιμούσαμε κάποια ενδεικτικά φανταιζί αξεσουάρ. Το σκηνικό λιτό και απέριττο με βάση ένα τραπέζι και καρέκλες, έδωσε με φροντισμένες λεπτομέρειες ένα πειστικό κλίμα και αξιοποιήθηκε ευφάνταστα σε σκηνοθετικό επίπεδο…
Περνώντας στις ενστάσεις (–) και πέραν της αμφιλεγόμενης επιλογής για τον ρόλο του Αρίστου, οι παρατηρήσεις αφορούν σε σημεία της σκηνοθεσίας που επηρεάζουν τη γενικότερη αίσθηση… Ξεκινώντας από την υποτονική, στατική έναρξη της παράστασης, όπου για αρκετά λεπτά οι τρεις ηθοποιοί καθισμένοι γύρω από το τραπέζι διαβάζουν εφημερίδες και δίνουν όλα τα στοιχεία της υπόθεσης μέχρι την εκτέλεση… όπου πέραν της βαρετής αντιθεατρικότητας, δίνοντας εξαρχής το φινάλε – έστω και σε γνωστή υπόθεση – έχει χαθεί ένα σημαντικό κομμάτι από τη δυναμική της παράστασης. Κατά δεύτερον εντοπίσαμε κάποια «πισωγυρίσματα» στις αφηγήσεις, όπου πχ η μάνα θρηνεί το χαμό του γιου και ακολουθεί σκηνή από τον έρωτά του με την τραγουδίστρια, γεγονός που διαταράσσει τον ειρμό και φυσική αλληλουχία των εξελίξεων σε μια ιστορία παρουσιασμένη ρεαλιστικά. Κατά τρίτον και εξαιτίας μιας περίεργης σκηνοθετικής οπτικής, επιχειρείται να δοθεί μια ανάλαφρη (;), χαριτωμένη (;), νεανική (;) νότα στην παράσταση, εντάσσοντας σε σημεία και ειδικά στη σκηνή της τραβεστί με το πικρό χιούμορ, άκαιρα «αστειάκια» για χαχανητό, ενώ αλλού υπάρχει απεύθυνση στο κοινό τύπου «διαδραστικότητας», καταφέρνοντας πλήγμα στην ατμόσφαιρα, το συναίσθημα, το εσωτερικό «ταξίδι» και ευτυχώς που οι εν λόγω ατυχείς στιγμές ως ξένο σώμα ήταν λίγες… Πέραν τούτων, διακρίναμε ένα είδος εκζήτησης σε κάποια ευρήματα – απλά για το θέαμα (πχ το εντελώς άτοπο με την επίδειξη «βροχής» από τενεκέ και όχι μόνο) που επιπλέον έμοιαζαν να εκτελούνται μηχανικά και στυλιζαρισμένα, χωρίς φυσικότητα και ενιαία αισθητική, με συνέπεια η τελική αίσθηση να μένει ελαφρώς «ευνουχισμένη»…
Εν κατακλείδι (=) είναι γεγονός ότι με τόσο δυνατό θέμα, τρέφαμε προσδοκίες για μια αντίστοιχα δυνατή παράσταση, όπως θα μπορούσε να είναι αν επένδυε περισσότερο σε εσωτερικότητα, χαρακτήρες, ουσία και λιγότερο σε εξωστρεφές θέαμα… Παρά ταύτα κρατάει αναμφίβολα τον θεατή, χάρη στο αυθεντικό περιεχόμενο, τις αξιόλογες ερμηνείες, κάποιες εμπνευσμένες στιγμές της…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
6,3/10
.
-k-
.
ΑΘΗΝΑΙΟΝ
«ΑΡΙΣΤΟΣ» του Θωμά Κοροβίνη
Δράμα.
Ο φίλος από την Τούμπα, η παραδουλεύτρα γειτόνισσα της μάνας του, ένας αχθοφόρος του λιμανιού, ο παρακρατικός δοσίλογος περιπτεράς, ένας χωροφύλακας δημοκρατικών φρονημάτων, ένας συντηρητικός αστός της παραλίας, το αφεντικό του σε ένα λαϊκό πανηγύρι, η τραβεστί Λολό και μία λαϊκή τραγουδίστρια – οι δύο έρωτες του, ερμηνευμένοι επί σκηνής από τρεις ηθοποιούς (Φιλαρέτη Κομνηνού, Μιχάλη Οικονόμου, Γιώργο Χριστοδούλου) και ένα μουσικό επί σκηνής (Κλείτο Κυριακίδη).
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Παρασκευή: 9.15 μμ – Σάββατο: 6.15 μμ & 9.15 μμ – Κυριακή: 6.15 μμ & 9.15 μμ (έως 3.3)
.
-k-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν από 20/9/2018 έως 20/05/2019 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 9α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2019 που θα πραγματοποιηθούν Τρίτη 11 Ιουνίου 2019.
.
.
Δείτε & αυτά:
-Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα ΕΔΩ
-Τι παίζουν οι κινηματογράφοι στη Θεσσαλονίκη τώρα ΕΔΩ
–Θέατρο: Είδαμε & Σχολιάζουμε ΕΔΩ
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε ΕΔΩ
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε ΕΔΩ
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιαζουμε ΕΔΩ
–Κερδίστε προσκλήσεις – Βιβλία – ΕΔΩ
-k–
Kάντε like στη σελίδα του Kulturosupa.gr στο facebook ακολουθήστε μας στο twitter περιπλανηθείτε στο instagram για να βλέπετε πρώτοι όλη την ροή πληροφοριών και να μαθαίνετε όλους τους νέους διαγωνισμούς προσκλήσεων.
Φωτογραφικό υλικό