Είδε η Ειρήνη Σοφιανίδου και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Οι Θεσσαλονικείς γέμισαν το Θέατρο Δάσους για να παρακολουθήσουν τον «Δον Κιχώτη» σε σκηνοθεσία Γιάννη Μπέζου. Ανάμεσα τους ήμασταν κι εμείς.
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα τυχαίνει να είναι ένα από τα αγαπημένα της γράφουσας γιατί πολύ απλά μας θυμίζει ότι μπορούμε να αγγίξουμε τον ουρανό, πατώντας όμως πάντα με τα πόδια στη γη.
Το 1597 ο Μιγκουέλ ντε Θερβάντες Σααβέντρα, έχοντας ζήσει μια περιπετειώδη ζωή γεμάτη εξευτελισμούς και ταπεινώσεις, γράφει τον «Δον Κιχώτη», ένα έργο που του χάρισε αθάνατη δόξα. Πηγή του «Δον Κιχώτη», όπως και πολλών άλλων έργων της ισπανικής λογοτεχνίας , είναι οι πατροπαράδοτες μπαλάντες, μακρόστιχα λίγο πολύ ποιήματα που αφηγούνται τα ηρωικά κατορθώματα των ιπποτών του μεσαίωνα. Αλλά στον «Δον Κιχώτη» το υλικό αυτό διαποτίζεται από ένα καυστικό σατυρικό πνεύμα κι έτσι το έργο γίνεται ένας αποκαλυπτικός πίνακας της παρακμάζουσας φεουδαρχίας. Η μεγαλύτερη αρετή όμως του «Δον Κιχώτη» είναι ότι ενώ πρόκειται για έναν ονειροπόλο ήρωα που υιοθετεί μια στάση φυγής από την πραγματικότητα, ο συγγραφέας βρίσκει τον τρόπο να παρουσιάσει με παραστατικότητα αυτήν την πραγματικότητα. Πρόκειται δηλαδή για έναν αποδοτικότατο συνδυασμό ενός ρομαντικού ήρωα στα πλαίσια ενός ρεαλιστικού έργου.
Ο Δον Κιχώτης είναι ένας από τους πιο αγαπημένους λογοτεχνικούς ήρωες ίσως γιατί είναι αυτός που ακολουθεί έναν τρόπο ζωής που κανείς μας δεν τολμά να ακολουθήσει. Που δε φοβάται να ζήσει το όνειρό του, χωρίς να τον νοιάζει αν στα μάτια των άλλων μοιάζει «ο τρελός του χωριού». Ποιός δεν θα ήθελε να τα αφήσει όλα πίσω και να κυνηγήσει το όνειρό του, να μην έχει καμιά έγνοια για τους περιορισμούς που βάζει η ηλικία, η οικογένεια, η δουλειά και όλο το πλήθος των προσωπικών και κοινωνικών πρέπει; Ποιός δε θα ήθελε να αγγίξει τα αστέρια, να γιατρέψει τον κόσμο, να γίνει ήρωας; Πώς να μην τον ζηλέψουμε όλοι εμείς που κοπιάζουμε να χτίσουμε μια εικόνα αρεστή στους άλλους. Ο Δον Κιχώτης υπερασπίζεται τα υψηλά ιδανικά και τις ηθικές αξίες του ακόμα κι αν εισπράττει τον χλευασμό του περίγυρου.
Η υπόθεση αφορά έναν αλλοπαρμένο αγρότη με ευγενική ψυχή και αλτρουιστικό όραμα για τους συνανθρώπους του που έχοντας χάσει το μυαλό του από την παθιασμένη ανάγνωση ιπποτικών βιβλίων, πιστεύει ότι είναι ένας ιππότης, ο Δον Κιχώτης. Φοράει την ξεχαρβαλωμένη πανοπλία του και πάνω στο ψωραλέο του άλογο, τον Ροσινάντε, ξεκινάει το ταξίδι του. Δεν είναι όμως μόνος. Ακόλουθός του ο απλοϊκός χωρικός Σάντσο Πάντσα, και το γαϊδουράκι του. Μαζί μπλέκουν σε κωμικοτραγικές περιπέτειες βοηθώντας όποιον έχει ανάγκη.
Όσον αφορά τώρα στην παράσταση που παρακολουθήσαμε:
Τι μας άρεσε (+) :
Η θεατρική μεταφορά του Άκη Δήμου (με κάποιες ενστάσεις που θα αναφερθούν παρακάτω). Ζωντανό κείμενο με έντονα κωμικό ύφος, με έναν λόγο που εναλλασσόταν ανάμεσα στην απλή γλώσσα των χωρικών και την ποιητική του Δον Κιχώτη και της Δουλτσινέας. Έξυπνα περιέλαβε στην προσαρμογή τις πιο γνωστές περιπέτειες του ήρωα όπως η πάλη με τους «Γίγαντες» /Ανεμόμυλους. Είχε μια κάποια συνοχή με ορισμένες όμως ασάφειες.
Η πρωτότυπη μουσική του Βάιου Πράπα. Όμορφες μελωδίες έντυσαν την παράσταση και συνεπήραν τους θεατές. Όλα τα τραγούδια ήταν ένα κι ένα.
Τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη που επωμίστηκε το βάρος να μεταφέρει το κλίμα της εποχής του έργου και τα κατάφερε.
Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου που τίμια προσπάθησαν να δημιουργήσουν τις απαραίτητες στο έργο ψευδαισθήσεις.
Η Παρθένα Χοροζίδου που και στους δύο ρόλους , της λαϊκής Μαριτόρνας και της Δούκισσας ήταν πραγματικά εξαιρετική. Πληθωρική, με αμεσότητα, με πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, μετρημένη και αβίαστα κωμική. Μια ηθοποιός με μεγάλες δυνατότητες.
Η Νάντια Κοντογιώργη ως η αγαπημένη δεσποσύνη του «Δον Κιχώτη». Η Δουλτσινέα είναι το όνειρο που θα θέλαμε να πραγματώσουμε. Αντιπροσώπευσε στην παράσταση τον ποιητικό τον λυρικό αντίποδα του ρεαλισμού. Η Κοντογιώργη με την υπέροχη αγγελική φωνή της, ντυμένη στα λευκά απέδωσε την ηρωίδα με έναν γλυκό ρομαντισμό ενώ είχε την απαραίτητη διακριτή μεταστροφή στο ρόλο της χωριατοπούλας.
Οι ηθοποιοί που ερμήνευσαν τους δευτερεύοντες ρόλους. Οι Γιώργος Χατζής, Σταύρος Μαρκάλας, Ελευθερία Κοντογεώργη, Χρήστος Πούλος – Ρένεσης, Γιάννης Βαρβαρέσος, Νικίτα Ηλιοπούλου, Ιωάννα Ανεμογιάννη, στόλισαν την παράσταση με το ταλέντο τους. Πρέπει να κάνουμε ξεχωριστή αναφορά στον Γιώργο Χατζή ως ταβερνιάρη που ήταν απολαυστικός ενώ έπαιξε και βιολί.
Τι δε μας άρεσε (-):
Τα σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά. Πολύ απλά, πολύ λιτά, πολύ λίγα. Καταλαβαίνουμε ότι όταν ένα έργο περιοδεύει δεν μπορεί κανείς να περιμένει υπερπαραγωγή. Όμως σ’ ένα έργο όπως ο «Δον Κιχώτης» που ακροβατεί ανάμεσα στο ονειρικό και το πραγματικό το σκηνικό έχει μεγάλη σημασία. Και δε χρειάζονται πολλά. Έχουμε δει με φαντασία και δημιουργικότητα να γίνονται μικρά θεατρικά θαύματα.
Ο τρόπος που αποδόθηκε η ιστορία του Δον Κιχώτη από τον Άκη Δήμου. Κάποιος θεατής που δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, όχι μόνο δε γνωρίζει τον ήρωα βλέποντας την παράσταση αλλά ίσως του δημιουργείται μια ελλιπής ή ακόμα και στρεβλή εικόνα. Οι αξίες που πρεσβεύει ο Δον Κιχώτης αντί να αναδειχτούν στη διάρκεια του έργου ειπώθηκαν στο τέλος μαζεμένες σαν ποιηματάκι. Έλειψε το βάθος, η ουσία. Δεν υπήρξε ισορροπία καθώς το έργο έγειρε προς την κωμωδία. Που πήγε όμως η συγκίνηση, ο προβληματισμός, η μελαγχολία; Πέρασαν πάνω από τους θεατές χωρίς να τους ακουμπήσουν.
Η σκηνοθεσία του Γιάννη Μπέζου. Δεν ήταν κακή κι είχε αναμφισβήτητα εμπνευσμένες σκηνές, όμως παγιδεύτηκε σε μια μανιέρα που την έχει και ως ηθοποιός. Φράσεις που επαναλαμβάνονται, αλληλεπίδραση με το κοινό, ατυχής εδώ, κατά τη γνώμη μας. Η μικρή διάρκεια της παράστασης ναι μεν δεν κούρασε, όμως με τον τρόπο που δομήθηκε, δεν έδωσε στους θεατές τη δυνατότητα να αντιληφθούν τη δυναμική της σχέσης του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα, μια σχέση βαθιάς αγάπης και φιλίας. Υπήρξε μια θολούρα κι ως προς τη χρονική διάρκεια της περιπέτειας των δύο ηρώων. Ο σκηνοθέτης έκανε την επιλογή να παρουσιάσει τον «Δον Κιχώτη» σαν μια ανάλαφρη κωμωδία. Το πρόβλημα είναι ότι έμεινε εκεί. Οι λίγες στιγμές λυρισμού και μερικές σκόρπιες ποιητικές εικόνες δεν έσωσαν την κατάσταση. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ο θεατής να φύγει με ένα αίσθημα ανικανοποίητου, σαν κάτι να του έλειψε.
Αφήσαμε για το τέλος την ερμηνευτική προσέγγιση κι απόδοση του κεντρικού διδύμου Δον Κιχώτης-Σάντσο Πάντσα. Οι δύο αυτοί χαρακτήρες είναι στενά συνδεδεμένοι. Ενώ είναι διαφορετικοί υπάρχει κάτι που τους ενώνει- η αφοσίωση του ενός στον άλλον. Ο Δον Κιχώτης δεν μπορεί να επιβιώσει ούτε λεπτό στην περιπέτειά του χωρίς τον Σάντσο και ο Σάντσο, που μοιάζει να μη συμφωνεί σχεδόν σε τίποτα με τον αφέντη του, δεν μπορεί να ζήσει ούτε στιγμή χωρίς εκείνον. Αγαπούν ο ένας τον άλλον και αλληλοεξαρτιούνται. Όλα αυτά δεν αναδείχτηκαν στην παράσταση.
Ο Δον Κιχώτης είναι η καρδιά, ο ονειροπόλος, το πνευματικό μέρος του ανθρώπου που αναζητά την ομορφιά, την αγάπη, μάχεται για τα ιδεώδη της δικαιοσύνης, της ανδρείας και της τιμής. Στον πολύ άξιο Βλαδίμηρο Κυριακίδη πρέπει να αποδώσουμε τα εύσημα για τη δύσκολη τοποθέτηση φωνής, κουρασμένη και γέρικη, με την οποία μιλούσε σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Ήταν επίσης πολύ καλός στις σκηνές με τη Δουλτσινέα. Πέρα από αυτό μπορούσε σίγουρα πολύ περισσότερα. Παρέδωσε στο κοινό έναν Δον Κιχώτη μονοδιάστατο. Έναν μόνιμα κουρασμένο ιππότη που στιγμές στιγμές δυστυχώς έμοιαζε σαν μεθυσμένος. Ο Δον Κιχώτης είναι ένας δύσκολος ρόλος αξιώσεων κι ενώ ο Κυριακίδης τις έχει δεν έδωσε το μέγιστο των δυνατοτήτων του.
Ο Σάντσο Πάντσα ως «έτερον ήμισυ» του Δον Κιχώτη είναι η ύλη. Είναι πρακτικός, μπορεί να δει κατάματα την πραγματικότητα και να την αξιολογήσει. Είναι η δική του παρουσία που επιτρέπει στον Δον Κιχώτη να εκπληρώσει τα όνειρά του. Είναι απασχολημένος με τις υλικές ανάγκες – να φάει, να κοιμηθεί, να τεμπελιάσει. Βλέπει την πραγματικότητα όπως είναι. Είναι ατσούμπαλος κι αστείος. Ο Θανάσης Τσαλταμπάσης απέδωσε τον ρόλο με ζωντάνια και μπρίο. Έχει πολλές υποκριτικές αρετές που αναδείχθηκαν στην ερμηνεία του, σε αρκετά όμως σημεία θύμισε τον τηλεοπτικό εαυτό του ( ίσως κατόπιν σκηνοθετικής οδηγίας) και σε άλλα έχασε ελαφρώς το μέτρο.
Συνοψίζοντας (=): είδαμε μια παράσταση με αρκετά καλό ρυθμό και θετικά στοιχεία (μουσική, κοστούμια, ερμηνείες) αλλά και προβλήματα που πηγάζουν από την προσέγγιση που ακολούθησαν οι βασικοί συντελεστές ( θεατρική μεταφορά, σκηνοθεσία) επιλέγοντας να αναδείξουν την κωμικότητα του έργου. Ο «Δον Κιχώτης» όμως δεν είναι μόνο αυτό. Είναι η ένωση του πνεύματος και της ύλης, του ονείρου και της πραγμάτωσής του. Είναι ο Ιππότης που ονειρεύεται περιπέτειες και ηρωικές πράξεις, που αναζητά το υψηλότερο μέσα του και προσπαθεί να πραγματώσει τον προορισμό του πάνω στη γη.
Η παράσταση του Γιάννη Μπέζου σίγουρα διασκέδασε τους θεατές όμως δεν τους προβλημάτισε, δεν τους συγκίνησε και δεν τους παρότρυνε να φορέσουν τη σκουριασμένη πανοπλία του Δον Κιχώτη, να ανέβουν στο γαϊδουράκι του Σάντσο, να αγκαλιάσουν το όνειρό τους κι αφού κοιτάξουν κατάματα την πραγματικότητα να ξεκινήσουν το ταξίδι.
Βαθμολογία: 5,8/10
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ – ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑΣ ΕΔΩ