Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου.
.
Όχι, δεν θα ισχυριστούμε όσοι κάναμε θεατρικό ποδαρικό την καινούργια χρονιά με τη συγκεκριμένη παράσταση, ότι ήταν… ό,τι καλύτερο μπορούσε να μας συμβεί. Και μάλιστα μετά από μια «άνυδρη» γιορτινή περίοδο επαναλήψεων, περιμένοντας με λαχτάρα κάτι καινούργιο που φαινόταν να υπόσχεται πολλά με μια ενδιαφέρουσα θεματολογία χαρακτηρισμένη ως «ταξικό και βαθιά πολιτικό θρίλερ», αλλά και με τη σήμανση «ακατάλληλο για ανηλίκους» συνοδεία τολμηρών φωτογραφιών εν μέσω βουκολικού τοπίου (ως είθισται τελευταίως), που όσο να ‘ναι «ιντριγκάρει»… Το αν και κατά πόσο όλα τούτα δικαιώθηκαν θα φανεί στη συνέχεια, μιλώντας για την παράσταση «Η λαίδη Μάκβεθ του Μντσενσκ» του Νικολάι Λεσκώφ σε διασκευή Μαρίας Σκαφτούρα και σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι, που παρακολουθήσαμε υπομονετικά στο θέατρο Αμαλία…
.
Η ιστορία ξετυλίγεται σε επαρχία της Ρωσίας αρχές του 19ου αιώνα, με κεντρική ηρωίδα μια νέα γυναίκα που νιώθει να πνίγεται μέσα στην ασφυκτική ανία ενός αταίριαστου γάμου, έχοντας παντρευτεί εξ ανάγκης έναν πλούσιο έμπορο μεγαλύτερό της, άξεστο, προσηλωμένο στη δουλειά και ανίκανο να της προσφέρει συναίσθημα ή οποιαδήποτε συγκίνηση. Η ζωή στο αρχοντικό του και δίπλα στην αυταρχική μητέρα του, μοιάζει με κόλαση για την Κατερίνα που λαχταρά να ζήσει κι όταν εμφανίζεται ο γοητευτικός Σεργκέι- εργάτης στα κτήματά τους- κι αρχίζει να την πολιορκεί, αυτή θα παραδοθεί άνευ όρων στον έρωτά του και το τυφλό της πάθος γι αυτόν θα την οδηγήσει σε απανωτά εγκλήματα με τον ίδιο συνεργό, προκειμένου να μην τον χάσει, ενώ εκείνος πέρα από τον έρωτα, επιζητά μέσω της σχέσης τους την κοινωνική άνοδο… μέχρι που θα κληθούν να πληρώσουν για τα κρίματά τους σε ένα μοιραίο τραγικό τέλος…
Με αρκετές αναφορές στον σαιξπηρικό μύθο της λαίδης Μάκβεθ, το αξιοπρεπές έργο (+) του Νικολάι Λεσκώφ, πιθανόν να μην πρωτοτυπεί αναπαράγοντας γνωστά ταξικά και έμφυλα στερεότυπα προηγούμενων αιώνων αλλά και τον πυρήνα ενός κλασικού έργου, ωστόσο το επιχειρεί με μια ενδιαφέρουσα σκοτεινή πλοκή, με σταδιακή κλιμάκωση, με δόσεις σουρεαλισμού και περιστασιακά στα αφηγηματικά κυρίως μέρη με κάποια λογοτεχνική χροιά και εν μέρει ταξικές- κοινωνικές αναφορές, όπως το εισπράξαμε μέσω της συγκεκριμένης διασκευής. Πέραν τούτων όμως, υπήρξαν αδυναμίες στη δομή των χαρακτήρων των περιφερειακών ηρώων (πχ ανεψιού, αναιτιολόγητα επιθετικής θείας, υπηρέτριας) και δεν διακρίναμε πουθενά το στίγμα ούτε του «βαθιά πολιτικού» ούτε του «θρίλερ», καθώς αυτά που αναδείχθηκαν ήταν πρωτίστως το ερωτικό στοιχείο, η στέρηση και καταπίεση, η εγκληματική παραφορά, η φαντασιακή υπέρβαση- καθόλου επιτυχημένα και… πολύ στο βάθος η όποια κοινωνική διάσταση λόγω διαφοράς τάξεων και στερεοτύπων της εποχής. Όσο για το στοιχείο του θρίλερ που προϋποθέτει αγωνία για τις εξελίξεις, δεν θα λέγαμε ότι νιώσαμε κάτι ανάλογο, καθότι στο μεγαλύτερο μέρος και μετά τον πρώτο φόνο, όλα έμοιαζαν μάλλον προβλέψιμα σε μια θανατική ρουτίνα…
.
.
Ωστόσο τα σοβαρότερα ατοπήματα (-) εντοπίζονται στο σκηνοθετικό και ερμηνευτικό κομμάτι, καταπίνοντας τα όποια καλά στοιχεία του κειμένου. Ξεκινώντας από τη σκηνοθεσία του Ένκε Φεζολλάρι, θα πούμε ότι αυτό που κυρίως χαρακτήρισε το εγχείρημα είναι ένας αλλόκοτος αχταρμάς μεταξύ ρεαλιστικού και σουρεαλιστικού, μοντέρνου και παλιακού, δηθενιάς και ερασιτεχνισμού, με αποτέλεσμα μια «ανισόρροπη» ταυτότητα σε μια τραβηγμένη προσπάθεια να κερδίσει την προσοχή… Μπλέχτηκαν επί σκηνής λογής «μοντερνιές» με συμβατικές προσεγγίσεις, περιλαμβάνοντας άλλοτε στυλιζαρισμένη άκομψη κινησιολογία (υπηρέτρια)… άλλοτε συμβολικές, αφαιρετικές σκηνές (απόδοση επαναληπτικά της ανίας) ή άλλες φαιδρά στημένες (στιγμιότυπο μεταξύ των εργατών)… άλλοτε ωμός ρεαλισμός στους φόνους σε συνδυασμό με υπερβατικά οράματα, παθιασμένο (λέμε τώρα) σεξ, ενίοτε μελοδραματισμός ή άνθρωποι-γάτες να στοιχειώνουν από το πουθενά τους εραστές … κι όλα τούτα δοσμένα άτεχνα, μηχανικά, «επί τούτου», ερασιτεχνικά και πρόχειρα, χωρίς συναίσθημα, φροντίδα, πειστική ατμόσφαιρα ή ανάλογο «θριλερικό» κλίμα, ενώ τίποτε από πλευράς ακουσμάτων, σκηνικών ή ρούχων- έστω με συμβολικές λεπτομέρειες δεν έδωσε το στίγμα του τόπου και του χρόνου…
Σε σχέση δε με την τονισμένη επισήμανση «ακατάλληλο» υπονοώντας βάσει των φωτογραφιών τολμηρές ερωτικές σκηνές, πρέπει να πούμε ότι το οικογενειακό σήριαλ των συντηρητικών… «Άγριων μελισσών» είναι σαφώς τολμηρότερο! Εκτός αν το κομπινεζόν και η ανδρική πλάτη θεωρούνται άκρως προκλητικά «ακατάλληλα» θεάματα, αν και μάθαμε ότι η παράσταση της Αθήνας περιλάμβανε μπόλικο γυμνό, που όμως στη συνέχεια «αποσύρθηκε», αλλά παρέμεινε στην ταμπέλα η ένδειξη προφανώς για ευνόητους λόγους κράχτη… ωστόσο εντελώς παραπλανητική, καθώς εν προκειμένω θα χαρακτήριζε κάποιος τις επίμαχες σκηνές όχι μόνο «κατάλληλες» αλλά ακόμα και σεμνότυφες.
Κι ερχόμαστε στην ερμηνευτική «τραγωδία», από την οποία μόνος διασωθείς με επιείκεια υπήρξε ο πρωταγωνιστής Άγγελος Ανδριόπουλος στο ρόλο του Σεργκέι… ένας νέος, σχετικά άπειρος και μη γνωστός ηθοποιός, που όμως κατέβαλε φιλότιμες και σε ένα βαθμό επιτυχημένες προσπάθειες να προσεγγίσει το πάθος, την ένταση, τα ξεσπάσματα, τον ερωτισμό, τις εσωτερικές συγκρούσεις του ήρωα, παρά την τάση υπερβολής κάθε πρωτόπειρου και τις στιγμές αμηχανίας στην σωματική έκφραση.
Σε αντίθεση με την πρωταγωνίστρια Μαρία Σκαφτούρα ως Κατερίνα, σε ένα κυριολεκτικά υποκριτικό ναυάγιο που δεν συναντάμε ούτε σε ερασιτέχνες, του τύπου «είδα φως και μπήκα»! Η οποία απλά εκφώνησε τα λόγια της με στόμφο και μελό ύφος θεωρώντας ότι πείθει για την τραγικότητα, εκτέλεσε τις ερωτικές σκηνές με τη θέρμη ενός… κουρντισμένου ρομπότ, παρέμεινε απαθής, αμέτοχη, ανέκφραστη, με τα χέρια να κρέμονται άνευρα ή άλλοτε εκνευριστικά υπερβολική μη ξέροντας πώς να διαχειριστεί το ρόλο- κάτι αναμενόμενο όταν λείπουν και το ταλέντο και η καθοδήγηση και θαύματα από το πουθενά δεν γίνονται…
Πάνω- κάτω, στο ίδιο μήκος… τρικυμισμένου κύματος κινήθηκαν και οι υπόλοιποι (Γιάννης Παπαϊωάννου, Μαρία Σωτηριάδου, Άντα Γιαννουκάκη, Βασίλης Τσιόκας, Αγάπη Παπαθανασιάδου) με ερμηνείες άχαρες, στημένες, αφελείς, ουδόλως πειστικές, πολύ κοντά στον ερασιτεχνισμό…
Απογοητευτικό το σκηνικό της… ντιβανοκασέλας και του «τραπεζιού» εν μέσω άχυρων ως βουκολικό περιβάλλον στάβλου, αδιάφορες έως άτεχνες οι αλλαγές φωτισμών, ανυπαρξία ταυτότητας στα κοστούμια με ένα ενδυματολογικό αλαλούμ κι αποκορύφωμα τις «σέξυ» ρόμπες της πρωταγωνίστριας, ενώ το μελωδικό πρωτότυπο τραγούδι και η υποβλητική μουσική υπόκρουση με κοντραμπάσο, ως αυτόνομα ακούσματα υπήρξαν θαυμάσια, όμως αφενός δεν έδεναν μεταξύ τους κινούμενα σε διαφορετικούς «δρόμους» και αφετέρου δεν παρέπεμπαν καθόλου στην εποχή της τσαρικής Ρωσίας…
Εν κατακλείδι (=) και βάσει των προαναφερθέντων η απογοήτευση ήταν αυτή που συνόδευσε την έξοδο από την αίθουσα, έχοντας παρακολουθήσει με ανοχή μια επιεικώς άτεχνα σκηνοθετημένη και άθλια ερμηνευμένη ρώσικη εκδοχή της λαίδης Μάκβεθ…
Βαθμολογία:
2,8/10
Πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ
.
Τυχαία αποσπάσματα:
.
Δείτε & αυτά:
/
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν από 15/5/2019 έως 14/05/2020 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 10α -επετειακά- Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2020.
& αυτά:
–Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα, κλικ εδώ.
–Τι παίζουν οι κινηματογράφοι στη Θεσσαλονίκη, κλικ εδώ.
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
.
–Κερδίστε προσκλήσεις – Βιβλία, κλικ εδώ.
.
.
Ακολουθήστε μας στα social media
Φωτογραφικό υλικό