Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Μεταξύ των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων που πλαισιώνουν τη διοργάνωση του Euro Pride, φιλοξενούμενη φέτος στη Θεσσαλονίκη, συγκαταλέγονται και τέσσερεις παραστάσεις αφιερωμένες στη διαφορετικότητα, που παρουσιάζονται στο Δημοτικό Θέατρο Κήπου για ένα συνεχόμενο τετραήμερο… Μια πολύ εύστοχη επιλογή, καθότι το θέατρο με τον κατεξοχήν παιδευτικό χαρακτήρα προσφέρεται ιδανικά για παρόμοιο σκοπό ευαισθητοποίησης, μέσα από την πλέον ολοκληρωμένη μορφή τέχνης…
Ανάμεσα στην τετράδα των παραστάσεων επιλέξαμε αυτήν με τίτλο «Κήτος» σε κείμενο του Βαγγέλη Ρωμνιού και σκηνοθετημένη από τον Ευάγγελο Βογιατζή, που επίσης ερμήνευσε τον σχετικό μονόλογο, μια βραδιά με πολλή ζέστη στο ικανοποιητικά γεμάτο θέατρο Κήπου, παρά την αργία του Αγίου Πνεύματος…
Το θέμα αφορά μονολεκτικά στην παχυσαρκία… Ο ήρωας με τα παραπανίσια κιλά που προσθέτουν βάρος όχι μόνο στο σώμα του αλλά κυρίως στην ψυχή του, αφηγείται άλλοτε με αυτοσαρκασμό ή χιούμορ κι άλλοτε με πίκρα ή οδύνη, το χρονικό της αναμέτρησής του με το «κήτος», που ως φανταστική οντότητα στοιχειώνει επώδυνα την καθημερινότητα και τη σκέψη του… Περιγράφει γλαφυρά μια διαδρομή περίπου 30 χρόνων ως παχύσαρκος, ξεκινώντας από τα παιδικά βιώματα και τη σχέση με τη μάνα, τις τραυματικές αναμνήσεις στο σχολείο, την στιγματισμένη εφηβεία λόγω πάχους, για να συνεχίσει με την σκληρή ρατσιστική εμπειρία στον στρατό, τις απανωτές προσπάθειες αδυνατίσματος με κάθε τρόπο- δίαιτες, χάπια, ματζούνια, διατροφές, ψυχολόγοι κλπ- την επώδυνη χειρουργική επέμβαση που υποβλήθηκε χωρίς αποτέλεσμα, την παραίτηση και την κατάθλιψη που μοιραία οδηγήθηκε… για να καταλήξει τελικά σε ένα εντελώς απρόβλεπτο, συμβολικό φινάλε ανάμεικτων συναισθημάτων, που καταθέτει ως «πρόταση» αδυνατίσματος…
Εστιάζοντας στα θετικά σημεία (+) του κειμένου, το οποίο αν είχε επεξεργαστεί πιο ψαγμένα και ευφάνταστα συνολικά θα έδινε ένα αξιομνημόνευτο αποτέλεσμα όπως θα πούμε παρακάτω, θα επισημάνουμε εντούτοις το ξεχωριστό εύρημα του «κήτους» με τη μορφή μιας «εσωτερικής φωνής» που εκφράζει δραματικά και ενίοτε συμβολικά το δυσβάσταχτο αδιέξοδο… Μια ευρηματική επιλογή με λογοτεχνική διάσταση στο λόγο και θεατρικότητα, ποικίλοντας την αφήγηση και προσθέτοντας ποιότητα στο κείμενο, έστω κι αν οι μικρές παρεμβάσεις έρχονταν σε αντίθεση με τα υπόλοιπα τετριμμένα… Και επίσης θα μνημονεύσουμε με θετικό πρόσημο χάρη στο ευπρόσδεκτο ξάφνιασμα που προκάλεσε, το απρόοπτο φινάλε- έκπληξη που ουδείς περίμενε ως «πρόταση», έστω και αμφιλεγόμενη ή αντιφατική, αλλά οπωσδήποτε ευφάνταστη…
Μένοντας στα θετικά της παράστασης, θα καταχωρήσουμε την «βιωματική» ερμηνεία του Ευάγγελου Βογιατζή, που όχι απλά «ίδρωσε τη φανέλα», αλλά τη μούσκεψε σε σημείο να στάζει και να σφίγγεται η ψυχή σου για το «μαρτύριο»… Ωστόσο ο ίδιος άνετος, ευκίνητος παρά τα κιλά, ακομπλεξάριστος, άμεσος, επικοινωνιακός αλληλεπιδρώντας με το κοινό και καθήμενος συχνά μεταξύ των θεατών, άλλοτε με σαρκαστικό χιούμορ κι άλλοτε με συγκίνηση ή τραγικότητα, έπειθε απόλυτα με τα λεγόμενά του, σαν να επρόκειτο για δικά του αληθινά βιώματα.
Σε επίπεδο σκηνοθεσίας από τον ίδιο, είναι γεγονός ότι διακρίναμε κάποια καλά στοιχεία, σε μια φιλότιμη προσπάθεια να δοθεί όγκος και κίνηση στον μονόλογο… Επί σκηνής κυριαρχούσε ως καθοριστικό αντικείμενο βεβαίως η ζυγαριά, με την οποία η ήρωας ανέπτυσσε είτε σχέσεις «αγάπης» όταν έχανε κιλά, είτε «μίσους» όταν έβαζε (με μια διακύμανση από 150 μέχρι… 250!), ενώ το σκηνικό συμπλήρωναν ένα αλυσοδεμένο «ψυγείο» που χρησίμευσε έξυπνα και ως κρεβάτι χειρουργείου και κάποιες μίνιμαλ κατασκευές «τροφών» από φωτισμένους σωλήνες νέον στο δάπεδο, ανάμεσα από τις οποίες «διέτρεχε» η πορεία ζωής του παχύσαρκου… Επίσης εκτιμήσαμε την αποφυγή της στατικότητας με διαρκή κίνηση, τις συνεχείς εναλλαγές συναισθημάτων – ενίοτε ακραίων- που υποστηρίχθηκαν υποκριτικά επιτυχώς, την ηχογραφημένη φωνή του «κήτους» ως ευφάνταστη συγγραφική παρέμβαση, τα πρωτότυπα τραγούδια του Κραουνάκη με τη φωνή και το ιδιαίτερο στυλ του, καθώς και τις προσθήκες δύο «βοηθών» με μικρές ατάκες μεταφέροντας κάποια μικροαντικείμενα, ως ενδιαφέρουσα πινελιά… Και κυρίως εκτιμήσαμε το απροσδόκητο φινάλε με την ατμοσφαιρική του απόδοση, έστω κι αν κάποιοι στα πλαϊνά ή πίσω δεν μπορούσαμε να διαβάσουμε το κείμενο στην οθόνη προβολής που συνόδευε την καταληκτική σκηνή…
Πού έπασχε σοβαρά (-) το εγχείρημα;; Πρωτίστως στο κείμενο, που παρότι με το εύρημα του κήτους έδειξε σημάδια ότι μπορούσε να πορευτεί εναλλακτικά εκτός «πεπατημένης»και να εμβαθύνει πέραν των συμβατικών ορίων, δυστυχώς αναλώθηκε σε ανούσια φλυαρία περί των αυτονόητων με πεζό ρεαλισμό… κάτι που μοιραία μεγέθυνε την αντίθεση ανάμεσα στις λογοτεχνικές παρεμβάσεις της «φωνής» και τα στερεοτυπικά δρώμενα, κάνοντας τις πρώτες να μοιάζουν με ξένο, ασύνδετο σώμα, αυτό που λέμε «σαν τη μύγα μες στο γάλα»… Δεν βρίσκουμε τον λόγο να ειπωθούν απανωτά πασίγνωστες καταστάσεις με τόσες λεπτομέρειες και επιδερμική κατά βάση προσέγγιση, εστιάζοντας στις εντυπώσεις- χιουμοριστικές ή δραματικές- και περνώντας «ξώφαλτσα» το βαθύ ψυχολογικό υπόβαθρο ως ουσιαστικό πεδίο διερεύνησης… Το να ακούς επί μιάμιση ώρα εν μέσω καύσωνα για το γνωστό μπούλινγκ σε έναν χοντρό ( δεν θα βάλω εισαγωγικά γιατί αρνούμαι την ποινικοποίηση των λέξεων), για τις γνωστές περιπέτειες με δίαιτες, ινστιτούτα, χειρουργεία, συνεδρίες κλπ., για τις γνωστές παλινδρομήσεις μπρος- πίσω στην προσπάθεια αδυνατίσματος με τις γνωστές ψυχικές μεταπτώσεις και γενικώς οποιοδήποτε εντελώς προβλέψιμο κλισέ για το θέμα, χωρίς περαιτέρω εσωτερική αναζήτηση ή ανάδειξη από μια διαφορετική μη αναμενόμενη οπτική, δεν προσφέρει τίποτα ουσιαστικό, πέραν της πλήξης του αναμασήματος τετριμμένων που επήλθε από τα πρώτα λεπτά… Και είναι πολύ κρίμα, γιατί τα «σημάδια» ήταν εκεί και έδειχναν προοπτικές, όμως έμειναν ανεκμετάλλευτα…
Από άποψη σκηνοθεσίας και παρά την έντιμη προσπάθεια που περιγράψαμε, αυτό που κυρίως έλειπε ήταν η σφιχτή συνοχή των δρώμενων με εσωτερικό ρυθμό, αφήνοντας να διαφαίνονται ασύμμετρα χάσματα, στιγμές με αντιθεατρική χαλαρότητα τύπου «χαβαλέ», κάποια σημεία πχ, με τα τραγούδια, μη οργανικά ενταγμένα στο σύνολο μοιάζοντας ξεκάρφωτα για λόγους ψυχαγωγίας, ενώ η θεατράλεα ερμηνεία του Κραουνάκη με την υπερβολικά συρτή εκφορά του λόγου, δεν επέτρεψε να ακούσουμε όλους τους ενδιαφέροντες στίχους, χάνοντας λέξεις… Επιπλέον, ένας μοναχικός προβολέας ψηλά που αναβόσβηνε… αψυχολόγητα, δεν καταλάβαμε αν ήταν ατυχής επιλογή φωτισμού ή τεχνικό πρόβλημα, επίσης δεν είδαμε κάπου την καλλιτεχνική συμβολή του έμπειρου Φωκά Ευαγγελινού και τέλος θα χαρακτηρίζαμε τις επιλογές των ρούχων μάλλον αντιαισθητικές… Ωστόσο, θα το ξαναπούμε, μας αποζημίωσε για τις όποιες προηγηθείσες αστοχίες, η τελευταία εξαιρετική εντύπωση, εντείνοντας φυσικά τις λογικές απορίες μας για το υπόλοιπο σύνολο…
Συνοψίζοντας (=) θα πούμε ότι μια παράσταση που είχε τα φόντα να εμβαθύνει στην αθέατη πλευρά και να συμβάλλει ουσιαστικά στην κατανόηση της διαφορετικότητας όσον αφορά στην παχυσαρκία, καπελώθηκε από ανούσια πολυλογία, συμβατικά κλισέ και πλήξη, χάνοντας το στοίχημα…
Βαθμολογία: 4, 8/10
Πληροφορίες για τη παράσταση εδώ