Η παράσταση το «Σύνδρομο της άδειας φωλιάς», όπως διαφαίνεται από τον τίτλο της, καταπιάνεται με ένα θέμα πάρα πολύ κρίσιμο, αυτό της εγκατάλειψης των γονιών από τα παιδιά τους. Η παράσταση βέβαια έχει διαφορετική αφετηρία, καθώς στο επίκεντρο τίθεται η εγκατάλειψη, που βιώνει μία οικογένεια, από την οποία έχει απομακρυνθεί εκουσίως η μητέρα και σύζυγος. Κρίσιμα είναι τρία πρόσωπα, ο πατέρας, ο συνεχώς συγκρουόμενος μαζί του γιος του, και η υπερπροστατευμένη από τον πατέρα κόρη. Παράλληλα παρεμβαίνει και ο φίλος του γιου, που προσεγγίζει ερωτικά την κόρη της οικογένειας.
Αν θέλουμε να απομονώσουμε τα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης, αυτά θα ήταν αφενός η σκηνοθετική επιλογή να ερμηνεύσουν 2 ηθοποιοί ταυτοχρόνως 4 ρόλους, που φάνηκε σε πρώτο επίπεδο να επιδιώκει να προσφέρει μία διαφορετική από τα συνηθισμένα προσέγγιση. Αφετέρου, η πρωταρχική εικόνα του σκοτεινού σκηνικού με τους ηθοποιούς να κάθονται ήδη πριν την έναρξη πάνω στην σκηνή δημιούργησε μία κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, που εξίταρε την περιέργεια του κοινού, αλλά εντέλει αποδείχθηκε απλώς και μόνο ένα όμορφο περιτύλιγμα.
Η παράσταση δυστυχώς παρά την ενδιαφέρουσα επιλογή βάσης, εντούτοις στο μεγαλύτερο μέρος της παρουσιάζει πολλαπλά προβλήματα (+). Αρχικά, το κείμενο των Ζαχαρούλας Χρόνη και Κωνσταντίνας Καλλιβωκά μοιάζει σαφώς επηρεασμένο από τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τένεσι Ουίλιαμς με κάποιες μικροαλλαγές (στο λογοτεχνικό έργο ο πατέρας εγκαταλείπει την οικογένεια και η μικρή κόρη έχει μία μορφή αναπηρίας, σε αντίθεση με το θεατρικό έργο, που παρουσιάζεται μία πάθηση των οστών). Παρά όμως τις εμφανείς ομοιότητες, το θεατρικό έργο δεν καταφέρνει να πιάσει τον παλμό και την στόχευση του πρωτότυπου λογοτεχνικού. Οι διάλογοι στην πλειοψηφία τους μοιάζουν παιδαριώδεις και επιφανειακοί, χωρίς να εμβαθύνουν στην σκιαγράφηση των προσώπων και των χαρακτήρων, και χωρίς να προσδιορίζεται επαρκώς το αντίκτυπο της μητρικής εγκατάλειψης. Στο επίκεντρο τέθηκαν αποκλειστικά και μόνο οι καβγάδες της οικογένειας, χωρίς το κείμενο να αποκτήσει καθόλη τη διάρκειά του κάποια στιγμή κορύφωσης της πλοκής και της εξέλιξης.

Προβλήματα, όμως, είχε και η σκηνοθεσία των ίδιων. Το αρχικά (και φαινομενικά) έξυπνο σκηνοθετικό εύρημα της ερμηνείας 4 ρόλων από 2 μονάχα ηθοποιούς κατέληξε να γίνει μία άστοχη καρικατούρα και μία ατυχής μανιέρα. Ανούσιες και συνεχείς εναλλαγές των ρόλων, με τους ηθοποιούς σε ορισμένα σημεία να ερωταπαντάνε συγχρόνως, γεγονός, που όχι μόνο δεν αύξησε την δραματικότητα, αλλά μάλλον την διέλυσε ολοσχερώς. Εντέλει περισσότερο μπέρδεψε, παρά κράτησε σε εγρήγορση η συγκεκριμένη επιλογή. Κατά τα άλλα, η σκηνοθεσία στο υπόλοιπο μέρος της κινήθηκε σε συμβατικά επίπεδα με την καθαρή έκφραση της ανάγκης αξιοποίησης όλων των στοιχείων του χώρου.
Όσον αφορά τώρα την σκηνογραφία, η ίδια αποτέλεσε ακόμη ένα αδύναμο μέρος της παράστασης. Οπτικά δεν θύμιζε σε καμία περίπτωση ένα σπίτι. Αποτελούμενη η σκηνή από ένα τραπέζι με ένα ιδιόμορφο τραπεζομάντηλο, μία τηλεόραση, μία κρεμαστή κούνια (!), αλλά και έναν καναπέ τυλιγμένο με αεροπλάστ (νάιλον με φυσαλίδες) φάνηκε ανεπαρκές. Τα ασύνταχτα αυτά στοιχεία έδειχναν ένα συγχέον σκηνικό,που δεν προσέθεσε κάτι στην σκηνοθεσία, αλλά αντίθετα την απομείωσε περισσότερο.
Στο ίδιο επίπεδο κινήθηκαν οι απολύτως στατικοί φωτισμοί με τις κλασικότατες εναλλαγές, που δεν απέδωσαν σε καμία περίπτωση τις συνθήκες ψυχικού (για τον γιο) και σωματικού (για την κόρη) εγκλεισμού, αλλά και η ανύπαρκτη μουσική επένδυση, που εξέθεσαν ακόμη περισσότερο το συνολικό αποτέλεσμα.

.
Όσον αφορά τους απολύτως εκτεθειμένους από την σκοπιά της σκηνοθεσίας ηθοποιούς, οι ίδιοι φάνηκαν μεταξύ τους να μην έχουν καμία απολύτως χημεία. Ο Παναγιώτης Μπουγιούρης διατήρησε μία πιο προστατευμένη εξαιτίας της στατικότητας ερμηνεία, που όμως είχε ισχυρό αντίκτυπο στην εναλλαγή των ρόλων. Συγκεκριμένα, ακολούθησε ενιαίο υποκριτικό τύπο, ενιαίες συναισθηματικές εναλλαγές, αλλά ακόμα και ενιαίες εκφράσεις και φωνές σε όλους τους ρόλους, που αποπειράθηκε να ερμηνεύσει. Αυτό συνετέλεσε σε μία διαρκή σύγχυση για τον ποιο ρόλο ερμηνεύει κάθε φορά. Και πως άραγε να διαφανούν οι διαφορετικές πτυχές του κάθε ρόλου, όταν ο ένας διαμορφώνεται στα πρότυπα του άλλου και τούμπαλιν; Από την άλλη, η γυναικεία παρουσία, η Ηρώ Πεκτέση σε μία συνολικά κινητική ερμηνεία πήγε στο ακριβώς αντίθετο άκρο από τον συμπρωταγωνιστή της, της υπερκινητικότητας και της υπερβολής σε όλη την απόδοση. Είναι απορίας άξιον, γιατί οι σκηνοθέτιδες επέλεξαν να αλλοιώσουν τόσο το σκηνοθετικό εύρημα της εναλλαγής των ρόλων με τόσες πολλές εναλλαγές από την κοπέλα (από τον αυστηρό πατέρα στην εύπλαστη κόρη, απανωτά στον σκληρό αδερφό και λίγο μετά στον επισκέπτη-φίλο). Αυτή η συνεχής εναλλαγή περισσότερο προκάλεσεγέλιο και αμηχανία, παρά σκέψη και προβληματισμό.
Συνολικά (=), θα λέγαμε, ότι πρόκειται για μία παράσταση, η οποία στα περισσότερα σημεία της προσιδιάζει σε ένα ερασιτεχνικό αποτέλεσμα ή θα λέγαμε –καλύτερα- στις πρωταρχικές πρόβες μίας παράστασης στα σπάργανά της. Δομημένη πάνω στην εναλλαγή των 4 ρόλων από 2 μονάχα ηθοποιούς, μάλλον θεώρησε πως θα εντυπωσιάσει τόσο, ώστε όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της να μείνουν αδρανή και υποδεέστερα αυτού. Δυστυχώς, όμως, με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο δεν διαφάνηκε το σύνδρομο της «άδειας φωλιάς», αλλά αποκλειστικά οι κοκορομαχίες των μελών μίας οικογένειας. Θα άρμοζε περισσότερη προσοχή, όταν προσεγγίζονται έστω και με πλάγιο τρόπο σημαντικά λογοτεχνικά έργα, αλλά και ευρύτερα σημαντικά κοινωνικά θέματα.
Βαθμολογία:
2,1/10
.
Δείτε & αυτά:
/
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν από 15/5/2019 έως 14/05/2020 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 10α -επετειακά- Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2020.
& αυτά:
–Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα, κλικ εδώ.
–Τι παίζουν οι κινηματογράφοι στη Θεσσαλονίκη, κλικ εδώ.
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
.
–Κερδίστε προσκλήσεις – Βιβλία, κλικ εδώ.
.
Ακολουθήστε μας στα social media
Φωτογραφικό υλικό