Είδε ο Γιάννης Τσιρόγλου και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Και ποια είναι η προσπάθεια του σημαντικού δημιουργού; Να επανέλθει στα καθ’ ημάς καυτηριάζοντας με την αξιοσημείωτη πένα του την επικαιρότητα, την πολιτική, ιδιόμορφες καταστάσεις και γεγονότα μα κυρίως να ενταχθεί στο σήμερα που η νέα γενιά τον αγνοεί χαρακτηριστικά.
Κάτι πήγε να κάνει αλλά…
Έτσι λοιπόν, βράδυ περασμένης Πέμπτης είχαμε ραντεβού να δούμε τη νέα του παράσταση «Όταν ξαναπέθανα» στο Ράδιο Σίτυ. Και η ώρα έφτασε στο παραπέντε με το τρίτο κουδούνι να χτυπά σε μια αίθουσα που πάσχιζε να γεμίσει καθότι πρεμιέρα. Ανοίγοντας αυλαία, πρώτη εικόνα ένα γεμάτο καλοφτιαγμένο σκηνικό που ωστόσο σου προκαλούσε απέχθεια βλέποντας ένα νεκροταφείο και στο βάθος να ανασταίνεται ωσάν Λάζαρος από τον τάφο του ο Λάκης Λαζόπουλος.
Με την ιστορία να θέλει έναν ταλαίπωρο νεοέλληνα που ηθελημένα φεύγει από τη ζωή αλλά επιστρέφει για να ζητήσει τα ρέστα από την οικογένεια του που εν ζωή του κάνανε πολλά χωρατά χωρίς ο ίδιος να βγάζει έξω την ουρά του. Το πόνημα περιλαμβάνει κερατιάτικα από τη γυναίκα του, ατιμίες από τον αδελφό του, καπρίτσια από τα δυο παιδιά του και ενδιάμεσα, σφήνες αναφορές στην πολιτική επικαιρότητα.
Η παράσταση πάσχει καθολικά (-) ωστόσο την αντέχεις για την προσπάθεια ενός μυαλού που κάποτε μπορεί και να τον έλεγες έλληνα Γούντι Άλλεν. Που μια φορά και ένα καιρό μας τρέλαινε τηλεοπτικά με τους Μικρούς Μήτσους, που έκανε τη διαφορά γεμίζοντας πλατείες και εξώστες με το «Τι είδε ο Γιαπωνέζος», το « Ήταν ένα μικρό καράβι», ή το «Κάτι έχω να σας πω», ακόμη και την «Κυριακή των παπουτσιών» που πρωτοπαρουσίασε εδώ Θεσσαλονίκη στα πλαίσια της πολιτιστικής, φυσικά και άλλα, όπως η αλησμόνητη «Λυσιστράτη» που ξε-σκισε εισπρακτικά εκείνο το καλοκαίρι συνθλίβοντας την Βουγιουκλάκη, ενώ δεν ζήσαμε τα προγενέστερα, αυτά του Θεσσαλικού θεάτρου και της Ελεύθερης Σκηνής.
Και ενώ σε όλα αυτά τα χρόνια είναι ο απόλυτος άρχων του θεάματος, κάπου ανάμεσα στις μεγάλες επιτυχίες ξεπετάγεται το σατιρικό δελτίο ειδήσεων «Αλ τσαντίρι νιουζ» και γίνεται άλλος ένας χαμός για πάρτι του παρουσιάζοντας το ζωντανά με κοινό για 7 παρακαλώ χρονιές… Από εκεί όμως αρχίζει και η κατρακύλα του, καθότι άνθρωπος με αδυναμίες και δαύτος αγαπά πολύ τον ΣΥΡΙΖΑ και το νέο αστροπελέκι της πολιτικής που ονομάζεται Αλέξης Τσίπρας μπερδεύοντας (;) τη σάτιρα με την προπαγάνδα. Έτσι, προς το τέλος, το κοινό βαριέται, αγανακτεί, τιμωρώντας τον αργά αλλά σταθερά με αποτέλεσμα το εμπορικό κεφάλαιο Λάκης που τόσο αγαπούσε όλη η Ελλάδα να μην πουλά πια.
Όλες οι επόμενες απόπειρες πέρασαν στο ντούκου και ως μέχρι πρόσφατα το μοτίβο του παρέμενε ίδιο και απαράλλαχτα εμμονικό παρότι δεν υπήρχε πια και Τσίπρας και η άθλια εκείνη εποχή. Τα θέματα που ακόμη τον έκαιγαν ήταν κατά κόρων τα ταλαίπωρα γερόντια, νοσοκομεία και ο φυσικά, πάντα ο Μητσοτάκης…
Αυτές τις σκέψεις έκανα βγαίνοντας και στη παρούσα παράσταση που ενώ δεν πρόκειται για επιθεώρηση, ή μετα-επιθεώρηση (άλλη εξυπνάδα που επινόησε στο παρελθόν) αλλά για κανονικό έργο και μπορεί οι εμμονές του να μετριάστηκαν αρκετά, το κείμενο χωλαίνει από την φλυαρία, τη δομή και το φινάλε.
Ακατανόητες πράξεις και διάλογοι που επαναλαμβάνονται άκεφα τόσο που να σε πονοκεφαλιάζουν, να μην βγάζουν νόημα, έστω και στην υπερβολή τους, και το χειρότερο να τις «χοντρύνει» φτάνοντας σε άκυρες, φθηνές λύσεις όπως αυτή της αυτοκτονίας για να μάθει τι, γιατί και πότε.. Η δε σύνδεση προσώπων και καταστάσεων σε αφήνει παγερά αδιάφορο πόσο δε περισσότερο όταν παρακολουθείς κωμωδία που στο πίσω μέρος του μυαλού σου είναι πως βρίσκεσαι εκεί για να διασκεδάσεις, να γελάσεις, να περάσεις μια χαλαρή όμορφη βραδιά.
Δομικά αλλά και σκηνοθετικά πασχίζει να κρατηθεί αλλά πως θα συμβεί με τον πρωταγωνιστή να έχει καταλάβει τη σκηνή, να μην υπάρχουν ορθές αλληλοεπιδράσεις, να μη δίνει «αέρα» στα νέα πρόσωπα που τον πλαισιώνουν, να λειτουργούν ως ατακαδόροι, ενώ κορυφαίο σφάλμα το χαντάκωμα της συμπρωταγωνίστριάς του, εδώ Θεσσαλονίκη η Παρθένα Χοροζίδου, να κάνει εμφάνιση στην αρχή με μια λέξη και να την ξαναβλέπουμε λίγο πριν το τέλος…. Σημειώνουμε, η αθηναϊκή βερσιόν διαρκούσε πάνω από 2 ώρες και ευτυχώς εδώ την πετσόκοψε σε μιάμιση, να΄ ναι καλά ο άνθρωπος.
Το οποίο τέλος, δηλαδή το φινάλε, δηλαδή η κορύφωση μιας παράστασης να καταστρέφει ότι προσπάθησε να οικοδομηθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ανούσιο περιεχόμενο, σαχλό εύρημα και πάμε για χειροκρότημα.
Αλλά και ερμηνευτικά τίποτα και καμιά στιγμή δεν ξεχώρισε, ελάχιστα έσκασε το χειλάκι μας, κανένα στοιχείο δεν εντυπωσίασε από ένα σύνολο ηθοποιών που βρέθηκαν να σιγοντάρουν ένα Λάκη Λαζόπουλο που πάσχιζε να μην τον καταπιεί η σκηνή.
Τουλάχιστον και το μόνο θετικό (+) που μετρίασε τις εμμονές του. Ισως στην επόμενη δουλειά του βρει το παλιό καλό Λάκη που ξέραμε και αγαπήσαμε. Ειλικρινά, το ευχόμαστε.
Εν ολίγοις (=) Το «Όταν ξαναπέθανα» δεν αφορά το σήμερα αλλά ούτε και το αύριο, δεν κάνει γκελ στην νεολαία και είναι μια παράσταση που την επόμενη μέρα έχεις ξεχάσει. Κρίμα γι’ άλλη μια φορά.
Βαθμολογία: 4,8/10
ΡΑΔΙΟ ΣΙΤΥ
«Όταν ξαναπέθανα» του Λάκη Λαζόπουλου.
Ένας άνθρωπος πεθαίνει και ξαφνικά βρίσκεται όρθιος στο νεκροταφείο καθώς ένα από τα νεύρα του δεν έχει πεθάνει και συμπαρασύρει και τα υπόλοιπα. Ανατινάζεται το σύμπαν του και έτσι στα τριήμερα του, τους περιμένει στο νεκροταφείο να συζητήσουν μαζί του όλοι οι συγγενείς και φίλοι.Τι έγινε κι αυτός πήδηξε από τον 6ο όροφο του ψυχιατρείου μαζί με το κούφωμα; Τι έχει να του πει ο κολλητός του; Η μάνα του; Η δεύτερη γυναίκα του; Η γκόμενα του; Η καθαρίστρια;
Σκηνοθεσία: Λάκης Λαζόπουλος. Ερμηνεύουν: Λάκης Λαζόπουλος & Παρθένα Χοροζίδου
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Πέμπτη στις 19:30, Παρασκευή 21:00, Σάββατο 18:00 & 21:30, Κυριακή στις 19:30 (έως13/10).
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ