Είδαμε «ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΟ ΦΟΥΣΤΑΝΑΚΙ ΜΟΥ» και σχολιάζουμε: ΓΙΑΤΙ μας ΞΕΣΗΚΩΣΑΤΕ για το ΤΙΠΟΤΑ κ. ΛΕΝΑ ΚΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ;
Το «γιατί» θα μπορούσε να αναλυθεί σε αρκετά επιμέρους «γιατί»: Γιατί μας ξεσηκώσατε για το τίποτα; Γιατί υποτιμήσατε τη νοημοσύνη μας και τον πολύτιμο οβολό των θεατών; Γιατί στηρίξατε παράσταση πάνω σε ανούσιες κοινοτυπίες; Γιατί υποβαθμίσατε μια καλή ηθοποιό να ερμηνεύει σαχλό κείμενο;… Έχοντας προσωπικά δωρεάν πρόσκληση, ειλικρινά συμπονώ τους θεατές που κλήθηκαν να πληρώσουν 12 ή 8 ευρώ για την παράσταση «Το πράσινό μου το φουστανάκι» της Λένας Κιτσοπούλου στο θέατρο Τ, σε σκηνοθεσία Θέμη Θεοχάρογλου και με πρωταγωνίστρια την Έλσα Καραγιώργου. Είναι σίγουρο ότι οι ατυχείς θα μπορούσαν να επενδύσουν πολύ πιο αποδοτικά και χρήσιμα τα ευρώ που δεν περισσεύουν σε κανέναν. Και πολύ περισσότερο όταν έχεις την αίσθηση ότι τα «πέταξες στο κενό». Πέρα από τη μία (παρά κάτι) χαμένη ώρα, αλλά αυτή η απώλεια… «δικαιολογήθηκε»(!) μέσα στο κείμενο.
Είναι αλήθεια ότι το δελτίο τύπου μας έβαλε κάπως στο κλίμα μιλώντας για «την αφήγηση μιας γυναίκας που επειδή όλα έχουν κυλήσει «φυσιολογικά», μαζεύει μέσα της το κακό, γίνεται δέκτης της εξουσίας του «πρέπει», θύμα του κάθε Σωτήρη, βασανιστής και η ίδια, για να καταλήξει στην αυτοκαταστροφή, σ’ αυτή τη γρίπη της εποχής μας, που μας αναγκάζει όλους να κοπανιόμαστε μόνοι μας…» Διαβάζοντάς το, έχεις ήδη τον θεματικό άξονα και αυθόρμητα σχολιάζεις:
Πάαααλι μονόλογος;;;;
Πάαααλι τα γυναικεία εσώψυχα που έχουν άπειρες φορές αναδειχθεί σε… εξώψυχα και τελειωμό δεν έχουν;;;;
Πάαααλι τα γνωστά χιλιοειπωμένα αδιέξοδα της εποχής;;;;
Σκέφτεσαι όμως από την άλλη ότι μπορεί το θέμα να είναι κοινότυπο – άλλωστε η θεματολογία πάνω σε κοινούς άξονες κινείται – όμως ο τρόπος παρουσίασης μπορεί να κάνει τη θεαματική διαφορά, η ευλογημένη φαντασία να το αναδείξει ως καινούργιο, σχεδόν πρωτάκουστο! Και όταν πρόκειται για μια συγγραφέα που έχει δώσει ανατρεπτικά δείγματα γραφής και μια «αιρετική» ματιά στα πράγματα… αγνοείς την κοινοτυπία και προσδοκάς με ειλικρινές ενδιαφέρον το «διαφορετικό», το πέρα από τα μέχρι τώρα ειπωμένα. Αυτά σε επίπεδο προσδοκιών.
Διότι σε επίπεδο ρεαλισμού, παρακολουθώντας την παράσταση, όλες οι προσδοκίες καταρρέουν και τη θέση τους παίρνει σταδιακά η απογοήτευση (-)
– Διαπιστώνοντας ότι ακούς ένα τετριμμένο κείμενο που ψάχνει εναγωνίως έμπνευση αλλά… πουθενά στον ορίζοντα! Που αναλώνεται σε επιφανειακά κλισέ με τραγική αποδυνάμωση της όποιας ουσίας. Που παλεύει με το «στανιό», από δω κι από κει, να γεμίσει όπως – όπως, 50 ανούσια λεπτά! Όπου με διάθεση σαρκασμού ακούς την ηρωίδα να ψάχνει θέμα και να καταλήγει ότι «πού θα πάει… μια ώρα είναι, θα περάσει! Τόσες ώρες έχουμε χαραμίσει, μια ακόμα τί έγινε;» Βέβαια όταν η ώρα είναι πληρωμένη από υστέρημα, δεν το λες έτσι ακριβώς…
– Στη σκηνή το αναμενόμενο πλέον βολικό – φτηνό «σκηνικό»: ένα τραπέζι, μια καρέκλα και κούτες…. Τελικά το εύρημα της δήθεν «μετακόμισης» έχει ξελασπώσει πολλούς θιάσους, γλιτώνοντας τον πονοκέφαλο για σκηνικά, όμως ΤΟΣΟ ευνουχισμένη φαντασία πια… νισάφι! Αλλά αυτό ήταν το λιγότερο.
– Είδαμε αρχικά την ηρωίδα να ψαχουλεύει για ώρα αμίλητη στις κούτες και να είναι ντυμένη με… μπούργκα. Οι πρώτες ατάκες μιλώντας καλυμμένη, μας έδωσαν την ελπίδα ότι θα ακολουθήσει ένα κείμενο ευρηματικό… Πετώντας όμως τη μπούργκα και ως γυναίκα της διπλανής πόρτας, οι όποιες ελπίδες εξανεμίστηκαν στη στιγμή! Ακούσαμε για πολλοστή φορά μία από τα ίδια, τις συνήθεις κουβέντες της παρέας. Με το χιούμορ, την αφέλεια, τα μπινελίκια της παρέας, τα κλασικά «γαμάτο» – «γαμημένο» συν κάποιες άκαιρες αναφορές… γεννητικών οργάνων και ΔΕΝ το αναφέρουμε ως δήθεν βωμολοχία. Αντίθετα το θέμα σήκωνε ΠΙΟ καυστικές και «βρώμικες» ατάκες, αλλά ενσωματωμένες στις καταστάσεις και το αίσθημα «πνιγμονής» και όχι ξεκάρφωτες μέσα σε ένα ποταμό ετερόκλητων διηγήσεων/ αναμνήσεων.
– Παλιές φωτογραφίες, αναδρομές στα παιδικά χρόνια, μια ματαιωμένη σύνδεση τηλεφώνου και ματαιωμένοι έρωτες, ένας ευρηματικός Σωτήρης (το μόνο άξιο λόγου σημείο του κειμένου), προφανείς αντιδράσεις κατάθλιψης, διαρκές «σκωτσέζικο ντους» συναισθημάτων και ένα «πράσινο φουστανάκι» από τα παλιά… Που η ηρωίδα ανακάλυψε σε κούτα στα μισά της παράστασης, το φόρεσε, έκανε μια ανούσια επισήμανση και πέραν τούτου ουδέν! Απλά συνέχισε να το φορά χωρίς καμία περαιτέρω αναφορά ή υποτυπώδη συμβολισμό που να αιτιολογεί την καθοριστική ύπαρξή του στον τίτλο! Το πράσινο φουστανάκι φορέθηκε μισή ώρα και πέρασε εντελώς απαρατήρητο! Αντίθετα με τη χειμαρρώδη αφήγηση, συχνά σε ρυθμό πολυβόλου!
– Εντελώς απογοητευτικές επίσης οι παντελείς ελλείψεις φωτισμών και μουσικής! Ούτε μια αλλαγή στα φώτα, ούτε μια νότα για δείγμα… έτσι, για μια υποτυπώδη θεατρική ατμόσφαιρα, μια «γαμημένη» ατμόσφαρα… για να μιλήσουμε στη γλώσσα της συγγραφέως!
Ένα «μπράβο» (+) αξίζει μόνο στην Έλσα Καραγιώργου και λιγότερο στον σκηνοθέτη Θέμη Θεοχάρογλου
– Διότι πρόκειται για μια πολύ καλή ηθοποιό που πάλεψε γενναία, σήκωσε το βάρος μόνη της, επιστρατεύοντας όλα τα εκφραστικά της μέσα για να δώσει όγκο και λόγο ύπαρξης σε ένα κείμενο ανέμπνευστο. Που με εκφραστικότητα, σπιρτάδα, σωστή κινησιολογία και ειλικρινές συναίσθημα, ισορροπημένο στις εναλλαγές, κατάφερε σε στιγμές να μας κάνει να αποξεχαστούμε, γεμίζοντας τη σκηνή με την παρουσία και το ταλέντο της. Λιγότερο αποτελεσματικός ο σκηνοθέτης Θέμης Θεοχάρογλου που προσπάθησε να «γεμίσει» δραματουργικά την παράσταση, αλλά όταν λείπουν τραγικά ο «έχων ουσία» λόγος και η σκηνοθετική φαντασία, οι δυνατότητες στενεύουν και περιορίζονται σε έναν συμβατικό μονόλογο, στηριγμένο αποκλειστικά στον ηθοποιό.
.
Καταλήγοντας (=)… λυπούμαστε πολύ κ. Κιτσοπούλου, αλλά δεν μπορούμε παρά να εκλάβουμε το παρόν ως κοροϊδία – συνειδητή ή ασυνείδητη – και μάλιστα ακριβά κοστολογημένη. Κρίμα…. άλλα περιμέναμε από σας.
Βαθμολογία:
4 στα 10
-Πληροφορίες για την παράσταση εδώ
Φωτογραφικό υλικό