Είδε η
και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του Ιάκωβου Καμπανέλλη, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε συνεργασία με τον πολιτιστικό οργανισμό Λυκόφως ανέβασε την παράσταση «Η Αυλή των Θαυμάτων», ένα σύγχρονο μιούζικαλ, σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη και μουσική Στέφανου Κορκολή. Την εν λόγω παράσταση παρακολουθήσαμε στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, όπου και φιλοξενείται για λίγες παραστάσεις.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης δεν χρειάζεται συστάσεις. Θεωρείται ο σημαντικότερος συγγραφέας του μεταπολεμικού θεάτρου, η δε «αυλή των θαυμάτων» ένα από τα σπουδαιότερα έργα της ελληνικής μεταπολεμικής δραματουργίας. Πρόκειται για μια ηθογραφία που διεισδύει βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή και αναλύει μοναδικά τον ψυχισμό του Έλληνα στην εποχή μετά τον εμφύλιο, με την χώρα να αιμορραγεί και τους ανθρώπουςνα βαλτώνουν περιμένοντας το θαύμα που θα τους λυτρώσει.

Ο συγγραφέας παρουσιάζει στο έργο του ένα ψηφιδωτό λαϊκών χαρακτήρων που συμβιώνουν σε μια μικρή αυλή της Αθήνας και μοιράζονται τις ιστορίες, την καθημερινότητα, τις χαρές και τις λύπες τους. Άνθρωποι διαφορετικής προέλευσης, χτυπημένοι από τη μοίρα, άλλοι πεσιμιστές μπροστά στη απειλή της αστικής ανάπτυξης και άλλοι ονειροπόλοι και ρομαντικοί, που φλερτάρουν με την ιδέα μιας καλύτερης ζωής στο εξωτερικό. Μέσα από αυτήν την μικρή κοινωνία αποδίδεται με τον πλέον αληθινό τρόπο η τότε εικόνα της χώρας αλλά και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής ψυχής που,αν και βαθιά τραυματισμένη, διατηρεί στοιχεία όπως η αλληλεγγύη, η προσφορά και η συντροφικότητα, πολύτιμα εφόδια που της δίνουν δύναμη να συνεχίσει…
Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά το 1957 από το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, στην Αθήνα,σε μια εποχή που ήταν ακόμη νωπές οι μνήμες του πολέμου, των διωγμών και της προσφυγιάς και άγγιξε βαθύτατα το κοινό.
Είναι αλήθεια ότι στο Μέγαρο Μουσικής πήγαμε με μεγάλες προσδοκίες, καθώς επρόκειτο για μια πολυδιαφημιζόμενη παράσταση, με γνωστούς και καταξιωμένους συντελεστές. Δυστυχώς, όπως λένε, όσο μεγαλύτερες οι προσδοκίες, τόσο μεγαλύτερη και η απογοήτευση όταν δεν επαληθεύονται και αυτό ακριβώς συνέβη και στην συγκεκριμένη περίπτωση αφού η παράσταση που παρακολουθήσαμε, παρά το θέαμα που πρόσφερε οπτικά και ηχητικά, είχε αρκετές αδυναμίες (-).

Η «αυλή των θαυμάτων» είναι ένα έργο καθαρά λαϊκό που βασίζεται στην ανάδειξη και ψυχογράφηση των χαρακτήρων του. Η σκηνοθετική προσέγγιση του Χρήστου Σουγάρη, στην προσπάθεια δημιουργίας μιας μεγαλειώδους μουσικοθεατρικής παράστασης, παραγκώνισε την πρόζα, με αποτέλεσμα να χαθεί αυτή ακριβώς η ουσία του κειμένου. Τα συναισθήματα και οι ψυχικές καταστάσεις των χαρακτήρων, οι δυσκολίες του Έλληνα εκείνης της εποχής, η απελπισία του και η γενικότερη κατάσταση της χώρας δεν αναδείχθηκαν,δεν «πέρασαν» στο κοινό, σημείο που αποτελεί την σημαντικότερη αδυναμία της παράστασης.

Καθώς το μουσικό μέρος υπερτερούσε σημαντικά της πρόζας, γεγονός συμβατό μεν με τον χαρακτήρα του μιούζικαλ, η εξιστόρηση της υπόθεσης, η σκιαγράφηση και, κατ’ επέκταση, η ανάδειξη των χαρακτήρων πέρασε σε δεύτερη μοίρα και χάθηκε η σημασία τους.Οι ήρωες ήταν εκεί, ενσαρκώνονταν μπροστά μας, δεν συγκίνησαν όμως, πλην ορισμένων εξαιρέσεων και δεν μετέφεραν το νόημα που ο Καμπανέλλης είχε δώσει στο έργο του και ήθελε να επικοινωνήσει στον θεατή. Τα πολυπληθή τραγούδια, οι στίχοι των οποίων από τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο θα μπορούσαν να είναι πυκνότεροι νοημάτων, θα έπρεπε να περιοριστούν, ούτως ώστε να μειωθεί και η συνολική διάρκεια της παράστασης η οποία ξεπερνούσε τις δύο ώρες και κατέληξε κουραστική.

Επιπλέον, στην προσπάθεια να τονιστεί η διαχρονικότητα του έργου, η δράση τοποθετήθηκε σε έναν αόριστο χρόνο, ίσως κάπου στην δεκαετία του ογδόντα (κρίνοντας από την σημαία του ΠΑΣΟΚ, που ανούσια κατά τα λοιπά τοποθετήθηκε εκεί), στερώντας όμως με τον τρόπο αυτό από το κείμενο την ταυτότητά του καθώς γράφτηκε για να καταδείξει τις δυσκολίες της ελληνικής κοινωνίας μιας συγκεκριμένης εποχής και ταυτίζεται ουσιαστικά με αυτήν. Προφανώς τα όσα διαδραματίζονται, τα συναισθήματα και οι ψυχικές καταστάσεις των ηρώων του έργου παρουσιάζουν διαχρονικότητα, αυτό όμως είναι κάτι που από μόνο του γίνεται αντιληπτό από τον θεατή χωρίς να χρειάζεται να του δοθεί «έτοιμο προς κατανάλωση».

Όσον αφορά τις χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού, κινήθηκαν από συμβατικά έως παρωχημένα επίπεδα. Στην συγκεκριμένη προσπάθεια απόδοσης του εν λόγω έργου και μάλιστα υπό μορφή μιούζικαλ απαιτούνταν κάτι τουλάχιστον πιο σύγχρονο και πρωτότυπο.
Ένα επίσης αρνητικό στοιχείο, που αφορά όχι τόσο την παράσταση αλλά το χώρο που την φιλοξένησε, αποτέλεσαν τα προβλήματα στην ακουστική. Ιδίως στο πρώτο μέρος τόσο οι διάλογοι όσο και οι στίχοι των τραγουδιών δεν έφταναν καν στην πλατεία, με αποτέλεσμα να καταφεύγουμε στους…. υπέρτιτλους (αλλοίμονο να συμβαίνει κάτι τέτοιο σε μια ελληνική παράσταση), που όντας όμως τοποθετημένοι δέκα περίπου μέτρα πάνω από το επίπεδο της σκηνής μας ανάγκαζαν να ανεβοκατεβάζουμε τα κεφάλια μας συνεχώς, για να καταλάβουμε τι ειπώθηκε. Απαράδεκτη κατάσταση ιδίως για τα δεδομένα του μεγάρου μουσικής.

Όσον αφοράτα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης, που αναμφίβολα πρέπει να αναγνωριστούν, αναφέρουμε τα εξής: Καταρχάς αυτό που ξεχωρίζει και κερδίζει τις εντυπώσεις από το πρώτο κιόλας λεπτό, είναι το ρεαλιστικού μεγέθους σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, που μεγαλόπρεπο υποδέχεται τον θεατή και τον εισάγει ψυχολογικά στην ατμόσφαιρα του έργου. Μια παλιά διώροφη πολυκατοικία, τόσο οικεία στην όψη, με μικρά δωμάτια το ένα δίπλα στο άλλο, υποκαθιστά επιτυχημένα την αυλή που περιέγραφε ο Καμπανέλλης στο έργο του, αποδίδοντας την εγγύτητα της συμβίωσης και την αναπόφευκτη συνύπαρξη. Απόλυτα λειτουργικό, αφενός «γεμίζει» οπτικά την σκηνή και αφετέρου δίνει την δυνατότητα πολυεπίπεδης κίνησης και δράσης των ηθοποιών καθώς παράλληλα με την βασική εξέλιξη, μας δίνει πρόσβαση σε ιδιωτικές στιγμές των ηρώων πίσω από τις μισόκλειστες κουρτίνες. Το εντυπωσιακό σκηνικό αναδεικνύεται από τους επιτυχημένους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, που προσέδωσαν χρώμα, ένταση και συναισθηματική φόρτιση στην σκηνή.

Αξιόλογη επίσης η πρωτότυπη μουσική επένδυση της παράστασης από τον Στέφανο Κορκολή, ο οποίος προσέγγισε το κείμενο με σύγχρονο τρόπο, συνδυάζοντας διάφορα μουσικά στιλ, από τζαζ έως και κλασσικότερους ήχους και απέδωσε με την παρουσία του ένα πλούσιο, δυναμικό μουσικό σύνολο, που έβριθε από συναίσθημα και συγκίνησε το κοινό. Αρωγός του στην επιτυχία του μουσικού μέρους της παράστασης η εννιαμελής ζωντανή ορχήστρα υπό την μουσική διεύθυνση του Αναστασίου Συμεωνίδη.
Οι ερμηνείες του πολυμελούς θιάσου, γενικά, κινήθηκαν σε αρκετά καλά επίπεδα, πέρα από τις όποιες αδυναμίες που αφορούν κυρίως στις σκηνοθετικές επιλογές.
Ο Γιώργος Γάλλος, στον ρόλο του Στέλιου, του αποτυχημένου μικροέμπορου που βρήκε διέξοδο στον τζόγο, απέδωσε με δυναμισμό και εκφραστικότητα τον ρόλο του, ανταποκρινόμενος επαρκώς και στις φωνητικές απαιτήσεις της παράστασης.
Η Κατερίνα Παπουτσάκη, πολύ καλή φωνητικά αλλά και ερμηνευτικά, απέδωσε με πάθος τον χαρακτήρα της Όλιας, που, απογοητευμένη βρίσκει καταφύγιο στον παράνομο έρωτα. Μια από τις πιο ευχάριστες και ολοκληρωμένες παρουσίες της παράστασης.
Ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης και η Στεφανία Γουλιώτη, ως Μπάμπης και Βούλα, ερμήνευσαν με άνεση και ζωντάνια,το νεαρό ζευγάρι που συνεχώς διαπληκτίζεται, μοιράζεται όμως τα ίδια όνειρα για το μέλλον. Πολύ καλή απόδοση και από τους δύο και στο μουσικοχορευτικό κομμάτι της παράστασης, ενώ ιδιαίτερα συγκινητική υπήρξε η στιγμή της άδοξης επιστροφής τους από το λιμάνι, όπου, παρόλο που είδαν το όνειρο τους να χάνεται, έμειναν ενωμένοι.

Εξαίρετη για άλλη μια φορά φωνητικά και ερμηνευτικά η εμφάνιση της Φιλαρέτης Κομνηνού, στον ρόλο της Καίτης, μιας μοιραίας γυναίκας που ζει μέσα στην θλίψη και την μοναξιά και σχολιάζει εύστοχα και ενίοτε πικρόχολα τα όσα συμβαίνουν γύρω της. Γλυκύτατη η παρουσία του Δημήτρη Πιατά στον ρόλο του Λάσκου, ενός φιλήσυχου ανθρώπου, συμβιβασμένου με την μοίρα του, που διψά για συντροφικότητα. Ένα εξαιρετικό δίδυμο στην ενσάρκωση δύο χαρακτήρων, που δεν υπάρχουν στο κείμενο του Καμπανέλλη, ήταν όμως παραπάνω από συμβατοί με το πνεύμα του όλου έργου.
Πολύ καλή εμφάνιση και από την σοπράνο Ειρήνη Καράγιαννη, η οποία συγκίνησε ερμηνευτικά στον ρόλο της μάνας που αναζητά συνεχώς το χαμένο της παιδί αλλά και φωνητικά, καθώς τα κομμάτια που ερμήνευσε υπήρξαν τα κορυφαία της παράστασης.

Η εμφάνιση της Ρούλας Πατεράκη, στον ρόλο της Αννετώς ξεκίνησε κάπως διεκπεραιωτικά, στην πορεία όμως βρήκε ρυθμό και ιδίως στο δεύτερο μέρος κατόρθωσε να επικοινωνήσει στους θεατές την δυστυχία, την μοναξιά και την προδοσία που ένιωθε από την εγκατάλειψη της κόρης της. Όσο για τις υστερικές, γεμάτες βωμολοχίες σκηνές της (όπως στον διαπληκτισμό της με τον Στράτο) θα μπορούσαν κάλλιστα να περιοριστούν.
Ο Γιώργος Τσιαντούλας ερμήνευσε αρκετά δυναμικά τον χαρακτήρα του Στράτου, του στιβαρού αρσενικού που έρχεται να ταράξει την ησυχία της μικρής αυλής. Με ωραία κίνηση, ένταση αλλά και τρυφερότητα στις στιγμές που το απαιτούν είχε μια πετυχημένη παρουσία χωρίς υπερβολές.

Ο Μάνος Βακούσης, σε έναν ιδιαίτερο, «αφ’ υψηλού» ρόλο, καθώς ήταν τοποθετημένος στην ταράτσα σε όλη την διάρκεια της παράστασης, είχε μια ωραία παρουσία, με αρκετές χιουμοριστικές, γλυκόπικρες στιγμές, αδύναμος όμως φωνητικά.
Συμπαθητικές εμφανίσεις και από τους λοιπούς συμμετέχοντες: Τον Ντίνο Γκελαμέρη που ερμήνευσε επιτυχώς τον συνεσταλμένο και ερωτοχτυπημένο Γιάννη, την Μαρία Διακοπαναγιώτου στον ρόλο της Ντόρας, της πληθωρικής ντίβας, την Μαρίζα Τσάρη ως Μαρία, αν και θα θέλαμε κάτι περισσότερο ερμηνευτικά. Όλες ευχάριστες παρουσίες με ωραία κίνηση που προσέδωσαν ζωντάνια στην παράσταση.
Όσον αφορά την παρουσία του Γιώργου Ντάβου, στον ρόλο της Ραφαέλας, έναν χαρακτήρα που επίσης επινοήθηκε για την συγκεκριμένη παράσταση, ενώ έγινε προφανώς στα πλαίσια της «συμπερίληψης» και της αποδοχής της διαφορετικότητας, εντούτοις δεν προβλήθηκε επαρκώς ώστε να δικαιολογεί την εν λόγω επιλογή, δίνοντας την εντύπωση ότι επινοήθηκε και τοποθετήθηκε στη παράσταση απλά «για να υπάρχει».
Τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου, οι Βαγγέλης Βογιατζής, Ζαχαρίας Γουέλα και Γιάννης Σοφολόγης με μικρότερη αλλά συνετή και μετρημένη παρουσία.
Συμπερασματικά (=), πρόκειται για μια μουσικοθεατρική παράσταση, με επιμέρους φωτεινά σημεία, η οποία θυσίασε στο βωμό του θεάματος την ουσία του έργου του Καμπανέλλη…
Βαθμολογία:
5,1/10
.
-k-
ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
«Η Αυλή των θαυμάτων – Το μιούζικαλ» του Ιάκωβου Καμπανέλλη.

Ένας ύμνος στην αέναη προσπάθεια του Έλληνα να ξεπεράσει τα στενά γεωγραφικά πλαίσια, να αποτινάξει τη διαρκή φτώχεια, να αντιμετωπίσει την έλλειψη σταθερότητας και να ριζώσει σε ένα τόπο όπου μπορεί να ευημερήσει. Η υψηλή ηθογραφία των χαρακτήρων του έργου και των παθών τους βασίζεται στην έλλειψη σταθερότητας και σιγουριάς, που χαρακτηρίζει τη ζωή μας, η οποία αρχίζει από το αλλοπρόσαλλο κλίμα μας, τη ‘στρατηγική’ γεωγραφική μας θέση, τη φτώχεια του τόπου μας και τελειώνει στην ιδιωτική μας οικονομία.
.
Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης.
Ερμηνεύουν: Γιώργος Γάλλος, Κατερίνα Παπουτσάκη, Ρούλα Πατεράκη, Στεφανία Γουλιώτη, Μάνος Βακούσης, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Φιλαρέτη Κομνηνού, Δημήτρης Πιατάς.
Ημερες και ώρες παραστάσεων: 19 – 26 Ιανουαρίου 2023. 19/1 & 20/1: 21.00, 21/1: 17.30 & 21. 00, 22/1: 19.00, 25/1: 19.00, 26/1: 21.00
Δείτε και αυτά:
.
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2023 στην Θεσσαλονίκη, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 12α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2023
.
Δείτε & αυτά:
–Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα, κλικ εδώ.
–Οι νέες ταινίες της εβδομάδας και σε ποιες αίθουσες προβάλλονται, κλικ εδώ.
.
–Θέατρο: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.