Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Είναι γνωστό και αρκετά συζητημένο το έργο της Λένας Κιτσοπούλου- όπως σχεδόν όλα της άλλωστε, γραμμένο το 2009 για το Εθνικό Θέατρο και έκτοτε έχει ανέβει σε πολλές σκηνές, προφανώς με διαφορετικές σκηνοθετικές προσεγγίσεις, μία εκ των οποίων είδαμε πριν χρόνια στην πόλη, αποκομίζοντας άριστες εντυπώσεις χάρη στο κείμενο και την ερμηνεία…
Ήταν αναμενόμενο λοιπόν να σπεύσουμε στο θέατρο Κολοσσαίον για την ανανεωμένη εκδοχή της παράστασης «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» της Λένας Κιτσοπούλου, σε σκηνοθεσία Φρόσως Λύτρα και ερμηνεία από την Μαρία Σολωμού… Μια αμιγώς «γυναικεία σύμπραξη» καταξιωμένων καλλιτεχνών για μια καθαρά «γυναικεία» υπόθεση ή μήπως όχι;
Το πρώτο που αντικρίσαμε κατά την είσοδο στην αίθουσα ήταν μια απλωμένη μπουγάδα, κατά βάση με γυναικεία εσώρουχα, πάνω από τα καθίσματα των θεατών και μπαίνοντας η ηθοποιός στην πλατεία από πλαϊνή πόρτα με μια λεκάνη, ζητά να «βάλουμε ένα χεράκι» να τη μαζέψουμε… Στη συνέχεια ανεβαίνει στη σκηνή, ποζάρει φιλάρεσκα και δίνει χρόνο στους θεατές για φωτογραφίες- που φυσικά επωφελούνται μανιωδώς- πριν κλείσουν τα κινητά και αρχίσει η κυρίως παράσταση μετά τη διαδραστική εισαγωγή… Όπου η ηρωίδα, μια καθημερινή γυναίκα της διπλανής πόρτας γύρω στα 40,ψιλο-βολεμένη γενικά μέσα στις συμβάσεις της, ψιλο-ερωτευμένη με τον εραστή της, ψιλο- μπουχτισμένη από τα αδιέξοδά της, καταθέτει εν είδει παραληρήματος τα εσώψυχά της…εστιάζοντας άλλοτε πικρά και στοχαστικά κι άλλοτε σαρκαστικά και ειρωνικά σε αυτό το λειψό του «ψιλο-» που μαρτυρά το ανεκπλήρωτο της ύπαρξης, την τραγική εν τέλει απόσταση ανάμεσα στο «θέλω» και το «είμαι», το πραγματικό και το φαντασιακό, το εφικτό και το ανέφικτο, αυτό που εκφράζει τόσο ευθύβολα με τη φράση «μέσα μου ουρλιάζω κι απέξω χασμουριέμαι»… για να καταλήξει στην αυτοκτονία με το θανατηφόρο… χάπι «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.», που μπορεί να είναι το όνομά της, αλλά και το ακρωνύμιο «Μην Αντιστέκεσαι, Ισοπεδώσου, Ρίξε Ολοκληρωτικό Ύπνο, Λυτρώσου, Αυτοκτόνα», συνοψίζοντας επιγραμματικά το πνεύμα του κειμένου…
Πρόκειται για έναν δυνατό μονόλογο (+) με έντονη «κιτσοπουλέικη» σφραγίδα, που σημαίνει αφενός αιχμηρή σαν ξυράφι κριτική, προκλητική αθυροστομία, ειλικρίνεια που σπάει κόκκαλα, απαράμιλλη τόλμη στο γκρέμισμα στερεότυπων, ανάδειξη σκοτεινών πτυχών στην κοινωνική σαπίλα… και αφετέρου σημαίνει βαθιά ευαισθησία βγαλμένη από τραύματα, οξυδέρκεια πνεύματος που εισχωρεί στο μεδούλι, βιτριολικό χιούμορ από απολαυστικό μέχρι μαύρο και πικρό, φιλοσοφικός στοχασμός, εξαιρετική ποιητικότητα που σε συνδυασμό με τη σκληράδα προσφέρει μια αντίθεση άκρως γοητευτική, με ποιότητα και ουσία…Το συγκεκριμένο πόνημα διέθετε όλες τις παραπάνω αρετές με αφορμή την εξομολόγηση μιας συνηθισμένης μέσης γυναίκας που βλέπει την αδιάφορη συμβατική ζωή της να βουλιάζει σε ανεπιθύμητο τέλμα και οδηγείται στη μοιραία απόδραση από την ζοφερή πραγματικότητα με ένα αλληγορικό «χάπι», ως ευφάνταστο συγγραφικό εύρημα… για να ακολουθήσει η μετά θάνατον ζωή με σουρεαλιστικά ευτράπελα και αναπάντεχες συναντήσεις, αποδομώντας με καυστικό χιούμορ, πέρα από τον γήινο κόσμο των θνητών και τον επουράνιο των εκλιπόντων, διάσημων ή μη, από μια πέννα χαρισματική κι ένα πνεύμα γοητευτικά αντισυμβατικό έως αιρετικό…

Σχολιάζοντας τη σκηνοθεσία της Φρόσως Λύτρα, που επιχείρησε να «φρεσκάρει» για το σήμερα έναν μονόλογο γραμμένο πριν 15 χρόνια, θα πούμε ότι υπήρξαν επιλογές που σαφώς απολαύσαμε και άλλες που μας ξένισαν ή προβλημάτισαν, όπως θα δούμε παρακάτω… Καταρχάς εκτιμήσαμε το φροντισμένο σκηνικό περιβάλλον με «πυρήνα» το μπάνιο του σπιτιού ως προσωπικός χώρος εξομολόγησης, που επιπλέον έδωσε τη δυνατότητα για ρεαλιστικές (και «γαργαλιστικές» στη φαντασία) σκηνές γυμνού στη μπανιέρα, χωρίς όμως να διακρίνεται πίσω από την κουρτίνα το παραμικρό, ούτε κατά το ξεντύσιμο λόγω ιδιαίτερων φωτισμών που διαμόρφωσαν γενικά με τις διακυμάνσεις τους σωστή ατμόσφαιρα… Επίσης εκτιμήσαμε την ενεργό συμβολή της μουσικής, τον δεμένο, γρήγορο ρυθμό κατά τη ροή, τη ευρηματική έναρξη με τη μπουγάδα, τη διαδραστικότητα χωρίς υπερβολές που εδώ έμοιαζε απολύτως ταιριαστή ως αντικαθρέφτισμα, τη μελετημένη θεατρικότητα με διαρκή κίνηση κι εναλλαγές που πρόσθεσε όγκο στον μονόλογο και βέβαια την ανάδειξη της κωμικής πλευράς με περίσσιο χιούμορ, έστω και με αμφιλεγόμενες επιλογές…
Κι εδώ εντοπίζουμε το κατά γνώμη μας τρωτό ή προβληματικό σημείο (-), που εν μέρει δίχασε τις απόψεις… καθώς η παράσταση στόχευσε κατά κύριο λόγο και πέτυχε την πρόκληση γέλιου, ακόμα και μεπροσθήκες «ανοίκειες» με το πρωτότυπο κείμενο όπως πχ. ο χιουμοριστικός επικήδειος του… συντρόφου της ηθοποιού MenteFuerte, αφήνοντας συνειδητά στο περιθώριο την κυρίαρχη σκοτεινή πλευρά του έργου, που κάθε άλλο παρά εύπεπτη κωμωδία με χαχανητά μπορεί να χαρακτηριστεί… αντίθετα το περιεχόμενό του τύπου «ψυχόδραμα» διαθέτει απόγνωση, ματαίωση, αδιέξοδο, τάση απελπισμένης φυγής και το πικρό χιούμορ του προκύπτει από απρόσμενες αντιθέσεις και σαρκαστική αποδόμηση, παράγοντες που έμειναν αθέατοι, επειδή πιθανόν κρίθηκαν «βαρύ φορτίο» για τον σύγχρονο, ήδη επιβαρυμένο ψυχικά θεατή… Επιλογή ωστόσο που μετατόπισε δραστικά το κέντρο βάρους από την ουσιώδη υπαρξιακή αναζήτηση στον ανάλαφρο γελαστικό χαβαλέ, αλλοιώνοντας το βασικό συγγραφικό ζητούμενο… Πιθανόν βέβαια ο αντίλογος να ισχυριστεί ότι δεδομένου αφενός του ήδη ζοφερού κλίματος που βιώνουμε και αφετέρου της αντισυμβατικότητας της συγγραφέως, η παρούσα απόπειρα «νομιμοποιείται» να βγάλει κοροϊδευτικά τη γλώσσα με δικό της χιούμορ σε όσα ασήκωτα μας πλακώνουν επιλέγοντας αυτή τη μορφή διεξόδου, εφόσον όμως είναι αποδεκτή από τη συγγραφέα, διαφορετικά καταπιάνεσαι με κλασική κωμωδία…
Στο ίδιο μήκος «διχασμού» και η ερμηνεία της Μαρίας Σολωμού, μιας αναμφίβολα ταλαντούχας ηθοποιού με εκρηκτικό ταπεραμέντο, αμεσότητα, ενέργεια, εκφραστικότητα, προσωπικό στίγμα, που όμως συχνά εγκλωβίζεται σε μια επαναλαμβανόμενη μανιέρα όπως εδώ, αναπαράγοντας τη γνωστή περσόνα των σήριαλ και podcast με τον πάγιο τσαμπουκά, την ανεξέλεγκτη παρόρμηση, την πρόκληση, τις εκρήξεις, την ταχυλογία, τον παραληρηματικό λόγο κλπ. Εν προκειμένω έδωσε την αίσθηση μιας ακόμα… εκπομπής της με ανώδυνες ψυχολογικές αναλύσεις κι αστείες ατάκες- σαν ο ρόλος να αφορούσε το εν λόγω οικείο κόνσεπτ κομμένος στα μέτρα της- αγνοώντας το βαθύ, πικρό, σκοτεινό υπόβαθρο ενός έργου- κραυγή και κρατώντας την ίδια ανάλαφρη ερμηνεία χωρίς καμιά κλιμάκωση ή διαφοροποίηση ακόμα και κατά τη μοιραία απόφαση… Αναγνωρίζοντας βέβαια στο αποτέλεσμα την κυρίαρχη σκηνοθετική ευθύνη για μια ιδιαίτερη οπτική που άλλους, γνώστες του έργου ξένισε κι άλλους, μη γνωρίζοντες ψυχαγώγησε…
Συνοψίζοντας (=) θα πούμε καταρχάς ότι δηλώνουμε θαυμαστές της πέννας και του μυαλού της Κιτσοπούλου σε κείμενα σαν το συγκεκριμένο, αρκεί να αποφύγει μελλοντικά την μονότονη επανάληψη του ίδιου μοτίβου… Κατά δεύτερον υπήρξαν στοιχεία που εκτιμήσαμε στην παράσταση και σημεία που γελάσαμε, ωστόσο νιώσαμε να προδίδεται το πνεύμα του κειμένου ασχέτως οποιασδήποτε αιτιολογίας…
Βαθμολογία: 5,7/10









