Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Το έργο «Διάλεξε τον θάνατο σου… αγάπη μου» είναι βασισμένο στη θεατρική παράσταση με τίτλο: «Το διπλό παιχνίδι» από τον επαγγελματία του είδους, ΡομπέρΤομά.
Πρόκειται για μία ιστορία μυστηρίου, εξαπάτησης, εκβιασμού και αποκάλυψης του ενόχου ή ενόχων. Η Φρανσουάζ Κορμπάν, πλούσια κληρονόμος, θα βρεθεί αντιμέτωπη από μία σειρά γεγονότων και συμπεριφορών που δε θα μπορεί να εξηγήσει με τη λογική. Από την επιπόλαια συμπεριφορά του νεότερου συζύγου της, μέχρι τον αδικαιολόγητο τρόμο της οικονόμου της και των υπολοίπων προς το πρόσωπο του, η Φρανσουάζ θα επιχειρήσει να λύσει το μυστήριο και να αποφύγει να γίνει το θύμα…θα τα καταφέρει;
Πάμε να δούμε πως αυτή η ιδιόμορφη κωμωδία και ιδιότυπο θρίλερ μεταφέρθηκε από την έμπειρη ομάδα της Κάτιας Δανδουλάκη.
Επί τω έργω:
Σκηνοθέτες της παράστασης είναι το επιτυχημένο δίδυμο των Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα. Οι τρεις από κοινού με την κυρία Δανδουλάκη είχαν συνεργαστεί ξανά και ανεβάσει άλλο ένα έργο του Ρομπέρ Τομά με τίτλο: «Μάντεψε ποιος θα πεθάνει απόψε». Η εμπειρία τους δεδομένη, η επιτυχία τους γνώριμη.
Όσον αφορά την εμπειρία, οι σκηνοθέτες καλύπτουν κάθε σπιθαμή της σκηνής με το γεμάτο τους σκηνικό. Πρόκειται για το σαλόνι της βίλας της Φρανσουάζ. Δε μένουν όμως μόνο εκεί. Το σαλόνι αποτελεί έναν κόμβο, ένα μέρος απαραίτητο μέσα από το οποίο αναγκάζονται και οφείλουν να διέλθουν οι χαρακτήρες για να μεταβούν στα διάφορα δωμάτια. Τι υπάρχει πίσω από τις πόρτες δε γίνεται γνωστό, αλλά η δράση σε ορισμένες στιγμές μεταφέρεται πίσω από αυτές και οι θεατές αναρωτιούνται δραστήρια.
Αυτή είναι η πρώτη ανάγνωση, η πρώτη ματιά του σκηνικού της Αθανασίας Σμαραγδή. Διαθέτει όμως και άλλη σημασία. Σαν ταβάνι έχει τοποθετηθεί ένα περίτεχνο κομμάτι του σκηνικού με έναν κύκλο στη μέση και 14 προεκτάσεις που αντιστοιχούν στα διάφορα δωμάτια. Η Κάτια Δανδουλάκη ως Φρανσουάζ στέκεται στο κέντρο του σαλονιού, κάτω από τον ανοιχτό κύκλο με τους υπόλοιπους χαρακτήρες να ακολουθούν την ταραγμένη πορεία των γραμμών. Αυτό σημαίνει ότι βρίσκεται μόνη της και βάλλεται από όλες τις κατευθύνσεις. Αυτές οι ακαθόριστες γραμμές που αντιστοιχούν στους χαρακτήρες με τα προσωπικά τους κίνητρα θα καλύψουν τον κύκλο της;
Αφήνοντας για λίγο τη σημασιολογική σχέση των ηθοποιών με το σκηνικό τους, το ενδυματολογικό τμήμα κάνει εξαιρετική δουλειά. Η Έβελιν Σιούπη επιλέγει τα πιο ταιριαστά κομμάτια που θα ενισχύσουν τις παρουσίες των ηθοποιών και θα δώσουν την πληροφορία για αυτούς ήδη από την όψη τους. Ο χαρακτήρας της κυρίας Δανδουλάκη ντύνεται με εφαρμοστά φορέματα, στοιχείο της εσωστρέφειας του χαρακτήρα της. Η Κοραλία Καράντη ως Βαρόνη Σαρντονί εμφανίζεται με διαφορετικής απόχρωσης ταγιέρ κάθε φορά που βγαίνει στην σκηνή, με το χρώμα να προϊδεάζει για την δράση της. Η Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους ως Αντέλ φοράει τη στολή της οικονόμου, που έχει σχεδιαστεί να είναι πιο «ανοιχτή». Αυτό μας δείχνει τη δική της φύση, αλλά και τα κίνητρα της προσωπικής της εξωστρέφειας.
Επί τη σκηνή:
Ο θίασος αποτελείται από πέντε ηθοποιούς, αλλά έξι χαρακτήρες. Πάμε να δούμε ποιος αντιστοιχεί που και ποια προσέγγιση ακολουθούν για να ερμηνεύσουν τον εκάστοτε χαρακτήρα.
Η παράσταση αρχίζει με μία κραυγή και την πρωταγωνίστρια της παράστασης Κάτια Δανδουλάκη να ανταλλάζει ταραγμένες πληροφορίες με τον συμπρωταγωνιστή της Γιώργο Γεροντιδάκη. Η ενέργεια της κυρίας Δανδουλάκη πάνω στην σκηνή είναι κάτι το ανεπανάληπτο, το μοναδικό. Φέρνει στον χαρακτήρα της τόσο την εμπειρία της από το θέατρο, όσο και από την ίδια τη ζωή της. Ο χαρακτήρας της έχει ήρεμα ξεσπάσματα με τις διαρκείς εξηγήσεις που δίνει στον αστυνόμο Τομά, τον χαρακτήρα που υποδύεται ο Πάνος Σταθακόπουλος. Η Δανδουλάκη καταφέρνει να πετύχει την άψογη ισορροπία του αρχικού οράματος του Ρομπέρ Τομά. Ο συγγραφέας έγραφε θρίλερ μυστηρίου και συμπεριλάμβανε την κωμωδία για να μετατρέψει το έργο του σε μία ευχάριστη εμπειρία. Το ίδιο καταφέρνει και η ηθοποιός με την ερμηνεία της. Οι ατάκες και τα λόγια της δεν είναι απαραίτητα αστεία, καταφέρνει όμως με το υποκριτικό της «τακτ» να παρασύρει το γέλιο των θεατών. Οι κινήσεις των χεριών της, τα αγανακτισμένα ξεφυσήματα, όλα οδηγούν σε αυτή την κατεύθυνση. Η καλύτερη της δε σκηνή, η επιτομή όλων αυτών είναι η προσέγγιση της μετά από την κατάποση ενός αμφιβόλου περιεχομένου ποτηριού ουίσκι. Τα λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν αυτό που ακολουθεί με τους θεατές να μην πιστεύουν αυτό που βλέπουν και να μην μπορούν να συγκρατήσουν τα γέλια τους. Η θιασάρχης ωστόσο μεταφέρει εξίσου πειστικά και τις σοβαρές σκηνές του χαρακτήρα της, όταν αυτός χάνει την ισορροπία του ανάμεσα στο τι είναι πραγματικό και τι όχι.
Συμπρωταγωνιστής της είναι ο προαναφερθείς ηθοποιός Γιώργος Γεροντιδάκης στον ρόλο του Πωλ Κορμπάν. Ο ρόλος του πηγαίνει, αφού πρόκειται για έναν γοητευτικό επιπόλαιο «playboy» που σκορπά την περιουσία της συζύγου του. Ο κύριος Γεροντιδάκης διαθέτει αυτή την αρρενωπότητα και μεταφέρει επικίνδυνα πειστικά την σκοτεινή πλευρά του χαρακτήρα του. Στις σκηνές που δοκιμάζει να πείσει τον χαρακτήρα της Φρανσουάζ για πράγματα που δε συμβαίνουν, ενώ προ ολίγου έχουν συμβεί, φαίνεται ξεκάθαρα το ψέμα στη φωνή του. Αυτός όμως δεν είναι ο μόνος ρόλος που ερμηνεύει ο ηθοποιός. Υποδύεται και τον χαρακτήρα του «Μπερνάρ» που είναι εκ διαμέτρου αντίθετος από τον Πωλ. Μπαίνει και βγαίνει στον χαρακτήρα διατηρώντας την ανησυχία που τους διακατέχει και τους δύο. Ένα αίσθημα κοινό, αλλά διαφορετικής απόχρωσης, γεγονός που μεταφέρεται ικανοποιητικά.
Η επόμενη ηθοποιός που εισέρχεται στην σκηνή είναι η Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους στον ρόλο της οικονόμου Αντέλ. Η ηθοποιός δεν έχει επιλεχθεί τυχαία. Μοιάζει με την Κάτια Δανδουλάκη στο ανάστημα της, όπως άλλωστε και στα εξωτερικά της χαρακτηριστικά. Αποτελεί ένα είδωλο της, φωτεινό και σκοτεινό ταυτόχρονα. Η ερμηνεία της παρουσιάζει παρόμοια αυξομείωση. Αρχίζει με μία μετριοπάθεια και ταπεινότητα για να εξελιχθεί σε κάτι πολύ πιο δυναμικό που σχεδιάζει την επόμενη κίνηση με μεγάλη προσοχή. Αυτή η μεταβολή μεταφέρεται σε εξαιρετικές ισορροπίες και όσο το δυνατόν περισσότερο οργανικά από την κυρία Παπαχαραλάμπους, δίχως να παρουσιάζεται ασυνέπεια.
Η επόμενη προσθήκη σε αυτό τον πολυτάλαντο θίασο είναι η Κοραλία Καράντη στον ρόλο της βαρόνης Σαρντονί. Η είσοδος της στο έργο γίνεται τμηματικά. Η εμφάνιση της δίνει τις πρώτες νότες κωμωδίας στην αρχική ατμόσφαιρα μυστηρίου. Αλλάζει τη φωνή της και υιοθετεί επαρκώς έναν χαρακτήρα που εύκολα μπορεί να εξαπατηθεί ή και να εξαπατήσει. Όλα αποκαλύπτονται προοδευτικά, όσο η πλοκή της παράστασης ξεδιπλώνεται. Είναι η μόνη από το σύνολο των ηθοποιών που αναπτύσσει μία στοιχειώδη επικοινωνία με το κοινό, και το κοινό την λατρεύει για αυτό και την επικροτεί όταν αποχωρεί από την σκηνή. Κλείνοντας, οι σκηνές της ίσως να αναλώνονται σε μία επανάληψη, καθώς ο χαρακτήρας της ανησυχεί για την ίδια αιτία. Αυτό εντούτοις εύκολα παραβλέπεται λόγω της απολύτως διασκεδαστικής αλληλεπίδρασης με τον χαρακτήρα της Κάτιας Δανδουλάκη.
Τέλος, ο ηθοποιός που ολοκληρώνει τον έμπειρο θίασο είναι ο Πάνος Σταθακόπουλος στον ρόλο του αστυνόμου ΡομπέρΤομά. Ο κύριος Σταθακόπουλος, όπως και η κυρία Καράντη βρίσκονται για να συνοδεύουν το πρωταγωνιστικό τρίο και να αποτελούν την ενσάρκωση των ανάλαφρων στιγμών, πράγμα που πετυχαίνουν πλήρως. Η είσοδος του ηθοποιού στο έργο εξυπηρετεί την εξήγηση των ανησυχιών της Φρανσουάζ στο κοινό. Αυτή η σκηνή επαναλαμβάνεται όσο το μυστήριο κλιμακώνεται. Οι συντελεστές γνωρίζουν ότι χρειάζεται κάτι «σπαρταριστό» για να διατηρηθεί το ενδιαφέρον του κοινού. Τον εμπιστεύονται ο οποίος δεν απογοητεύει, αφού σηκώνει το τηλέφωνο και επικοινωνεί με τη σύζυγό του χαρακτήρα του. Οι κωμικές στιγμές που ακολουθούν είναι ακριβώς αυτό που χρειάζονται οι σκηνές του για να είναι επιθυμητές από τους θεατές να επιστρέψουν και να αναπτυχθούν περαιτέρω. Ο χαρακτήρας του Πάνου Σταθακοπούλου σε συγγραφικό επίπεδο είναι ο χαρακτήρας που επιλέγει ο συγγραφέας να τον εκπροσωπήσει εντός της ιστορίας του, γεγονός που κρύβει εκπλήξεις.
Αποτίμηση:
Η παράσταση είναι ένα ενδιαφέρον πάντρεμα μυστηρίου και κωμωδίας με τους ηθοποιούς να διατηρούν τις ισορροπίες που χρειάζεται για να συγκροτηθεί ένα δίκαιο σύνολο. Η φύση του έργου είναι αυτή, που έχει ανάγκη από χρόνο και «στήσιμο» σε επίπεδο πλοκής, με απώτερο σκοπό να έρθει η στιγμή της λύτρωσης. Υπάρχουν σκηνές μέσα στην παράσταση που επαναλαμβάνονται έχοντας ωστόσο κατά νου αυτή την προετοιμασία. Η παράσταση μέσα από αυτές παίρνει μία λογική παράταση, αλλά βρίσκει ξανά ρυθμούς. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου έχουν ένα ενδιαφέρον όταν διακόπτονται, καθώς δημιουργούνται ενδιαφέρουσες εικόνες που προσδίδουν στην ατμόσφαιρα. Η μουσική που χρησιμοποιείται, πέρα από τις γαλλικές μελωδίες, ορισμένα ηχητικά ξεσπάσματα δεν ταιριάζουν πλήρως στην ατμόσφαιρα που στήνεται. Η είσοδος τους γίνεται απότομα όπως αρμόζει σε ένα αποτέλεσμα μυστηρίου, αλλά όχι οργανικά. Ολοκληρώνοντας, πρόκειται για μία παράσταση γεμάτη με σκηνές και στιγμές όλων των αποχρώσεων και των συναισθημάτων με αυτό που απομένει στο τέλος να είναι ένα ένθερμο χειροκρότημα.
Βαθμολογία: 6,8/10