Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Το έργο «Closer» (Εξ’ επαφής) βασίζεται στην ομώνυμη ταινία του Μάικ Νίκολς, η οποία κυκλοφόρησε το 2004, σε σενάριο του Πάτρικ Μάρμπερ.
Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία, γεμάτη συναισθηματικές ανατροπές και αυξομειώσεις με φόντο το λονδρέζικο αστικό περιβάλλον. Η αλληλεπίδραση των χαρακτήρων μεταξύ τους θα είναι επεισοδιακή, καθώς θα αφεθούν στα πάθη τους και θα βαδίσουν ερμητικά κοντά σε ένα μονοπάτι, από το οποίο δε θα βγουν συναισθηματικά αλώβητοι. Γνωρίζοντας την ιστορία, πάμε να δούμε πως το κινηματογραφικό έργο μεταφέρθηκε στην ελληνική σκηνή από την εταιρεία παραγωγής «Νέος Κόσμος».
Επί τω έργω:
Ο σκηνοθέτης της παράστασης Δημήτρης Αγιοπετριτής-Μπογδάνος μαζί με την σκηνογράφο του Λίνα Πηγαδιώτη στήνουν με τέτοιον τρόπο την σκηνή ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αναδείξουν πληθώρα χώρων χρησιμοποιώντας τα συστατικά που συνθέτουν μια σκηνή. Πρόκειται για μια σύνολο λευκών επίπλων και μία συστοιχία από αστικούς φανοστάτες, οι οποίοι διασπώνται και μετακινούνται κατά το δοκούν των λειτουργών τους. Η παράσταση έχει λογικά χρονικά άλματα διαστήματος εβδομάδων, ίσως και μηνών, τα οποία λειτουργούν με τρόπο που να θέτουν τα θεμέλια για την εισαγωγή της επόμενης σκηνής. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο είναι που μεταφέρονται τεχνηέντως τα κομμάτια της σκηνής και στήνονται με τρόπο ευρηματικό για την περάτωση της νέας που έπεται.
Στην σκηνή πέρα από τους πρωταγωνιστές και τα σκηνικά βρίσκεται μία κάμερα για να τους πλαισιώσει και τους δύο. Η χρήση κάμερας που καταγράφει σε ζωντανό χρόνο την παράσταση και δανείζεται στοιχεία από το μέτωπο του κινηματογράφου είναι μία συνήθης πρακτική στο σύγχρονο θέατρο. Βέβαια, η τακτική αυτή κατάφερε να εισχωρήσει και στο αρχαίο δράμα, όπως στην παράσταση με τίτλο «Ιππόλυτος» που ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο κατά την περασμένη καλοκαιρινή σεζόν. Γυρίζοντας στην εν λόγω παράσταση, η χρήση της κάμερας είναι μία λογική επιλογή. Συνδυάζεται άψογα με έναν από τους χαρακτήρες, και ακολουθεί τις νόρμες της εποχής, στην οποία το έργο αναφέρεται, τη δεκαετία του ’90. Ας μη ξεχνάμε ότι αυτή η δεκαετία είναι ένα μεταβατικό στάδιο, σημείο τομή στην επικοινωνία των ανθρώπων μέσα από το διαδίκτυο. Η κάμερα εντούτοις δεν εξυπηρετεί μόνο τη μόδα του θεάτρου ή την εποχή της παράστασης. Υπηρετεί τις σκηνοθετικές οδηγίες και γίνεται εργαλείο της ερμηνείας των ηθοποιών. Στη μεγάλη πάνινη οθόνη πίσω από την σκηνή, οι ηθοποιοί κρατώντας και λειτουργώντας την κάμερα αποτυπώνουν καίρια σημεία των ερμηνειών και της παράστασης. Κοντινά πλάνα σε άκαμπτα χέρια, εύθραυστα βλέμματα και λικνίζοντες γλουτούς εντείνουν την τεταμένη ατμόσφαιρα ανάμεσα στους πρωταγωνιστές με τους/τις θεατές να αισθάνονται πληθώρα συναισθημάτων, καθώς βυθίζονται στα καθίσματα τους.
Επί τη σκηνή:
Ο θίασος αποτελείται από τέσσερις ηθοποιούς, όπως άλλωστε και ο ερμηνευτικός πυρήνας της ταινίας του Νίκολς.
Στην αρχή βλέπουμε μονάχα σκιές από αυτούς μέχρι τουλάχιστον να ανάψουν οι κεντρικοί προβολείς. Η πρώτη σκηνή αρχίζει και αμέσως γνωρίζουμε την πρωταγωνίστρια, την Ναταλία Σουίφτ στον ρόλο της ευάλωτης συναισθηματικά Άλις. Η ενέργεια της κυρίας Σουίφτ δεν έχει προηγούμενο. Σκηνή και σκηνικά της ανήκουν και δεν κάνει εκπτώσεις. Η κίνηση της υπό την ΥβόννηΤζάθα είναι ζωηρή, το ίδιο και η ερμηνεία της. Αποδίδει όλα εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ρόλου της, προτού προλάβουμε να την γνωρίσουμε κατά το πέρας του έργου. Ανατρέπει τις ισορροπίες με την δράση και τον λόγο της. Δίνει μια διαφορετική κατεύθυνση σε σχέση με αυτό που εισήγαγε η Νάταλι Πόρτμαν στον αντίστοιχο ρόλο, και αυτό είναι απολύτως λογικό, αφού η παράσταση είναι ελαφρώς διαφοροποιημένη.
Ακολουθεί η εισαγωγή του Σπύρου Σταμούλη, ως Νταν, του ακόλαστου και ορεξάτου συγγραφέα. Ο ηθοποιός φέρνει ένα κατευναστικό πνεύμα έναντι των εντατικών επιχειρήσεων της συμπρωταγωνίστριας του, Σουίφτ. Ο χαρακτήρας του στην αρχή τουλάχιστον είναι μετριοπαθής. Θέλει να βοηθήσει, μέχρι που έρχεται αντιμέτωπος με την πρώτη του επιτυχία. Το προφίλ του αλλάζει άρδην και θέτει σε κίνηση ένα ερωτικό σχέδιο, το οποίο κατά την περάτωση του καταστρέφει και τον ίδιο. Η μεταστροφή του χαρακτήρα του στα χέρια ενός άλλου ηθοποιού θα τον καθιστούσε αντιπαθή στο κοινό, ο κύριος Σταμούλης όμως έχει αυτό το χάρισμα, ώστε μέχρι το τέλος να διατηρεί τη συμπάθεια του κοινού προς το πρόσωπο του. Είναι ο τρόπος που κινείται; Ο ρυθμός στη φωνή του; Ακόμη, δε μπορεί να οριστεί με ακρίβεια, και ίσως να μη χρειάζεται. Η ερμηνεία πρέπει να διαθέτει λίγο μυστήριο…
Τρίτος χαρακτήρας που κάνει την εμφάνιση του είναι ο Μιχάλης Λεβεντογιάννης στον ρόλο του δερματολόγου Λάρυ. Ο κύριος Λεβεντογιάννης φέρνει στον ρόλο αρρενωπότητα και γοητεία, ενώ είναι ο πρώτος που παρασύρεται στο ερωτικό παιχνίδι. Αλλάζει πολλά προφίλ κατά τη διάρκεια της παράστασης. Πρωτοεμφανίζεται σαν ένας ανάλαφρος και ήσυχος γιατρός, για να μετατραπεί σε έναν άνδρα που τον οδηγούν τα συναισθηματικά του πάθη, για να εξελιχθεί σε μια σεξουαλική κυνική ορμή. Ο χαρακτήρας του ωστόσο είναι αυτός που προκαλεί γέλιο στο κοινό λόγω των ξεσπασμάτων του που συνοδεύονται από την πικάντικη μετάφραση του Θωμά Μοσχόπουλο. Είναι ένας χαρακτήρας που ανακαλύπτει τη φύση του εαυτού του μέσα από τις ερωτικές περιπτύξεις από τις οποίες διέρχεται.
Τέταρτη ηθοποιός που εμφανίζεται στην παράσταση και αποτελεί τον μοχλό δράσης και πίεσης είναι η Βίκυ Παπαδοπούλου στον ρόλο της φωτογράφου Άννα. Η ηθοποιός έχει μία σκηνική άνεση που της επιτρέπει να μη χρειάζεται να κάνει πολλά για να καταστήσει τον χαρακτήρα της στην σκηνή. Ο χαρακτήρας της είναι ο λόγος που γίνεται η παιγνιώδης ανταλλαγή συντρόφων δεδομένου ότι αφυπνίζει εντόνως το πάθος των δύο ανδρών. Ο σκηνοθέτης γνωρίζει με ποια ηθοποιό έχει να εργαστεί, για αυτό και επιλέγει σε μια σκηνή συναισθηματικής φόρτισης για τον χαρακτήρα της ηθοποιού, να στήσει την κάμερα ευθύς στα μάτια της. Είναι η σκηνή που ανταλλάζει κάτι αποκλειστικά δικό της, από τον εαυτό της για να καταφέρει να απελευθερωθεί από τα δεσμά του ερωτικού τετραγώνου, και το επικοινωνεί σε άψογο δραματικό τόνο. Ο χαρακτήρας της ακολουθεί με αυτό τον τρόπο το διάβημα των υπολοίπων που λύγισαν εντός της πλοκής, με την σκηνή να απογειώνεται λόγω της παράλληλης δράσης από την κυρία Παπαδοπούλου.
Αποτίμηση:
Η παράσταση είναι ένα μοντέρνο έργο που όσο περνούν τα χρόνια θα έρχεται όλο και πιο κοντά στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά ακόμα θέλει χρόνο. Η μετάφραση, αν και πιστή στο πνεύμα του έργου, δεν μπορεί να έχει την ίδια βαρύτητα σε ένα ελληνικό κοινό. Ο βομβαρδισμός έντονης σεξουαλικής και υβριστικής φρασεολογίας περισσότερο γέλιο προσέδιδαν παρά προβληματισμό. Είναι η φύση του έργου αυτή, όπως και το γεγονός ότι κάπου στη μέση αναρωτιέσαι ποιος είναι με ποιον.
Οι συντελεστές και ηθοποιοί ωστόσο δίνουν τον καλύτερο τους εαυτό για να βγει ένα έργο που να έχει σοβαρές στιγμές, και πράγματι τις έχει! Η χημεία των πρωταγωνιστών είναι ένα από τα πλεονεκτήματα της παράστασης, καθώς δίχως την ένθερμη αλληλεπίδραση τους, η ανταλλαγή συντρόφων δε θα μπορούσε να δουλέψει. Τα τραγούδια που ακούγονται είναι ευχάριστες διασκευές σε ρυθμό μπαλάντας, και ταιριάζουν στην πλειοψηφία τους στις σκηνές που οι χαρακτήρες αλληλοεπιδρούν «εξ επαφής» μεταξύ τους.
Βαθμολογία: 6.7/10