Είδε ο Γιώργος Μπαστουνάς και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
.
Η παράσταση «Bonsai. Ιστορίες για το βέλος του κόσμου» αποτελεί μία δημιουργία της Κλαίρης Χριστοπούλου, η οποία παρουσιάζεται στο θέατρο «Αμαλία». Η παράσταση αφορά στην ημερολογιακή καταγραφή των περιστατικών, που κλήθηκε να αναλάβει μία γυναίκα, που φρόντιζε άτομα προχωρημένης ηλικίας. Περιγράφει αρκετές περιπτώσεις με τις σκηνές να δομούνται πάνω στην αναπαράσταση της κάθε ιστορίας, αλλά και του εκάστοτε προβλήματος υγείας με το οποίο ερχόταν αντιμέτωπη (βλ. άνοια, Αλτσχάιμερ, πάρκινσον, αναπηρία).
Ξεκινώντας από τα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης αρχικά θα εντάσσαμε τη σύλληψη, η οποία πράγματι είχε μία ενδιαφέρουσα αφετηρία. Μέσα από το κείμενο επιδιώχθηκε η προσέγγιση της αντιμετώπισης των ατόμων τρίτης ηλικίας από τον περίγυρό τους, καθώς και μία γενικότερη αναφορά στο φθαρτό της ανθρώπινης ύπαρξης και στην καθοδικότητα της υγείας του σώματος και του μυαλού που επέρχεται με τις παραπάνω ανίατες ασθένειες. Αγάπη, μοναξιά, ανάγκη για συντροφικότητα, προσφορά αποτέλεσαν ορισμένα από τα βασικά σημεία του κειμένου.
Παράλληλα, οι φωτισμοί της Αθηνάς Μπανάβα ήταν έντονοι και ζεστοί, που κέντριζαν το ενδιαφέρον, δημιουργώντας μία αρεστή ατμόσφαιρα. Υπήρχαν ενδιαφέρουσες εναλλαγές και δόθηκε βάση σε σημεία παύσεων.
Οι πρωταγωνίστριες αποτέλεσαν ένα σύνολο με σχετικά καλή χημεία. Η Νατάσσα Αστρεινίδη φάνηκε να υπερέχει στους ρόλους των ηλικιωμένων γυναικών, με μία ερμηνεία, η οποία προσπάθησε να αποτυπώσει με ικανοποιητικό τρόπο την κατάπτωση αυτών των ανθρώπων, αλλά και την ανάγκη τους να τους φροντίσει και να τους νοιαστεί κάποιος. Δυστυχώς, η σκηνοθεσία με την επανάληψη πολλών στιγμών την οδήγησε στο να κουράσει σε αρκετά σημεία, που έμοιαζαν ταυτόσημα με άλλα. Η Χριστίνα Κοροβίλα και η Δήμητρα Σταματίου φάνηκαν διεκπεραιωτικές στον κοινό ρόλο τους, με την μία να αφηγείται και την άλλη να ερμηνεύει τον ρόλο της γυναίκας, που φρόντιζε τις ηλικιωμένες.
Δυστυχώς, η παράσταση αρκέστηκε στα παραπάνω θετικά στοιχεία με την πλειοψηφία των υπόλοιπων στοιχείων να έχουν ένα καθαρά αρνητικό(–) πρόσημο.
Πρωταρχικά, η σκηνοθεσία είχε αρκετά αδύναμα σημεία, με αποτέλεσμα να φανεί πως δεν μπορούσε να διαχειριστεί το κείμενο και να δομήσει με ένα συνολικά ισορροπημένο τρόπο τις σκηνές. Στις πρώτες σκηνές η παράσταση είχε δυναμικά χαρακτηριστικά, δημιουργώντας προσδοκίες, οι οποίες τελικά δεν εκπληρώθηκαν ποτέ. Κάθε σκηνή παρουσίαζε τις εναλλαγές της ιστορίας, με τα στιγμιότυπα να προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα συνολικό συμπέρασμα. Δεν τα κατάφεραν με την προσπάθεια να πέφτει στο κενό. Ανιαρή σύνθεση, επαναλαμβανόμενα μοτίβα, έλλειψη συνοχής αποτέλεσαν τα βασικά στοιχεία της. Η κάθε μία ιστορία έμοιαζε να επαναλαμβάνει κάποια στοιχεία της προηγούμενης και αυτομάτως να θέτει τα στοιχεία της επόμενης. Δεν υπήρχε μία πρωτοτυπία στη σύλληψη, σε σημείο σε αρκετά σημεία η παράσταση να μοιάζει με την παρουσίαση των προβών των συντελεστών αυτής.
Αποκορύφωμα σε όλα αυτά ήταν φυσικά, η στιγμή, που μία εκ των πρωταγωνιστριών πήρε θέση στο κέντρο της σκηνής και κάλεσε τους θεατές σε περισυλλογή και διαλογισμό (ναι, καλά διαβάσατε!). Η παράσταση διεκόπη προσωρινώς και μετά τη συλλογική συγκέντρωση επανήλθε στην προηγούμενη ροή της! Νομίζω, πως έχουμε χάσει το μέτρο… Τέτοιες πρακτικές πολλές φορές δεν αναβαθμίζουν το περιεχόμενο, αλλά μάλλον το υποθάλπουν.
Πέραν αυτών το κείμενο προχωρούσε αργά και βασανιστικά με κάποια ωραία στοιχεία να χάνονται στην πορεία. Το νόημα αλλοιώθηκε και αναλώθηκε σε σημεία ασύμβατα μεταξύ τους. Φιλοσοφικά τσιτάτα σε συνδυασμό με την επιχειρούμενη διασύνδεση με το μπονσάι δημιούργησαν μία αλλόκοτη συνθήκη. Εντελώς περιττό στοιχείο ήταν η ανάμειξη ελληνικών και αγγλικών φράσεων, οι οποίες δεν είχαν κανένα νόημα. Όπου αγγλικές φράσεις από τις πρωταγωνίστριες, να και η μετάφραση από την αφηγήτρια… Δεν εξηγήθηκε αυτό το στοιχείο ούτε από τα δρώμενα, ούτε από την πατρότητα του κειμένου.
Τα λοιπά στοιχεία κινήθηκαν εξίσου σε χαμηλά πλαίσια, με το σκηνικό της Μαρίας Όσσα να αποτελείται από ένα πλαίσιο που έμοιαζε με το μέρος ενός σπιτιού και μία καρέκλα, η οποία χρησιμοποιούνταν άλλοτε ως κάθισμα και άλλοτε ως κρεβάτι. Ομοίως, η μουσική του Ανδρέα Ασημακόπουλου δεν αξιοποιήθηκε με αποτελεσματικό τρόπο, ώστε να κουμπώσει σε κομβικά μέρη του κειμένου, με το στοιχείο αυτό να υποβαθμίζεται και να μοιάζει ως ένα ακολούθημα των υπολοίπων. Τέλος, διεκπεραιωτική έμοιαζε και η ενδυματολογία της Πένης Ντάνη, η οποία κινήθηκε σε απλοϊκά επίπεδα.
Συνολικά(=), θα λέγαμε, πως η παράσταση δεν είχε μία σαφή και ξεκάθαρη ταυτότητα, προκειμένου να θίξει καίρια ζητήματα, παρότι το θέμα με το οποίο καταπιανόταν ήταν ενδιαφέρον. Υπήρχαν αρκετά ερασιτεχνικά σημεία, τα οποία δεν έδειξαν, πως η παράσταση αποτελεί ένα ενιαίο όλο, αλλά μάλλον μία συρραφή στοιχείων…
Βαθμολογία:
3,4/10
.
«Bonsai. Ιστορίες για το βέλος του κόσμου»
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2022 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 11α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2022
.