Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Η κωμωδία «Μπαμπάδες Με Ρούμι» του αξεπέραστου διδύμου Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα έχει κερδίσει το στοίχημα με τον χρόνο, αλλά και την εμπιστοσύνη του ελληνικού κοινού, που τιμάει την παράσταση σταθερά από το 1996.
Πάμε να δούμε πως μεταφέρθηκε από τη θεατρική ομάδα του Βίκυς Σταυροπούλου και του Χρήστου Χατζηπαναγιώτη σε παραγωγή «Αθηναϊακά Θέατρα» στο Θέατρο Δάσους, φέτος κατά την καλοκαιρινή περίοδο του 2024.
Πρόκειται για την ιστορία μίας ελληνικής οικογένειας που συγκεντρώνεται ξανά μαζί εξαιτίας του εγκεφαλικού επεισοδίου που έπαθε ο ηλικιωμένος πατέρας τους. Οι δύο του γιοί, εκ διαμέτρου αντίθετοι μεταξύ τους, με τις συζύγους τους που αντιπαθούν και ζηλεύουν η μία την άλλη, καλούνται να μοιραστούν το σπίτι και την κληρονομιά στην άτυχη περίπτωση που ο πατέρας τους δεν τα καταφέρει. Η κατάσταση ανάμεσα τους θα εκτραχυνθεί με το που γνωρίσουν τη σχέση του πατέρα τους με την βουλγαρικής καταγωγής οικονόμο του σπιτιού. Μπροστά στην παχυλή κληρονομιά και τα χρήματα που θα αποκομίσουν, δε θα διστάσουν να προβούν σε αθέμιτες σκέψεις, οι οποίες δε θα αργήσουν να μετατραπούν σε πράξεις. Έπειτα, τα πράγματα θα πάρουν μία εκτός ελέγχου τροπή και θα φέρουν στην επιφάνεια την αδύναμη και ακόλαστη φύση των χαρακτήρων.
Επί τω έργω:
Ο Θανάσης Παπαθανασίου και ο Μιχάλης Ρέππας, οι οποίοι συνυπογράφουν σκηνοθεσία και σενάριο, δεν παρουσιάζουν το έργο τους δίχως αλλαγές. Ο πυρήνας της κωμωδίας παραμένει σταθερά αστείος, ως εκ τούτου διαχρονικός, αλλά οι αναφορές των ηθοποιών στην καθημερινότητα αλλάζουν, εξελίσσονται. Δε θα μπορούσαν και διαφορετικά, αν θέλουν να προλάβουν την εποχή και να πιάσουν τον παλμό της ελληνικής κοινωνίας, πρωταρχικός στόχος της παράστασης. Αυτός είναι και ο λόγος που γίνονται αναφορές σε εκπομπές όπως το «My Style Rocks» και το «Πάμε Δανάη!», και σε πρόσωπα όπως αυτό του Στέφανου Κασσελάκη, της Ιωάννας Τούνη και του Νίκου Κοκλώνη. Αναφορές που το κοινό του 2024 όχι μόνο θα αντιληφθεί, αλλά θα γελάσει αναπάντεχα και σε ανύποπτο μεν, ταιριαστό δε χρόνο.
Ο διάλογος είναι διαρκής και δε διακόπτεται. Η παράσταση εμπεριέχει τρία ξεσπάσματα, ένα πριν το σερβίρισμα του γλυκίσματος «μπαμπά» με προσθήκη ρούμι, ένα στην σκηνή στο νεκροταφείο και ένα στο τέλος. Αυτές οι τρεις καταλήξεις, οι οποίες είναι κλιμάκωση τριών αντίστοιχων σκηνών, δίνουν την ευκαιρία στους ηθοποιούς να οργιάσουν υποκριτικά. Ο ένας μιλάει πάνω στον άλλον, αναθεματίζει, βρίζει, καταριέται, με νευρικές κινήσεις ο κάθε ένας από τους χαρακτήρες προβάλλει την οπτική του γωνία, που θεωρεί και απολύτως σωστή. Ένα λεκτικό κουλουβάχατο, ένα προφορικό μπέρδεμα, το οποίο εντός της παράστασης αναπτύσσει τους χαρακτήρες και προχωράει την πλοκή χαρίζοντας άφθονο γέλιο και προβληματισμό.
Το σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη ακολουθεί τη λογική του σκηνογράφου και εξυπηρετεί διττό σκοπό. Από την μία πλευρά απεικονίζει τον εσωτερικό χώρο του σπιτιού του πατέρα των ανδρών πρωταγωνιστών. Ένα κλασικό σκηνικό σπιτιού επαρχίας, από την πίσω όμως μεριά απεικονίζει το φόντο ενός νεκροταφείου, μέρους που μεταφέρεται η ιστορία από τη μέση και μετά. Τα κουστούμια της Έβελυν Σιούπη είναι κλασικής γραμμής και ταιριάζουν απόλυτα με το σκηνικό περιβάλλον.
Ακούω καλά; Ακούτε και εσείς; Βρέχει;
Με τη μεταβολή του σκηνικού λοιπόν και την ανάδειξη του νέου περιβάλλοντος, ο καιρός της Θεσσαλονίκης δεν έκανε άλλες χαρές στους ηθοποιούς και τους θεατές, με άμεσο αποτέλεσμα να αρχίσει να βρέχει! Στην αρχή, καμία από τις δύο πλευρές δεν πτοήθηκε. Ήταν ένα ψιλόβροχο μονάχα με το κοινό να αναλαμβάνει τα μαξιλάρια από φελιζολ και να καλύπτεται από την βροχή με αυτά. Έπειτα ακολούθησαν οι αστραπές, και μέσα από μία ανοιχτή επικοινωνία των θεατών με την Βίκυ Σταυροπούλου και τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη και υπό τους χτύπους ένθερμου χειροκροτήματος, αποφασίστηκε να λήξει η παράσταση μετά από μία ώρα θέασης. Το θεατρικό ραντεβού ανανεώθηκε για την επομένη, με την κυρία Σταυροπούλου να καλεί όλον τον κόσμο στην αυριανή της παράσταση, αλλά και στις παραστάσεις στην Λάρισα που θα ακολουθήσουν. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά την βροχόπτωση και τους κεραυνούς, οι ηθοποιοί δεν έχασαν το χιούμορ τους και διατήρησαν στο ακέραιο τη ψυχραιμία τους.
Την επόμενη ημέρα λοιπόν με έναν πιο αίθριο καιρό στους ουρανούς της Θεσσαλονίκης, η παράσταση άρχισε για άλλη μία φορά!
Που είχα μείνει; Α, ναι! Στην σκηνή στο νεκροταφείο, σε αυτό το σημείο, που το σκηνικό στέφεται αντίστροφα και αλλάζει άρδην το τοπίο, παρατηρείται και μία πιο ενεργή στάση όσον αφορά τους φωτισμούς. Ο Χρήστος Τζιόγκας ακολουθεί μία ουδέτερη προσέγγιση στον φωτισμό καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Η μεταβολή που συντελείται από τη μέση και μετά του δίνει τη δυνατότητα να χρωματίσει την σκηνή με πιο ατμοσφαιρικά και σκούρα χρώματα, δίνοντας όντως την αίσθηση σε μεταφυσικό επίπεδο ότι βρισκόμαστε στον «κρύο» τόπο ενός νεκροταφείου.
Επί τη σκηνή:
Ο θίασος αποτελείται από 6 ηθοποιούς, οι οποίοι έχουν λάβει συγκεκριμένες οδηγίες. Να κάνουν σαματά και χαμό στις σκηνές που βρίσκονται όλοι επί σκηνής. Τα καταφέρνουν και με το παραπάνω!
Η Βίκυ Σταυροπούλου στον ρόλο της «Ρόης» είναι μια δύναμη της φύσης. Εισέρχεται στην σκηνή με έναν αέρα και μία ενέργεια την οποία διατηρεί για όλη τη διάρκεια της παράστασης. Δε μένει σε ένα σημείο, εντάσσει τη νευρική και σπασμωδική κίνηση της ως κύριο χαρακτηριστικό του ρόλου της και περιφέρεται συνέχεια. Το κωμικό της «timing» είναι άψογο. Γνωρίζει το κοινό της και εκφέρει τις ατάκες της τη σωστή στιγμή, στον σωστό τόνο. Δε θα προκαλούσε ιδιαίτερη εντύπωση, αν η ηθοποιός αυτοσχεδίασε, πράγμα που σημαίνει ότι όχι μόνο διαθέτει βαθιά αντίληψη του έργου, αλλά «διαβάζει» τις ανάγκες του κοινού, πριν καν αυτό τις εκφράσει.
Ο συμπρωταγωνιστής της στο θέατρο, αλλά και στη ζωή, Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, ακολουθεί με διαφορετική προσέγγιση. Συμπληρώνει απόλυτα τον χαρακτήρα της κυρίας Σταυροπούλου με το να είναι εντελώς διαφορετικός από αυτή. Οι ατάκες του αποδοκιμάζουν και μεταφέρονται με μία κούραση, η οποία είναι τόσο ζωηρή και φυσική που δεν μπορείς παρά να γελάσεις. Μία από τις καλύτερες σκηνές του είναι κατά το πρώτο ξέσπασμα και την αποτροπή του σερβιρίσματος «μπαμπά» με ρούμι. Όλη του η απόπειρα, από την αρχή μέχρι το τέλος της σκηνής, είναι η απόδειξη της ιδανικής επιλογής του ηθοποιού για τον ρόλο.
Το επόμενο ζευγάρι είναι αυτό του Κωνσταντίνου Γαβαλά και της Νίκης Λάμη στους ρόλους των «Χρήστου» και «Τζένης» αντίστοιχα. Η δυναμική τους πηγάζει από την κοινή τους διαδρομή στην ιστορία. Έχουν ελάχιστες σκηνές χώρια και αυτές είναι προς το τέλος. Αποτελούν το κοινό μέτωπο εναντίον του πρώτου ζευγαριού, όσον αφορά τα κληρονομικά. Στην αρχή θεωρεί κανείς ότι πρόκειται για δευτεραγωνιστές, αλλά όσο εξελίσσεται η πλοκή αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο. Στα ξεσπάσματα είναι συνήθως η αιτία που τα πράγματα ξεφεύγουν με τους ηθοποιούς να ακολουθούν ερμηνευτικά τον τόνο που θέτει η Βίκυ Σταυροπούλου. Η σκηνή ωστόσο που έκλεψε το γέλιο και επακόλουθο χειροκρότημα του κοινού δεν είχε ως πρωταγωνιστές το πρώτο δίδυμο, αλλά αυτούς. Συμβαίνει ξανά κατά το πρώτο ξέσπασμα, όταν ο χαρακτήρας του κυρίου Γαβαλά επιμένει να φάει έναν από τους «μπαμπάδες». Η καταλυτική αντίδραση του χαρακτήρα της κυρίας Λάμη είναι από άλλη παράσταση!
Το τρίτο υποκριτικό δίδυμο είναι αυτό της Σοφίας Βογιατζάκη και Κωνσταντίνας Μιχαήλ στους ρόλους των «Βάσω» και «Βέσκα». Οι δύο τους εισάγονται μαζί, και ήδη από τις πρώτες σκηνές προκαλούν γέλιο μιλώντας ξένη γλώσσα. Δεν είμαι σίγουρος πως ακριβώς τα καταφέρνουν ή αν μιλούν πράγματι βουλγαρικά, αλλά είναι ξεκαρδιστικές. Η χημεία της κυρίας Βογιατζάκη με την κυρία Σταυροπούλου μετράει χρόνια, ήδη από την τηλεοπτική σειρά: «Είσαι το ταίρι μου». Βλέποντας τες να μοιράζονται την σκηνή, αντιλαμβάνεται κανείς ότι μόνο να βελτιωθεί μπορεί η μεταξύ τους ερμηνευτική σύνδεση. Οι ατάκες εκτοξεύονται η μία πίσω από την άλλη με την ηθοποιό να είναι το ίδιο ενεργή, όπως και η πρωταγωνίστρια της παράστασης. Για πολλοστή φορά, το πρώτο ξέσπασμα την βρίσκει στο επίκεντρο να καρπώνεται την επιτυχία όλης της σκηνής. Δίχως τη δική της ενέργεια, οι δοκιμές των υπόλοιπων ηθοποιών δε θα κατάφερναν να φθάσουν σε αυτά τα κωμικά ύψη. Μέσα στην κωμωδία περνάει έστω και ενδόμυχα το μήνυμα κατά του αγγλιστί «body shaming».
Η κυρία Κωνσταντίνα Μιχαήλ αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να διατηρεί προφορά για όλη την παράσταση. Τα καταφέρνει περίφημα! Ο χαρακτήρας της παρουσιάζει ποικιλία, καθώς βλέπουμε διαφορετικές πτυχές και προφίλ αυτού, όσο προοδευτικά προχωράει η πλοκή. Είναι αρκετά καλή σε αυτό που κάνει, μόνο που η φύση του ρόλου της είναι τέτοια που δεν της επιτρέπει να λάμψει. Έχει τις στιγμές της και η παράσταση κλείνει με σκηνή της, αλλά εκ φύσεως είναι ένας ρόλος, ένα βήμα πιο μακριά από το υποκριτικό επίκεντρο.
Αποτίμηση:
Θετικά (+): Η παράσταση κάνει αλλεπάλληλες επιτυχίες για έναν λόγο. Μπορεί η δεκαετία του ‘90, που γράφτηκε η κωμωδία, να φαντάζει μακρινή και αλλιώτικη, αλλά δεν παύει να παραμένει ελληνική και σε ισχύ. Αυτός είναι ο λόγος της επιτυχίας. Οι υπόλοιπες προσθήκες είναι για να συμβαδίζει με την εποχή, ο πυρήνας όμως παραμένει διαχρονικός.Οι ερμηνείες είναι άψογες κωμικά με την Βίκυ Σταυροπούλου να αστράφτει και την Σοφία Βογιατζάκη να κλέβει την παράσταση. Το οικονομικό σκηνικό εξυπηρετεί πολλές χρήσεις.
Αρνητικά (-): Πρόκειται για μία μεγάλη σε διάρκεια παράσταση. Υπάρχει λόγος για αυτή την επιλογή. Μόνο αν δοθεί ολόκληρο το πλαίσιο, οι θεατές θα γνωρίζουν τι έχει συμβεί, γιατί έχει συμβεί και θα μπορούν να προβούν σε μία κριτική της ηθικής των χαρακτήρων. Η διάρκεια όμως στέκεται κατά κάποιον τρόπο ως ένα εμπόδιο έναντι της απόλυτης απόλαυσης. Ο ήχος από την άλλη δεν ήταν κατάλληλος για τη μεταφορά της παράστασης. Οι συντελεστές πέρα από κάθε δυσκολία που αντιμετωπίζουν κατά τη διάρκεια της περιοδείας, είχαν να ανταπεξέλθουν σε συνθήκες καταιγίδας, οπότε κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει. Ένα «τσικ» πιο χαμηλά και ο ήχος θα ήταν τέλειος.
Κλείνοντας, η παράσταση παρά τις αντιξοότητες των ημερών που δεν είναι μόνο η παροδική βροχή, αλλά και η διαρκής ζεστή, ήταν αυτό ακριβώς που θα περίμενε κανείς να είναι! Μπορεί να μην είναι τέλεια, είναι όμως ξεκαρδιστική!
Βαθμολογία 6,7/10
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΜ ΚΛΙΚ ΕΔΩ