Αξιοθαύμαστη «H NΟΣΤΑΛΓΟΣ» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη κατά ΑΝΝΑ ΠΑΠΑΜΑΡΚΟΥ. Με «Μια Άλλη Ματιά» από τον Αχιλλέα Ψαλτόπουλο.
Το διήγημα «Η Νοσταλγός», γράφτηκε από τον Παπαδιαμάντη το 1894 όταν ο συγγραφέας ήταν πια σαράντα τριών ετών, σε πλήρη συγγραφική ωριμότητα. Το 2005 έγινε ταινία από την Ελένη Αλεξανδράκη, με πρωταγωνιστές την Όλια Λαζαρίδου και τον Γιώργο Τσουλάρη, με μουσική του Νίκου Παπάζογλου και γυρισμένη στη Νίσυρο.
Ήρωες του διηγήματος είναι ο Μαθιός, ένας νέος 18 ετών και η Λιαλιώ μια εικοσιπεντάχρονη κοπέλα που είναι παντρεμένη με έναν πολύ μεγαλύτερό της άνδρα, τον 50χρονο μπάρμπα – Μοναχάκη. Ο Μαθιός είναι κρυφά ερωτευμένος με τη Λιαλιώ και κάποιο βράδυ η κοπέλα του προτείνει να κάνουν ένα περίπατο. Περπατώντας κοντά στο γιαλό η Λιαλιώ εκφράζει την επιθυμία να μπει σε μια βάρκα και να φύγει μακριά, προς τον τόπο καταγωγής της. Ο Μαθιός της προτείνει να πάρουν μια βάρκα και να φύγουν μαζί. Η Λιαλιώ νοσταλγεί τον τόπο της και δεν αντέχει να ζει πλέον μακριά από τους δικούς της. Ο Μαθιός, ντροπαλός και ιπποτικός ταυτόχρονα, δεν τολμά να εκφράσει ανοικτά τον έρωτά του για την κοπέλα. Όμως καθώς ξεμακραίνουν με την κλεμμένη βάρκα, γίνεται αισθητή η απουσία της Λιαλιώς. Ο μπάρμπα – Μοναχάκης μαζί με άλλους άνδρες παίρνουν μια μεγάλη βάρκα (μια σκαμπαβία) και αρχίζουν να καταδιώκουν τους δύο «δραπέτες». Τελικά οι διώκτες προλαβαίνουν τους δύο νέους στην παραλία του Αγ. Νικολάου και η Λιαλιώ επιστρέφει ηθελημένα στο σύζυγό της λέγοντας στον Μαθιό : «– Σύρε στο καλό, με τη σκαμπαβία, Μαθιέ μου π’λάκι μου,» του είπε με τόνον ειλικρινούς συγκινήσεως το Λιαλιώ’ «κρίμας που είμαι μεγαλύτερη στα χρόνια από σένα’ αν πέθαινε ο μπάρμπα – Μοναχάκης θα σ’ έπαιρνα.».
Έργο θαλάσσιου journey, φυγής και καταδίωξης. Νυκτερινό. Μια νύχτα, όμως γεμάτη θαύματα, μια νύχτα γεμάτη μάγια. Με το φεγγάρι να έχει μόλις ανατείλει. Απ’ αυτές που μαζί με το φυσικό τοπίο βοηθούν και ενδυναμώνουν τα ερωτικά σκιρτήματα. Μια ερωτική ιστορία που θα μείνει ατελής. Ανεκπλήρωτη. Όπου στον φυσικό νόμο της έλξης θα αντιπαρατεθεί ο ηθικός νόμος του «πρέπει». Κι έτσι η υπέρβαση (άλλοι την λένε αμαρτία) δεν θα συμβεί. Κι έτσι ο Μαθιός (σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης) θα μείνει με την πικρή γεύση της ακύρωσης και την γλυκιά ανάμνηση μιας περιπέτειας που δεν μπόρεσε να ευοδώσει τον πόθο του. Και η Λαλιώ;!
Εδώ δίνεται και το πρώτο «εύγε» στην σκηνοθέτιδα Άννα Παπαμάρκου. Γιατί δεν αρκείται σε μια γραμμική, χρονικά συμπαγή αναπαράσταση των γεγονότων, αλλά διασπά τον χρόνο στο «τώρα» και στο «τότε». Έτσι στο «τώρα» μια ώριμη γυναίκα, η έξοχη Αριέττα Μουτούση, σεμνή αστική φιγούρα, γίνεται αφηγήτρια της «τότε» περιπέτειας. Νάναι άραγε η μεγαλωμένη Λιαλιώ; Όλες οι σκηνοθετικές ενδείξεις συνηγορούν σ’ αυτό. Επομένως η Λιαλιώ γίνεται διπλά Νοσταλγός. Όχι μόνο της πατρίδας της (φαινόμενο που σίγουρα θα το αντιμετωπίσουμε σύντομα και στις μέρες μας, με όλους αυτούς τους νέους μας που αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν λόγω κρίσης), αλλά και της στιγμής εκείνης που έστω και για ελάχιστες ώρες ήταν πραγματικά ελεύθερη, ο εαυτός της. Ούτε «θυγατέρα», ούτε «σύζυγος», αλλά μια γοητευτική γυναίκα που ΔΡΑ αυτοβούλως, απεγκλωβισμένη από τους δύο ρόλους που της έχουν επιβληθεί. Ελεύθερη αν θέλει να γευτεί έναν «ολοκληρωμένο» νεανικό έρωτα που τον έχει στερηθεί. Γιατί τον Νιό που τον είχε ερωτευθεί πριν τον γάμο της, φαίνεται πως τον είχε ερωτευθεί και η Θάλασσα, και τον πήρε κοντά της, πνίγοντάς τον.
.
Κι εδώ βρίσκεται το μεγαλείο της Λιαλιώς, σ’ αντίθεση ίσως με άλλες επαναστατημένες ηρωίδες έργων. Δεν επιζητεί τον σαρκικό έρωτα, όπως θα ήταν φυσικό σ’ αυτήν την ηλικία. Η απάντησή της στον Μαθιό, όταν αυτός, ξεπερνώντας την φυσική συστολή του και την απειρία της ηλικίας του, τολμά να της φιλήσει το χέρι, είναι αποστομωτική: « Αν ήθελα να κάμω τον έρωτα, το σιγουρότερο θα ήτον να μείνω σιμά στον μπάρμπα- Μοναχάκη. Απόδειξις ότι δεν θέλω, είναι ότι εκίνησα να πάω πίσω εις τους γονείς μου. Οι γονείς μου δε θα μπορούν νε με σκεπάσουν, αν το κάμω, ο μπάρμπα- Μοναχάκης θα μ’ εσκέπαζε, και πολύ.(δηλ. θα μου έκανε έρωτα)» και «Δεν του φεύγω, γυρίζω στην πατρίδα μου, πάω να ‘βρω τους γονείς μου… Ανίσως ο μπάρμπα –Μοναχάκης έρθη στην πατρίδα να μ’ εύρη, καλώς να ‘ρθη! Ξέρει πολύ καλά πως δεν είμαι ικανή να προδώσω την τιμή του. Μα ξέρει και τούτο, πως δε μπορώ να ζήσω στα ξένα.» Η παρόρμησή της να μη μειώσει ή ατιμώσει τον σύζυγό της, ούτε ελάχιστα, είναι αξιοθαύμαστη. Παρ’ όλο που αυτός όλο στον καφενέ περνούσε την ώρα του και την άφηνε πάντα μοναχή. Η εσωτερική της δύναμη για μια γυναίκα της ηλικίας και της εποχής της είναι μοναδική : «Να μη μας πιάσουν μοναχά. Δε με μέλει τι θα πη ο κόσμος, να! ούτε τόσο δα, καρφί δε μου καίεται! Ημείς να είμαστε αθώοι, και άφησε τους ανόητους να μας κατηγορούν!»
Τόχει μετανιώσει η ώριμη Λιαλιώ, που δεν παραδόθηκε στον Μαθιό; Το τελευταίο άναμμα του κεριού μας δείχνει την πεποίθησή της πως, καλά έκανε. Όμως, βαθιά μέσα της η νοσταλγία για έναν έρωτα που θα μπορούσε να ανθίσει, και στραγγαλίστηκε στην γέννησή του, από την προσωπική της αξιοπρέπεια, δείχνει πως το βάσανό του σιγοκαίει μέσα της. Κι αυτή την εσωτερική μελαγχολία, για κάτι που χάθηκε πριν δοκιμαστεί και ίσως αργότερα ξεφτίσει από μόνο του, κατόρθωσε να ενσωματώσει στην εξομολόγησή της η Αριέττα Μουτούση, που λειτουργεί τελικά σαν εξορκισμός της πληγής του παρελθόντος.
Αξιοθαύμαστες και οι άλλες δύο ερμηνείες. Η λεπτεπίλεπτη Μαρία Λογοθέτη σαν νεαρή Λιαλιώ, ήταν πραγματικά ερωτεύσιμη. Ξωτικό, Νεράϊδα του Γυαλού, το Όραμα μιας Γυναίκας, εξέπεμπε, χάρη, δυναμισμό και αξιολάτρευτη αθωότητα. Ο Δημήτρης Λιόλιος υπήρξε απόλυτα πειστικός σαν Μαθιός, διχασμένος ανάμεσα στην τόλμη, την συστολή, τον πόθο του και την απαρχή της υπεροχής του Ανδρισμού του. Εύστοχα τα Κοστούμια της Ιωάννας Τιμοθεάδου, να συνάδουν με τον ψυχισμό των ηρώων. Λίγα πλατιά σκαλοπάτια με δύο προστατευτικά Π της Λένας Λέκκου ήταν αρκετά για να μας μεταφέρουν μέσα στο πέλαγος της φυγής και του έρωτα, φωτισμένα αριστοτεχνικά από την έμπειρη Ελευθερία Ντεκώ, και να δημιουργήσουν την σκηνική μαγεία. Μεγάλο «εύγε» για την εκπληκτικά ευαίσθητη και ταξιδιάρα μουσική του Δημήτρη Λαμπριανού. Από τα μεγάλα συν της παράστασης.
Αν υπάρχει κάτι που προσωπικά το βρήκα περιττό, κι αν θέλετε, και διασπαστικό της ομοιογένειας της παράστασης, ήταν η χρήση του βίντεο με τον μπάρμπα-Μοναχάκη, Θοδωρή Κατσαφάδο να μας εξηγεί τα κίνητρά του. Ίσως για να συμπληρωθεί το κουαρτέτο ή να γεμίσουν κάποια νοηματικά κενά(;) στην προ-ιστορία. Το βίντεο είναι και η μόδα της εποχής, βλέπετε.
Η παράσταση της Άννας Παπαμάρκου, με τους άξιους συντελεστές της, με αξιοθαύμαστη ευαισθησία, αυτοέλεγχο και αποφυγή άσκοπων μελοδραματισμών (τ’ ακούς «Συρανό»;) μας ταξίδεψε σε μακρινές θάλασσες, σε πέλαγα λησμονημένης αθωότητας, μας ξαναθύμισε με Νοσταλγία τους πρώτους μας έρωτες και μας συγκίνησε βαθιά. Άλλωστε τι είναι μια πετυχημένη θεατρική παράσταση εκτός από ένα ονειρικό ταξίδι δύο ωρών, σε κόσμους αλλοτινούς;! Επί πλέον μας ξανασύστησε μια ηρωίδα μοναδική, να Νοσταλγεί το προοίμιο του φεμινισμού. Ευχόμαστε να την δούμε και σε κλειστό χώρο, σύντομα. Μακάρι.
/
Αχιλλέας Ψαλτόπουλος (Σκηνοθέτης, Ηθοποιός, Κριτικός)
ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ
-ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Καλοστημένη παράσταση με τρυφεράδα του νόστου… Είδαμε & Σχολιάζουμε… ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό