Είδε και σχολιάζει ο Πρόδρομος Μαυρίδης.
Τι κοινό έχουν μια πριγκίπισσα, μια εξερευνήτρια, μια παλλακίδα, μια αγρότισσα, ένα στέλεχος επιχείρησης και η Πάπισσα Ιωάννα; Το έργο «Τοp girls» έχει κέντρο του τη γυναίκα και χρησιμοποιώντας τόσο υπερρεαλιστικά όσο και ρεαλιστικά μέσα, πραγματεύεται τα συστατικά της κοινωνικής της επιτυχίας.
Η δεκαετία του ’80 ήταν ένα κομβικό σημείο για την εξέλιξη της οικονομίας. Μια εποχή μεταβατική και σίγουρα ιδιαίτερα αισιόδοξη για όλες τις κοινωνικές τάξεις. Στις τρεις πράξεις του έργου παρακολουθούμε τα πρόσφατα γεγονότα της ζωής μιας γυναίκας καριέρας στη δεκαετία αυτή, της Μαρλίν (Αλεξία Καλτσίκη) που πρόσφατα ανελίχθηκε σε κορυφαίο στέλεχος ενός γραφείου ευρέσεως εργασίας.
Στο σουρεαλιστικό δείπνο της πρώτης πράξης, παρακολουθούμε τη Μαρλίν, να συζητά με γυναίκες που η ίδια έχει προσκαλέσει, υπερβαίνοντας το χώρο και το χρόνο. Τα κουστούμια (Κλαιρ Μπρέισγουελ) έχουν ρεαλιστική χρονική συνέπεια ανάλογα με την εποχή της κάθε γυναίκας. Η εξερευνήτρια-συγγραφέας Ισαμπέλλα (Μαρία Καβογιάννη) με αφοβία και μεστό λόγο, η γιαπωνέζα παλλακίδα Νήο (Αλεξάνδρα Αϊδίνη) στηριζόμενη στον υλισμό κ με χαριτωμένη προφορά, η Γκρέτα (Άλκηστις Πολυχρόνη), γυναικεία φιγούρα ενός πίνακα του Φλαμανδού ζωγράφου Μπρέγκελ λειτουργώντας πρώτα με το ένστικτό της και με ωμότητα (σχεδόν αδιαφορία), η πριγκίπισσα ενός μυθιστορήματος Γκριζέλντα (Ευδοκία Ρουμελιώτη) πιστή, υπάκουη στο σύζυγό της, σεβαστική (ίσως ενοχική) και η Πάπισσα Ιωάννα (Βίκυ Βολιώτη), ουσιαστικά απαρνούμενη τη γυναικεία της φύση (εμβληματική αλλά προσπαθώντας να γίνει καθημερινή), όλες μαζί, στη διάρκεια αυτού του δείπνου εξιστορούν τις ζωές τους και υπερασπίζονται τις επιλογές τους. Η σερβιτόρα (αργότερα Κιτ) (Ειρήνη Μακρή) είναι όσο διεκπαιρεωτική χρειάζεται.
Όλες τους θεωρούνται επιτυχημένες κοινωνικά και επαγγελματικά, αλλά η πορεία του δείπνου αποκαλύπτει πως πρόθεσή τους δεν είναι να εξυμνήσουν τις γυναικείες αρετές, την πάλη για καταξίωση. Όλες εξαίρουν το ρόλο της μητρότητας που κλήθηκαν να παίξουν, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι. Κοινός τους παρονομαστής είναι η μητρότητα.

.
Η σκηνοθετική ματιά του Θωμά Μοσχόπουλου δίνει την αίσθηση της καλοχορδισμένης ορχήστρας αλλά δυστυχώς χρησιμοποιώντας συνεχώς τη φούγκα! Εξηγούμαι: Καμία φράση δεν ακούστηκε μέχρι τέλους. Κάθε φορά πριν τελειώσει η οποιαδήποτε φράση, η επόμενη ξεκινούσε, περιπαίζοντας ουσιαστικά την κουβέντα μεταξύ γυναικών που ενώ συζητούν, εντούτοις δεν ενδιαφέρονται να ακούσουν η μια την άλλη. Θεωρητικά αντιπροσωπευτικό και τεχνικά πολύ σωστά δουλεμένο. Πρακτικά όμως, όλες οι ιστορίες έμειναν ημιτελείς στο θεατή γιατί πολύ απλά δεν μπορούσες να τις παρακολουθήσεις. Και αυτή η νόρμα σε ακολουθεί μέχρι και το τέλος της παράστασης. Ιδιαίτερα κουραστικό.
Η δεύτερη πράξη μας φέρνει στο τώρα, όπου οι φανταστικές φιγούρες μετουσιώνονται σε πραγματικές γυναίκες του σήμερα, με αντίστοιχες όμως πεποιθήσεις: Η Νήο είναι η σύγχρονη Γουιν, η Γκριζέλντα γίνεται Τζανίν και αργότερα σαρκαστική Νελ, και η Γκρέτα είναι η Άντζι, ανιψιά της Μαρλίν, που με βοηθό τη φίλη της Κιτ, παρακούει τη μητέρα της Τζόυς (Μαρία Καβογιάννη) και βρίσκει τη θεία της. Μπερδευτήκατε; Λογικό. Οι σκηνές εναλλάσσονται γρήγορα με σχετική χρήση διαφορετικού φωτισμού (Νίκος Βλασόπουλος) και πολύ-λειτουργικά σκηνικά (Ευαγγελία Θεριανού). Γρήγορες εναλλαγές και ξανά (και ξανά!!!) η φούγκα (η λέξη χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά) στην ομιλία.
Η πλέον συναισθηματική τρίτη πράξη, αναδύει το ψυχογράφημα των αδελφών Τζόυς και Μαρλίν και το λόγο της φαινόμενης αντιπάθειάς τους μέσα από ένα διάλογο (που καταλήγει σε διαπληκτισμό) που μπλέκει πολιτικές πεποιθήσεις, επιλογές και επικρίσεις μέχρι την αποκάλυψη της αλήθειας στη σχέση τους με την Άντζι. Και εδώ οι δύο χαρακτήρες είναι πολύ δουλεμένοι με ισορροπία και όσο έντονοι απαιτείται.
Το έργο, καθαρά κοινωνικό, δε μπορεί να καταταγεί σε κάποια κατηγορία πχ δραματική, ρομαντική ή κωμική. Έχει στοιχεία από όλα τα προηγούμενα. Δυστυχώς, οι μόνες περιπτώσεις γέλιου από τους θεατές, ήταν η άσκοπη (και άστοχη) χρήση βωμολοχιών που για κάποιο λόγο επιλέχθηκαν στη μετάφραση. Ίσως έτσι δε φωτίζονται αρκετά τα νοήματα του έργου και μένεις μόνο στην εντύπωση μιας παράστασης που μιλούν γυναίκες, απευθυνόμενες σε γυναίκες. Φυσικά σε αυτό συμβάλλει και η αλληλοπεριχώρηση/επικάλυψη των λόγων που δεν αφήνουν χώρο για αφομοίωση στο θεατή.
Η σκηνοθεσία σε γενικό πλαίσιο έχει συνέπεια στο κείμενο (αν και υπήρξαν κουραστικές σκηνές στη δεύτερη πράξη) και οι ερμηνείες των ηθοποιών δείχνουν μεγάλη εμπειρία σε ένα (σίγουρα όχι εμβληματικό) έργο. Φυσικά ο τρόπος που το έργο παρουσιάζεται, δεν εξαίρει τόσο το γυναικείο φύλο (όσο ο τίτλος του και ίσως ο δημιουργός του), αφήνοντας τελικά στο θεατή μια ασάφεια στο τί τελικά πρεσβεύει η συγγραφέας.
Βαθμολογία
6,2/10
.
Δείτε & αυτά:
/
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν από 15/5/2019 έως 14/05/2020 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 10α -επετειακά- Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2020.
& αυτά:
–Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα, κλικ εδώ.
–Τι παίζουν οι κινηματογράφοι στη Θεσσαλονίκη, κλικ εδώ.
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
.
–Κερδίστε προσκλήσεις – Βιβλία, κλικ εδώ.
.
Ακολουθήστε μας στα social media
Φωτογραφικό υλικό