Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Κάποιες ατυχίες δεν επέτρεψαν να παρακολουθήσουμε τα πρώτα καλοκαιρινά ανεβάσματα της συγκεκριμένης παράστασης, οπότε αδράξαμε την ευκαιρία της… φθινοπωρινής εκδοχής «εσωτερικού χώρου», καθότι ως θεατρόφιλοι θα φέραμε βαρέως να χάσουμε παράσταση του «δικού μας» Κρατικού Θεάτρου και μάλιστα με ενδιαφέρουσες όπως φαίνονταν ενδείξεις, όσον αφορά στην επιλογή ενός ιδιαίτερου σατιρικού συγγραφέα και άξιων συντελεστών…
Πρόκειται για την παράσταση «ΜΗΔΕΙΑ» του Μποστ (Χρύσανθου Μποσταντζόγλου), σε σκηνοθεσία Εύης Σαρμή, με πρωτότυπη μουσική του Γιάννη Ζουγανέλη και με τον Παντελή Καναράκη στον ομώνυμο ρόλο, που σε μια ομολογουμένως άψογη ατμόσφαιρα παρακολουθήσαμε στην κλιματιζόμενη αίθουσα της ΕΜΣ του ΚΘΒΕ…
Η «Μήδεια» του Μποστ μπορεί να εμπνέεται από την τραγική ηρωίδα του Ευριπίδη και να κρατά τον βασικό πυρήνα της παιδοκτονίας, ωστόσο με απρόβλεπτη έως «αιρετική» μορφή παρωδίας, μεταλλάσσοντας πλήρως τον χαρακτήρα της ηρωίδας και διακωμωδώντας μέχρις εσχάτων το πνεύμα του αρχαίου μύθου… Εδώ η διάσημη παιδοκτόνος ως οικουμενικό σύμβολο, αφού συνομιλήσει με τον Ευριπίδη που ζητά οδηγίες για τη συγγραφή της τραγωδίας ώστε να γίνει πιο «πιασάρικη/πικάντικη» για να τη δεχθούν οι… θεατρικοί παραγωγοί, εμφανίζεται μπριόζα με χορό και τραγούδι, ανάλαφρη στην άσκηση των βασιλικών καθηκόντων της, ανεκτική με τις απανωτές απιστίες του συζύγου Ιάσωνα, φιλεύσπλαχνη περιθάλποντας μια περιφερόμενη καλόγρια αμφιβόλου ηθικής, στοργική με τα παιδιά της δείχνοντας ιδιαίτερο νοιάξιμο για την αγωγή κι εκπαίδευσή τους, απορριπτική με καλόγερο που ρέπει στην παιδεραστία κλπ. καταλήγοντας στο ειδεχθές έγκλημα όχι ως απελπισμένη εκδίκηση για τον άπιστο σύζυγο, αλλά για λόγους εντελώς διαφορετικούς και απρόβλεπτους…
Είναι ευρέως γνωστή και απολαυστική η ιδιαίτερη γραφή του Μποστ με τον ρυθμικό δεκαπεντασύλλαβο που προσφέρει «μουσικότητα» στο άκουσμα και το ανορθόδοξο συντακτικό και γραμματική με ευφάνταστη μείξη καθαρεύουσας- δημοτικής, φτιάχνοντας μια κατάδική του γλώσσα που ως μοναδικό προσωπικό στίγμα τον καθιέρωσε… Όπως επίσης είναι γνωστό και απολαυστικό το κωμικό- σατιρικό πνεύμα των έργων του, όπου μέσα από ασύνδετες ιστορίες και σουρεαλιστικές εξελίξεις συχνά με αλληγορική χροιά, καυτηριάζει νοοτροπίες και ήθη της ελληνικής πραγματικότητας σαν τον καθωσπρεπισμό των «καθαρευουσιάνων», την ημιμάθεια, τη ματαιοδοξία, την κενότητα, την υποκρισία, τον μικροαστισμό, την υπεροψία της φυλής κλπ. Κάτι που επιχειρεί και στην «Μήδεια» εμπλέκοντας διαφορετικές εποχές και ετερόκλητους χαρακτήρες χωρίς συνάφεια, ως αφορμή για να σατιρίσει διαχρονικά ήθη, ιδεοληψίες και θεσμούς, από την πολιτική, τη θρησκεία, την εκπαίδευση, την οικογένεια, μέχρι συνήθειες της καθημερινότητας με όχημα το γέλιο που ενίοτε προκαλεί το παράλογο…
Οι ενστάσεις (-) σχετικά με το έργο πρωτίστως, αφορούν στην επιλογή από τον συγγραφέα της συγκεκριμένης τραγωδίας, όπου από τη μια διατηρήθηκαν το θέμα, τα κεντρικά πρόσωπα, η δομή με τον Χορό, ωστόσο από τη άλλη, η καθολική της αλλοίωση μέσω της αμφιλεγόμενης διακωμώδησης, της εμπλοκής άσχετων προσώπων και καταστάσεων, της πλήρους ανατροπής του δραματικού πνεύματος που μεταλλάσσεται σε εύπεπτη, σουρεαλιστική κωμωδία επιδερμικής προσέγγισης, αγγίζει την ηθική πρόκληση…Άραγε γιατί θα έπρεπε μια εμβληματική ηρωίδα με τραγικά ψυχικά αδιέξοδα που έφθασε να σφάξει τον αδελφό και τα ίδια τα παιδιά της συμβολίζοντας διαχρονικά την πλέον διαταραγμένη φόνισσα, να μεταβληθεί σε αγνώριστη καρικατούρα για να γελάσουμε με τα χάλια του λαού μας;; Επιπλέον το αυθαίρετο ανακάτεμα εν είδει αχταρμά τυχαίων χαρακτήρων χωρίς κανένα λογικό ειρμό και συνοχή στην πλοκή, με μόνο στόχο τη βολική ευκαιρία για σάτιρα, δεν παραπέμπει σε ευφάνταστα ευρήματα, ούτε νομιμοποιείται «ποιητική αδεία» όπως η γλώσσα του συγγραφέα που η κατάργηση των γραμματικών κανόνων συνιστά όντως ευφάνταστο προσωπικό ιδίωμα…διότι προφανώς ακόμη και το παράλογο υπακούει σε δικούς του κώδικες και δεν θυσιάζει την ταυτότητά του για λόγους αμφίβολης μαζικής «απόλαυσης»…
Η δεύτερη απογοήτευση ήρθε από τη σκηνοθεσία της Έυης Σαρμή, παρότι αναγνωρίζουμε την προσπάθεια και κάποια καλά στοιχεία στην μουσικοχορευτική απόδοση του έργου, όμως στη συνολική αποτίμηση το εγχείρημα… μύριζε ναφθαλίνη με ξεπερασμένη αισθητική παλιών επιθεωρήσεων, ακόμα και στο αδιάφορο, αμέτοχο, κιτσάτο σκηνικό με αρχαιοελληνικές κολώνες, γλάστρες και παγκάκια, προκαλώντας μετά τα πρώτα λεπτά αφόρητη βαρεμάρα… Με έναν Χορό ως συμβατικό μπαλέτο παλιού μπουλουκιού να πλαισιώνει τραγουδιστικά – χορευτικά- σχολιαστικά τα δρώμενα, με έναν Ιάσωνα να ποζάρει βουβά και ναρκισσιστικά πάνω σε κολώνα, με τον Ευριπίδη ως καρικατούρα να παριστάνει φτηνό κειμενογράφο για να πουλήσει, με ετερόκλητες φιγούρες να μπαινοβγαίνουν εξιστορώντας ασυνάρτητες ιστορίες, με μια Μήδεια από «αλλού» να περιφέρει τα πέπλα, την τσαχπινιά, το μπρίο, το τουπέ, την ακατανόητη ταυτότητά της στη σκηνή, θυμίζοντας πιστό αντίγραφο της… Ντένης Μαρκορά (των «Δύο ξένων»), όπου το «σκάσε μωρή» στις θεραπαινίδες του Χορού κι όχι μόνο, κυριάρχησε ως… σλόγκαν- σήμα κατατεθέν της παράστασης!
Αλήθεια, με ποια λογική θεώρησε η σκηνοθέτις ότι η συγκεκριμένη ατάκα μετά τη νιοστή επανάληψη με κατάχρηση μέχρι αηδίας, είναι δυνατόν να προκαλεί γέλιο κι όχι εξοργιστική ενόχληση ή έστω θανάσιμη πλήξη;; Και γενικότερα, τί ενδιαφέρον μπορούν να έχουν σήμερα τετριμμένα κλισέ αστεία, φαιδρές καρικατούρες, ανούσια απεύθυνση στο κοινό, παρωχημένα στερεότυπα και επιπλέον με ροή μετ΄εμποδίων και προβληματικό ρυθμό του τύπου «τώρα κάνουμε αυτό, μικρή παύση, μετά κάνουμε το άλλο» και πάει λέγοντας… Που σημαίνει ότι με την παρούσα συμβατική έως ατυχή σκηνοθετική προσέγγιση αποδομήθηκε το στοιχείο του παραλόγου στο έργο, το οποίο πιθανόν με εμπνευσμένη σπιρτάδα, εκπλήξεις ή ανατρεπτικές επιλογές – και δεν εννοούμε βεβαίως τα σαχλά μπινελίκια κάθε δεύτερη ατάκα- να φάνταζε μέχρι και ελκυστικό στο σουρεαλισμό του, δεδομένης της συγγραφικής συνθήκης… Όσον αφορά στις συνθέσεις του Γ. Ζουγανέληπου τα εύπεπτα απλοϊκά ακούσματα έδεσαν με το χιουμοριστικό κλίμα, εκείνο που ενόχλησε ήταν η μουσική «παρωδία» των Εγκωμίων της Μ. Παρασκευής ως ακατάλληλη επιεικώς επιλογή…
Σαν βασικό θετικό στοιχείο (+) θα αξιολογήσουμε τις ερμηνείες των καλών ηθοποιών, ήτοι Μαριάννα Αβραμάκη, Λίλη Αδρασκέλα, Αντώνης Αντωνάκος, Χρύσα Ζαφειριάδου, Γιάννης Καραμφίλης, Μάρα Λαλγαρινού, Υρώ Λούπη, Γρηγόρης Παπαδόπουλος, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Νίκος Τσολερίδης, έστω κι αν τα προσόντα τους δεν έτυχαν της καλύτερης σκηνοθετικής διαχείρισης για την οποία προφανώς δεν φέρουν ευθύνη.. Ωστόσο κινήθηκαν, χόρεψαν, τραγούδησαν σωστά, συγχρονισμένα και ενίοτε απολαυστικά (πχ. ο ψαράς), υπηρετώντας στην πλειοψηφία τους αξιοπρεπώς, με εντιμότητα, αφοσίωση, επαγγελματισμό τους πολλαπλούς, περιφερειακούς ρόλους ως δορυφόροι της κεντρικής ηρωίδας Μήδειας που υποδύθηκε ο Παντελής Καναράκης… Ένας αναμφίβολα ταλαντούχος ηθοποιός με δυνατότητες, πηγαία κωμική φλέβα και όχι μόνο, σπιρτάδα, αμεσότητα, έντονο ταπεραμέντο, που όμως εδώ έμεινε «ανεξέλεγκτος» να αναπαράγει την προσωπική του βολική μανιέρα χωρίς την κατάλληλη σκηνοθετική καθοδήγηση, καταλήγοντας σε μια «καρτουνίστικη» Μήδεια με φτηνές ευκολίες…
Εν κατακλείδι (=) φτάνουμε να πούμε μετά λύπης και αδικώντας δυστυχώς την πλειοψηφία των άξιων ηθοποιών, ότι το πλέον «ελκυστικό» στοιχείο μιας παράστασης με προσδοκίες ήταν η απρόσμενα… «μικρή» διάρκεια των 90 λεπτών, που για το ΚΘΒΕ των τρίωρων και βάλε μαραθωνίων, το λες ανέλπιστο θαύμα και ευτυχώς εν προκειμένω…
Βαθμολογία: 3,5/10
Η «Μήδεια» του Μποστ με τον Παντελή Καναράκη KAI στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών