Aκόμα μια θεατρική διασκευή του εξαιρετικού μυθιστορήματος του Μ. Καραγάτση πήρε σάρκα και οστά στο Θέατρο Πορεία και φιλοξενείται στη πόλη της Θεσσαλονίκης και στο Μέγαρο Μουσικής έως τις 22 Απριλίου. Στην σκηνοθεσία αυτής της παράστασης συναντάμε, αίμα και κομμάτι του ίδιου του συγγραφέα, καθώς στο τιμόνι της σκηνοθεσίας βρίσκεται ο Δημήτρης Τάρλοου, εγγονός του Μ.Καραγάτση.
Λίγα Λόγια για το έργο: Mια γυναίκα, η Φαίδρα, η Έμμα Μποβαρύ, η Μήδεια, η Μαρίνα Μπαρέ. Ένας αλληγορικός χαρακτήρας που γεννιέται από τη μήτρα μιας ελληνικής τραγωδίας. Μια γυναίκα που αφήνει πίσω της πατρίδα και πληγές και ακολουθεί τον Έλληνα Θεό της στη χώρα που τόσα χρόνια καρτερούσε. Μια ξένη που προσπαθεί να γίνει νερό και βότσαλο μιας άλλης γης όμως οι Ερινύες την ακολουθούν παντού και το αθεράπευτο πάθος για τον αδερφό του άντρα της, θα της ξυπνήσει όλους τους δαίμονες που σιώπησε μέσα της. Και η θάλασσα, η μόνη λύτρωση της, κοιτάζοντας ψηλά το φως του ήλιου και μετά το απόλυτο σκοτάδι του βυθού.
«Η Μήδεια είναι ο φυσιολογικός άνθρωπος, που το ερωτικό πάθος τού σκοτίζει το λογικό, όπως στον κάθε φυσιολογικό άνθρωπο».
.

Ο Καραγάτσης έγραψε το πρώτο κείμενο της “Χίμαιρας” ως νουβέλα το 1936.Ο τελικός τίτλος του βιβλίου ήταν η “Μεγάλη Χίμαιρα” και αποτέλεσε το τελευταίο βιβλίο της τριλογίας «Γιούγκερμαν – Λιάπκιν – Μεγάλη Χίμαιρα». Με οξυδέρκεια και γλαφυρότητα κατάφερε να αποδώσει διαχρονικά τη μορφή της μεταπολεμικής Ελλάδας μέχρι και σήμερα. Τα κείμενα του ποτισμένα με τη χαρά και το πάθος για ζωή, μακριά από καθωσπρεπισμούς αλλά με έναν καθαρό ζόφο που πολλές φορές αποτέλεσε θέμα συζήτησης. Στη “Mεγάλη Χίμαιρα” ο Καραγάτσης χρησιμοποιεί το δίπολο Έρωτας-Θάνατος φέρνοντας τους ήρωες αντιμέτωπους με τα πάθη τους, κάτω από ένα πέπλο κυνισμού και ωμότητας. Ο Καραγάτσης ανήκει στην περίφημη γενιά των συγγραφέων του ΄30 όπου άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της με τα σπουδαιότερα δημιουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
«Ο καλός λογοτέχνης μας παρουσιάζει όπως θέλουμε να είμαστε. Εκείνος που τολμάει να μας παρουσιάζει όπως είμαστε είναι κακός λογοτέχνης. Ιδού λοιπόν, αγαπητοί μου, γιατί είμαι ένας κακός λογοτέχνης.»
.
Η παράσταση…
Ο Δ. Τάρλοου ανέλαβε τη σκηνοθεσία του έργου, δημιουργώντας πάνω στον καμβά της διασκευής του Στρατή Πασχάλη, η οποία χαρακτηρίστηκε από μία έλλειψη έμπνευσης καθώς το κείμενο που παραδόθηκε ήταν αρκετά επίπεδο. Η δομή του σφιχτή και στρωτή καλύπτοντας όλα τα βασικά στοιχεία του μυθιστορήματος, έλειπε όμως το “νέκταρ” που αναβλύζει στην γραφή του Καραγάτση. Η σκηνοθετική επιμέλεια επέλεξε να συνδυάσει κινηματογραφικό και θεατρικό υλικό διαμορφώνοντας μια μίνι υπερπαραγωγή. Η ατμόσφαιρα γαλλικού νουάρ εποχής αναδυόταν μέσα από τη κινηματογράφηση του Χρήστου Δήμα και συνδεόταν σε πραγματικό χρόνο με τη θεατρική πράξη πάνω στην σκηνή. Κινηματογράφος και θέατρο συμπορεύτηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης διαμορφώνοντας μια ακούραστη ροή στο έργο. Ο Τάρλοου ανέδειξε με βαθύ τρόπο τον ψυχισμό των χαρακτήρων και παρουσίασε τα ερωτήματα που θέτει ο συγγραφέας με τη μορφή θεατρικού διαλόγου.
.

Και ενώ το πρώτο μέρος της παράστασης θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως ένα εξαιρετικό καλλιτεχνικό κέντημα, προσεγμένο και εύστοχο μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας, το δεύτερο μέρος δυστυχώς ήρθε να μας αλλάξει γνώμη. Στην προσπάθεια σύμπτυξης όλων των σκηνών, σε μια παράσταση διάρκειας 2,5 ωρών, το έργο “μπούκωσε”, οι ταχύτητες ανέβηκαν σε υπερβολικό βαθμό και οι θεατές δεν είχαν τη δυνατότητα να αφομοιώσουν συναισθήματα. Οι πράξεις έτρεχαν ασταμάτητα χωρίς να υπάρχει κάποια αόρατη παύση (αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη σωστή χρήση φωτισμών ή και σκότους ενίοτε), η επόμενη σκηνή μπορεί να εμπεριείχε ακόμα στοιχεία της προηγούμενης και οι ήρωες καλούνταν να αλλάξουν συναισθηματικό στάτους μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Όλο αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργεί ένα βραχυκύκλωμα, να μην δίνει χώρο και χρόνο να αναδυθούν τα συναισθήματα. Να μην σου δίνεται η δυνατότητα να θρηνήσεις για ένα θάνατο, να μην μπορείς να νιώσεις τη φωτιά του πάθους, να μην αισθανθείς το αδιέξοδο των χαρακτήρων. Ήταν ενας διαρκής κατακλυσμός πράξεων χωρίς ανάσα, με κάποια άτσαλα τελειώματα και με κομβικές σκηνές να χάνονται μέσα σε αυτή τη καλλιτεχνική ταχύτητα αφαιρώντας αξία και από το νόημα αλλά και από το συναίσθημα. Ένα μικρό κορίτσι πεθαίνει, ένα ανεξέλεγκτο πάθος γεννιέται, ένας ήρωας εγκαταλείπει τη ζωή μπροστά στην αδυναμία του και τις τύψεις να το διαχειριστεί, μια γυναίκα θυσιάζεται. Η σκηνοθεσία, στο δεύτερο μέρος κυρίως, δεν άφησε αυτές τις αισθήσεις να αναδυθούν παρά τις παρουσίασε επιδερμικά, σε μια μάχη με το χρόνο που δυστυχώς έγινε αντιληπτή.
Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, μια νέα αλλά μεγάλη πρωταγωνίστρια, δεν άφησε κανένα περιθώριο λάθους στην ερμηνεία της. Η ερμηνεία της έμοιαζε σαν ποίημα, σαν ένα από όλα αυτά που ενσωμάτωνε ο ρόλος της Μαρίνας Μπαρέ. Ένα αερικό πάνω στην σκηνή με θνητότητα, με λυρισμό, ευαισθησία και συγχρόνως ένταση, νεύρο, κυνισμό. Είχε στις πλάτες της ολόκληρη σχεδόν τη παράσταση και θα τολμούσαμε να πούμε ότι παρέδωσε μια ερμηνεία ζωής. Η Μαρίνα κουβαλάει μια ύβρις μέσα της, ώσπου η τελική τιμωρία της ή ο εξαγνισμός της ,τη φανερώνει…
Ο Μάξιμος Μουμούρης ενσάρκωσε καθαρά και στέρεα, τον Γιάννη Ρεϊζη, σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες του, που έχουμε παρακολουθήσει, ενσαρκώνοντας έναν χαρακτήρα που αποτελεί ουσιαστικά το πατριαρχικό πρότυπο μιας ελληνικής οικογένειας ,αφήνοντας να φανούν τα καθαρόαιμα στοιχεία που πηγάζουν μέσα από αυτό.
Ο Δημήτρης Μοθωναίος υποδύεται τον Μηνά. Τον Μηνά που διψά για ζωή. Που πλάθει νέους κόσμους και μαγεύει τη Μαρίνα. Ενας μπον βιβέρ που σπουδάζει νομικά στην Αθήνα και περιγράφει τον απαγορευμένο έρωτα του με στίχους του Παλαμά. Ο χαρακτήρας αν και διαθέτει στοιχεία δηθενισμού και μιας έπαρσης, στην βάση του είναι ένας ειλικρινής χαρακτήρας και ο Δημήτρης Μοθωναίος κατάφερε να γίνει ακριβώς ο ρόλος και στην καλλιτεχνική εικόνα του να αναγνωρίσουμε ευθύς τον ήρωα του περίφημου αυτού μελοδράματος.

Η Σοφία Σειρλή ερμήνευσε το ρόλο της μάνας, διεκπεραιωτικά θα λέγαμε, με την έλλειψη δυναμικής αρκετές φορές πάνω στην σκηνή, σε έναν θεμελιώδη ρόλο μέσα στην παράσταση. Η Ρεϊζαινα είναι ένα τραγικό πρόσωπο, είναι μια δεσποτική μάνα που κρατάει τα ηνία της οικογένειας και καλείται να αντιμετωπίσει τα συντρίμμια μετά το τέλος μιας καταιγίδας .Η μοναδική σκηνή που χαρακτήρισε την ερμηνεία της, ήταν η στιγμή του διαλόγου της με τη Μαρίνα, κάνοντας την να αναρωτηθεί “Μα τι είδος ανθρώπου είστε ακριβώς;”
Ράσμη Τσόπελα και Ειρήνη Φαναριώτη, ως Αννεζιώ και Λίλη αντίστοιχα, παρέδωσαν επιδερμικές ερμηνείες χωρίς να δώσουν κάποιο στίγμα στη παράσταση.
Εμφάνιση έκπληξη του σκηνοθέτη του έργου, ενσαρκώνοντας τον παππού του, ένας άτυπος φόρος τιμής θα λέγαμε όπου πρεσβεύει το φαινόμενο του μεταφυσικού, προβλέποντας ουσιαστικά στο πρόσωπο της Μαρίνας, την εξέλιξη των πραγμάτων με ένα είδος χρησμού. Η σκηνή υπάρχει και μέσα στο βιβλίο όπου ο συγγραφέας και το δημιούργημα του γίνονται ένα.
Το σκηνικό (Ελένη Μανωλοπούλου), χωριζόταν σε δύο τμήματα, στο κατάστρωμα της Χίμαιρας και στο αρχοντικό των Ρεϊζηδων. Η θάλασσα στο πίσω μέρος του σκηνικού ανέδυε τον θαλασσινό αέρα της Σύρου, σε μια σκηνική απεικόνιση που ούτε μας απογοήτευσε αλλά ούτε και μας ενθουσίασε. Παρόλ’ αυτά οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη λειτουργικότητα του σκηνικού που βοηθούσε στην εξέλιξη της παράστασης.
Τέλος οι μελωδίες του έργου (Κατερίνα Πολέμη) έντυσαν με ρομαντισμό και ευαισθησία τη παράσταση, βοηθώντας πολλές φορές να αναδυθεί το απαιτούμενο συναίσθημα της εκάστοτε πράξης που διαδραματίζονταν.
Συμπερασματικά,
Ο Δημήτρης Τάρλοου δημιούργησε μια παράσταση για έναν “δικό” μας άνθρωπο, όπως οφείλουμε να νιώθουμε όλοι μας για δημιουργούς που άγγιξαν τη ψυχή μας, μα συγχρόνως δημιούργησε και μια παράσταση για έναν ολότελα δικό του άνθρωπο πλαισιώνοντας το έργο με φροντίδα και αγάπη, στοιχεία που διαφάνηκαν. Στη διαδρομή αυτής της δημιουργίας υπήρξαν εμπόδια που μείωσαν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της. Η δική του σκόπελος, η αξεπέραστη ερμηνεία της πρωταγωνίστριας του, που ανέβασε τη παράσταση σε ένα επίπεδο υψηλότερα. Ο Καραγάτσης καθιέρωσε τη νεορεαλιστική πεζογραφία και άνοιξε το δρόμο για τους επόμενους. Ο ίδιος είχε δηλώσει: «Θέλετε μυθιστορήματα που σπαρταράνε; Θα τα έχετε! Θέλετε λογοτέχνες που να μην είναι χαρτοπόντικες, να μην μετρούν τα λόγια τους, να μην ελλίσσονται, να μην σας κολακεύουν; Θα με έχετε! Όχι όμως για πολύ…».
Η συγκεκριμένη παράσταση προσπάθησε, αν και δεν τα κατάφερε ολοκληρωτικά, να αποδώσει το ερώτημα που είχε θέσει ο ίδιος ο Καραγάτσης.”Ποιό είναι το όραμα της Μεγάλης Χίμαιρας;”
….οι σατανάδες φώλιασαν στα σωθικά και μηχανεύτηκαν να τα σμίξουν με ηδονή θανατερή. Έλιωσαν από επιθυμία τα κορμιά, φλογίστηκαν από εγωισμό οι ψυχές, σπάραξαν γλυκά οι σάρκες κι έσπειραν το θάνατο, παντού, παντού, παντού…
Βαθμολογία:
6/10
.
Παραστάσεις: Από 12/04/2018 έως 22/04/2018, για 8 μόνο παραστάσεις: Πέμπτη 12/4: 20:30, Παρασκευή 13/4: 20:30, Σάββατο 14/4: 20:30, Κυριακή 15/4: 19:30, Δευτέρα 16/4: 20.30 & Τρίτη 17/4: 20.30, Πέμπτη 19/4: 20:30, Παρασκευή 20/4: 20:30, Σάββατο 21/4: 20:30, Κυριακή 22/4: 19:30,
.
————————————————
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν από 20/9/2017 έως 31/05/2018 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 8α Θεατρικά (Κουλτουρο) Βραβεία Θεσσαλονίκης 2018 που θα πραγματοποιηθούν TΡΙΤΗ 22 ΜΑΙΟΥ 2018

==========================
Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα.
Πρόγραμμα παραστάσεων ΚΛΙΚ ΕΔΩ
=========================
ΕΙΔΑΜΕ & ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΜΕ ΕΔΩ
===========================
Θεατρικά Κουλτουροβραβεία Θεσσαλονίκης [σελίδα ανακοινώσεων] ΕΔΩ
Facebook page ΕΔΩ
==============================
Kάντε like στη σελίδα του Kulturosupa.gr στο facebook και ακολουθήστε μας στο twitter για να βλέπετε πρώτοι όλη την ροή πληροφοριών και να μαθαίνετε όλους τους νέους διαγωνισμούς προσκλήσεων
Φωτογραφικό υλικό