«Αναφορά στον Γκρέκο»: Το ΕΥΓΕ είναι λίγο… Είδαμε στο θέατρο Αυλαία και σχολιάζουμε…
«Αναφορά στον Γκρέκο» ως κορυφαίος Λόγος και Ερμηνεία!
Το να παρακολουθείς έναν μονόλογο επί δύο ακριβώς ώρες χωρίς διάλειμμα και να ξεχνάς ότι διψάς, να ξεχνάς να στρίψεις το κεφάλι από τη σκηνή παρότι νιώθεις το μούδιασμα, να τελειώνει και να έχεις την αίσθηση ότι πέρασε μισάωρο… πόσο συχνά μπορεί να συμβεί; Κι όταν όλα αυτά τα βιώνεις καθισμένος επιπλέον κατάχαμα σε σκαλάκι γιατί στο αδιαχώρητο του θεάτρου δεν βρήκες κενή θέση… πόσο μεγαλύτερη βαρύτητα αποκτούν; Ρητορικά ερωτήματα προφανώς, μιλώντας για την παράσταση βασισμένη στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη «Αναφορά στον Γκρέκο», σε σκηνοθεσία και ερμηνεία Τάκη Χρυσικάκου, που ευτυχήσαμε να παρακολουθήσουμε στο θέατρο Αυλαία. Για την ακρίβεια «μεταλάβαμε», ως κοινωνοί Λόγου και Τέχνης στην εξιδανικευμένη τους μορφή…
Στον έξοχο μονόλογο (+) που αποδόθηκε με μια ερμηνεία – πρότυπο, ο Νίκος Καζαντζάκης αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο σημαδιακά κομμάτια της ζωής και πορείας του, ονοματίζοντας την κατάθεση ψυχής ως «αναφορά» – κατά τα στρατιωτικά πρότυπα- στον «παππού» Γκρέκο- Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, «γιατί αυτός είναι ζυμωμένος από το ίδιο κρητικό χώμα με μένα και καλύτερα από όλους τους αγωνιστές που ζουν ή έχουν ζήσει μπορεί να με νιώσει»… Στο τελευταίο του έργο ο συγγραφέας που αποκαλεί τον εαυτό του «καλαμαρά», και στον τερματισμό μιας μεγάλης πνευματικής διαδρομής «βουτηγμένος στο μελάνι», επιλέγει μια εκ βαθέων εξομολόγηση στον πρόγονο που θαυμάζει, γι αυτά που ταλάνισαν την ύπαρξή του… για τις μύχιες σκέψεις του μυαλού και τους πόθους της καρδιάς, τα αγωνιώδη ερωτήματα και τη θεϊκή αναζήτηση, τον επίμονο αγώνα μιας ζωής και τα επώδυνα τραύματα από τον ανήφορο… Θα ξεκινήσει την «αναφορά» του με μνήμες που σημάδεψαν τα παιδικά χρόνια και στάσεις στους γονιούς του, στα βιώματα από μια δοκιμαζόμενη Κρήτη, στα έργα του, στους ήρωές του, συνομιλώντας με τον Καπετάν Μιχάλη, τον αγαπημένο του Ζορμπά, τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο… Λίγο πριν «μαζέψει τα γραφτά του και φύγει» επιχειρεί έναν λυτρωτικό απολογισμό ως απόσταγμα μιας «πληγιασμένης και απροσκύνητης ψυχής»…
Που κατέληξε ως ακριβό δώρο και σπουδαία παρακαταθήκη για τις μελλοντικές γενιές, με τη μορφή ενός κορυφαίου συγγραφικού έργου από ένα πνεύμα ξεχωριστό, διεθνώς αναγνωρισμένο. Που όταν το μελετάς, δεν ξέρεις τί πρώτα να θαυμάσεις… τον βαθύ φιλοσοφικό στοχασμό μέχρι το μεδούλι των εννοιών; Τον υψηλής λογοτεχνικής αξίας λυρισμό που ξεχειλίζει; Τη σπάνια ρυθμική αρμονία του κειμένου που παρότι πεζό, το καθιστά πιο έμμετρο από… έμμετρο και πιο ποιητικό από ποίηση; Τίποτα δεν μπορείς να διαχωρίσεις, Όλα τούτα και άλλα τόσα είναι η σφραγίδα «Νίκος Καζαντζάκης» στην ελληνική γραμματεία και το τελευταίο αυτό έργο έρχεται να επιστεγάσει μια μεγάλη πνευματική πορεία με δύναμη καταλυτική, διαχρονική, αξεπέραστη. Όπου κατασταλαγμένος. μετά από μια πολυκύμαντη και πολυτάραχη διαδρομή και ζυμωμένος με ήρωες- πρότυπα ζωής σαν τον Ζορμπά, δίνει το δικό του στίγμα ως ζωτικές «απαντήσεις» που κατέκτησε ή ακόμα αναζητά, στα αγωνιώδη υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου. Και αφήνει λεύτερη να πλανάται για αιώνες στον αέρα, τη βαθιά εσωτερική κραυγή μιας ανυπότακτης ψυχής που συγκλονίζει…
Για την ερμηνεία του Τάκη Χρυσικάκου, όλα τα σχόλια θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν στο απλό: «δίδαξε υποκριτική». Ή, με περισσότερα λόγια: «παρέδωσε ένα ρεσιτάλ ερμηνείας υψηλού επιπέδου, που θα πρέπει να μελετάται από επίδοξους ηθοποιούς»! Κι εδώ τα λόγια αδυνατούν να αποδώσουν την αίσθηση και το αίσθημα από το πραγματικό βίωμα- αυτό που μας καθήλωσε για δύο συνεχείς ώρες, ξεχνώντας εντελώς τον «έξω κόσμο». Ο τρόπος με τον οποίο σκηνοθέτησε τον εαυτό του και τον λόγο, προσδίδοντας απεριόριστο θεατρικό όγκο στο αφήγημα, υπήρξε το λιγότερο υποδειγματικός, σε μια ερμηνεία που διέτρεξε όλη – μα όλη!- την γκάμα των συναισθημάτων, από τη νοσταλγία και τη συγκίνηση, μέχρι το ανάλαφρο χιούμορ, τον θρήνο, τον πόνο, την κραυγή, την υπαρξιακή αγωνία, την παραίτηση…. Σώμα μέχρι την τελευταία ίνα του κορμιού, βλέμμα, έκφραση, κινησιολογία, εκφορά του λόγου, όλα ήταν εκεί δυνατά και αδιάσπαστα, υπηρετώντας με θεαματική ακρίβεια έναν δίωρο εξοντωτικό άθλο! Έναν χειμαρρώδη λόγο με απίστευτες εκφραστικές διακυμάνσεις που δεν σε άφηνε να ξεστρατίσεις λεπτό, κεντρίζοντας μυαλό και ψυχή και κορυφώνοντας τον θαυμασμό για έναν σπουδαίο ηθοποιό. Που ακόμα και η όποια υπερβολή φάνταζε ενσωματωμένη στο πάθος, σοφά εναλλασσόμενο με «ήσυχες» στιγμές αποφόρτισης και ξανά εκρήξεις και ξανά ελαφράδα με διαρκή, δυνατά κρεσέντο και το ΕΥΓΕ είναι λίγο…
Δίπλα του στη σκηνή δύο μουσικοί: ο εξαίρετος δεξιοτέχνης Χρυσόστομος Καραντωνίου με την κλασική κιθάρα του και η Γεωργία Νταγάκη με το τραγούδι και τη λύρα της, για την οποία θα πούμε το εξής: όταν πρωτάνοιξε το στόμα και η φωνή της ήχησε στο χώρο ή σωστότερα δόνησε, μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί και… εγκαταστάθηκε μόνιμα για κάθε της τραγούδι. Με φυσική φωνή, χωρίς μικρόφωνο, η ένταση έφτανε ακέραια μέχρι τον τελευταίο θεατή/ ακροατή και η εντυπωσιακή εκφραστικότητα στην ερμηνεία, κυμαινόμενη από άχνα μέχρι ξέσπασμα, δεν γινόταν να μη σε συνεπάρει… Μια σπάνια, δωρική, λεβέντικη και ταυτόχρονα αισθαντική φωνή, δουλεμένη με ακρίβεια «χιλιοστού» που δεν θα μπορούσε εν προκειμένω να βρεθεί ιδανικότερη. Και εδώ αξίζουν μεγάλα εύσημα επίσης και στον Χαϊνη Δημήτρη Αποστολάκη για τις μουσικές επιλογές που ανέδειξαν με καταλυτικό τρόπο το πνεύμα και την ατμόσφαιρα της παράστασης. Με κυρίαρχα βέβαια τα κρητικά ακούσματα, τις μαντινάδες, τον Ερωτόκριτο, τα «Αγρίμια κι αγριμάκια μου» κι ενδιάμεσα ένας υπέροχα ερμηνευμένος Χατζηδάκης με το «Κοιμήσου Περσεφόνη», χάρισαν μοναδικές στιγμές ως ιδανικός μουσικός «σχολιασμός» των δρώμενων.
Η εύστοχα λιτή και εύρυθμη σκηνοθεσία του Τάκη Χρυσικάκου, επικεντρώθηκε στους δύο πόλους της παράστασης, ήτοι στην ερμηνεία του λόγου από τον ίδιο και τις μουσικές παρεμβάσεις, μεταβαίνοντας από το ένα στο άλλο με αλλαγές φωτισμών και κατά την παραμονή του στη σκιά, σκυμμένος στο παλιό γραφείο του- μοναδικό σκηνικό- «έγραφε» ή στοχαζόταν περπατώντας. Και φυσικά όλη η βαρύτητα δόθηκε στην αριστοτεχνικά δραματοποιημένη αφήγηση, που επιπλέον έδινε την αίσθηση της παράλληλης συν-ύπαρξης με τα πρόσωπα- σταθμούς και η «παρουσία» του Ζορμπά με έντονη θεατρικότητα, άγγιξε βαθιά… Παράλληλα η παράσταση περιλάμβανε και οπτικό υλικό με φωτογραφίες από στιγμές του Καζαντζάκη και του έργου του να προβάλλονται στην οθόνη (τύπου power point), ωστόσο θεωρούμε ότι αυτό το κομμάτι ήταν το μόνο αδύναμο (–) σε ένα σύνολο υψηλού καλλιτεχνικού επιπέδου και κατά τη γνώμη μας θα έπρεπε σε μια τέτοια δουλειά το οπτικό μέρος να δουλευτεί περισσότερο, με καλλιτεχνική αισθητική και εικαστική ματιά. Κάτι που μόνο στο φινάλε δικαιώθηκε εξαιρετικά, με μια ατμοσφαιρική προβολή και την σκυφτή σκιά του συγγραφέα να αποχωρεί μικραίνοντας, υπό τους ήχους της λύρας. Για να τη διαδεχθεί μια παρατεταμένη βαθιά υπόκλιση, όσο το ενθουσιώδες χειροκρότημα δονούσε το χώρο…
Καταλήγοντας (=) η διαπίστωση είναι μοιραία και λέει το αυτονόητο: όταν έχεις στα χέρια ένα κορυφαίο κείμενο και στη σκηνή έναν σπουδαίο ηθοποιό να το ερμηνεύσει και επιπλέον δύο σπουδαίους μουσικούς να το «τραγουδήσουν», εισπράττεις μια μεγάλη θεατρική στιγμή. Κι όταν το κείμενο φέρει σφραγίδα «Καζαντζάκη» και η ερμηνεία το απογειώνει, η θεατρική στιγμή καταχωρείται ως θεατρική παιδεία και πολιτιστικό γεγονός. ΕΥΓΕ!
Θερμή παράκληση για την επανάληψη της παράστασης, καθώς οι δύο μόνο, στερούν από το ευρύ κοινό μια σπουδαία καλλιτεχνική εμπειρία…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
7,5 στα 10
Προσοχή: τελευταία παράσταση σήμερα Κυριακή 6/11, αναλυτικές πληροφορίες θα βρείτε ΕΔΩ
————————————————————————————————————————-
#Κουλτουρόσουπα #kulturosupa #Θεατρομανία #ΕίδαμεΚαιΣχολιάζουμε #ΠίτσαΣτασινοπούλου #ΘέατροΑυλαία #ΑναφοραΣτονΓκρέκο #ΝίκοςΚαζαντζάκης #ΤάκηςΧρυσικάκος
Φωτογραφικό υλικό