Είδε ο μαέστρος Μιχάλης Χατζηαναστασίου και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Μία – όντως – μουσικοθεατρική υπερπαραγωγή εξ Αθηνών, που όπως όλες οι υπερπαραγωγές ή τουλάχιστον οι περισσότερες από αυτές, πάσχουν συνήθως από διάφορα προβλήματα λειτουργικού χαρακτήρα, όταν αυτές καλούνται να παρουσιαστούν σε χώρους διαφορετικούς από τον “μητρικό” τους δημιουργικό καμβά.
Η εν λόγω παράσταση, αποτελεί ένα αφιέρωμα στην πολυτάραχη ζωή, ενός εκ των μεγίστων μουσικών ειδώλων του λαϊκού μας πενταγράμμου, του Στράτου Διονυσίου.

Το έργο παρέχει στο κοινό την δυνατότητα, να παρακολουθήσει μέσα από μια αμείωτη ένταση μουσικής και πρόζας, αρκετές άγνωστες πτυχές από τον βίο και πολιτεία του εμβληματικού τραγουδιστή, ξεκινώντας από τα πρώϊμα χρόνια της νιότης του και περιγράφοντας επιλεκτικά την εξέλιξη, την άνοδο, την πτώση και την θριαμβευτική επάνοδό του, μέχρι τον θάνατο που τον βρήκε μονάχο.
Αδιαμφισβήτητοι μάρτυρες της αλήθειας του Στράτου του “Μεμέτη”: τα παιδιά του Άγγελος, Στέλιος και Διαμαντής που συγκινούν με τις ερμηνείες τους.
.jpg)
Ο μαέστρος του, Νίκος Στρατηγός που μέσα από τις ενορχηστρώσεις του μας μεταφέρει στο χθες, αλλά και στο πάντα επίκαιρο παρόν του Στράτου και φυσικά, ο θρυλικός σολίστας του, Θανάσης Πολυκανδριώτης, ο οποίος με την παρουσία του και μόνο, επισφραγίζει με βουλοκέρι το επερχόμενο ρίγος που θα διαρρεύσει στην σάλα.
Ας τα πάρω όμως όλα από την αρχή, και κατά σειρά προτεραιότητας συντελεστών, σύμφωνα με την δημοσιευμένη ταυτότητα της παράστασης, αναλύοντας διεξοδικά όλα όσα είδα, άκουσα και ένιωσα στην πρεμιέρα της ζωής του Στράτου.

ΚΕΙΜΕΝΟ
Το κείμενο υπογράφει ο Κωνσταντίνος Σαμαράς σε Δραματουργική επεξεργασία της Τζούλιας Διαμαντοπούλου και είναι βασισμένο σε μια ιδέα του Γιάννη Κέντ. Ειναι δομημένο σε μία λογική συσχέτισης του παρόντος θεατρικού χρόνου, που τρέχει μέσα από επιτυχημένες αναδρομές του παρελθόντος και δίχως ασυνάφειες και μπερδεμένες εικόνες συμβολισμών, καυτηριάζει εμμέσως πλην σαφώς τα εκάστοτε κοινωνικοπολιτικά στεγανά και εμμονικά στερεότυπα του παρελθόντος, παραμένοντας παράλληλα πιστό – κατά το πλείστον – σε αληθή γεγονότα. Οι διάλογοι είναι μεστοί, δίχως να πλατιάζουν την ερμηνεία των ηθοποιών με “σαλτσαδούρα” εντυπωσιασμού από ακατάσχετη αργκό ή βωμολοχίες.

Τέλος, η επιτηδευμένα λιτή μυθοπλασία του, λειαίνει με τρόπο διακριτικό και ευφυή, τα προσωπικά πάθη του ήρωα, διχως να επιζητεί τον κιτρινισμό, την πώρωση και την σκανδαλοθηρία.
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
Ο σκηνοθέτης Βασίλης Μαυρογεωργίου προσπάθησε και κατάφερε όντως, με πολλή προσοχή και μελετημένη επιστασία: α) να προσεγγίσει, όσο το δυνατόν περισσότερο, την ιδιοσυγκρασία, το περιβάλλον και τον βίο του μεγάλου μας ερμηνευτή Στράτου Διονυσίου, κατευθύνοντας σωστά τους ηθοποιούς του και β) να υλοποιήσει – κάτι το οποίο δεν ήταν και εύκολο, αποδίδοντας θεατρικά – τις ανάγκες ενός “κινηματογραφικού” κειμένου με παρελθοντικές αναδρομές, χρησιμοποιώντας ποικίλα τεχνικά, σκηνικά και υποκριτικά ευρήματα.

Κατά την γνώμη μου αντεπεξήλθε ικανά σε τούτη την πρόκληση, αν και θεωρώ πως σε ορισμένα σημεία της πλοκής του έργου, έπεσε θύμα της υπερβολής και του υπέρμετρου ζήλου του.
Και εξηγούμαι, ξεκινώντας πρωτίστως από το κεντρικό σκηνικό της παράστασης, όπου και διαδραματίζεται το σύνολο της δράσης, τόσο σε μουσικό, όσο και υποκριτικό επίπεδο.
- Προφανώς οι σκηνικές προϋποθέσεις και διαστάσεις του θεάτρου, οδήγησαν τον σκηνοθέτη να προβεί στην ακραία λύση του να ανυψώσει την κεντρική σκηνή δράσης σε οριακή κλίση ύψους, ώστε να αποδοθούν κάποια σκηνοθετικά ευρήματα που διευκόλυναν την ροή, δημιουργώντας όμως παράλληλα, αφενός μία δικαιολογημένη – πλην όμως αχρείαστη – απορία στην πρώτη εντύπωση του θεατή και αφετέρου ένα … αιτιολογημένο άγχος, μήπως του’ ρθει η σκηνή κατακέφαλα. Εικάζω πως το ίδιο άγχος θα πρέπει να βίωσαν και όλοι οι συντελεστές του έργου επί σκηνής.
- Κάποιες Σουρεάλ επιλογές του σε σχέση με την χορογραφική κινησιολογία των ηθοποιών – χορευτών που διαδραματίζονταν σε δεύτερο πλάνο, σε στιγμές όπου ο Άγγελος ή ο Στέλιος Διονυσίου τραγουδούσαν σε πρώτο πλάνο, μου φάνηκαν περιττός πλεονασμός, με αποτέλεσμα να αποδυναμώσουν την προσήλωση του θεατή – δημιουργώντας έναν περισπασμό εκ των ουκ άνευ – στο βασικό του κάδρο, που έπρεπε να αφορά πρωτίστως τον μουσικό ερμηνευτή.

- Μία λεπτομέρεια που με ξένισε επίσης, ήταν η καθολοκληρίαν χρήση ασύρματων χειλοφώνων από όλο τον θίασο. Με ξάφνιασε κάπως και όχι ευχάριστα, δεδομένου πως ηχοληπτικά υπήρχαν μικροπροβλήματα καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης. Ήταν σαν να ακούω το “Θέατρο της Τετάρτης” από την πάλαι ποτέ ραδιοφωνική ΕΡΤ του 1975.
Μπορώ να δεχθώ τα μικρόφωνα σκηνής για χρηστικούς και λειτουργικούς λόγους, δεν μπορώ όμως να δεχθώ με τίποτα – εκτός κι’ αν πρόκειται για musical -χειλόφωνο σε έναν ηθοποιό, του οποίου η ικανότητα και το ταλέντο του εν κατακλείδι, στηρίζεται κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος στην σωστή διαχείριση: της άρθρωσης, τις διακυμάνσεις της έντασης και την επιβολή της χροιάς του.
Είναι σαν να “καρφώνεις” το πρώτο βιολί και όλους τους κορυφαίους μιας συμφωνικής ορχήστρας σε … di.
Ουσιαστικές λεπτομέρειες δηλαδή, που χάνονται υπό το πέπλο μιας … κομπρεσαρισμένης ηχητικής ευκολίας.
- Τέλος δεν μπορώ να μην αποδώσω τα εύσημα στον σκηνοθέτη, για τις απόλυτα επιτυχημένες ρεπερτοριακές μουσικές του επιλογές, που λογικά θα πραγματεύτηκε σε συνεννόηση με τον αψεγάδιαστο μαέστρο της παράστασης κ. Στρατηγό, τον μέγα σολίστ κ. Πολυκανδριώτη και σαφώς τους αδερφούς Διονυσίου.
Ίσως και λέω ίσως, γιατί το κοινό έδειξε εμφανώς να συγκινείται και να απολαμβάνει πραγματικά το θέαμα καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης, η περίπου 3ωρη διάρκειά της να αποτελέσει μία ανασταλτική παράμετρο.
ΣΚΗΝΙΚΑ
Ο Γιώργος Γαβαλάς και ο Μιχαήλ Σαπλαούρας υπογράφουν ένα βαρύ και στατικό σκηνικό με εναλλασσόμενες πτυχές οπτικής περιγραφής και εξιστόρησης, που προκειμένου να καλύψει βασικές ανάγκες της σεναριακής ροής, δεσπόζει στο οπτικό σύνολο του θεατή, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος της παράστασης. Βάσει σκηνοθετικής γραμμής, θεωρώ πως υπηρέτησε έντιμα και άξια τον στόχο και τον σκοπό του.

ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
Τα custom ενδύματα των συντελεστών επί σκηνής επιμελήθηκε η Αλεξία Θεοδωράκη. Θα μπορούσα να πω, πως ενδυματολογικά η παράσταση εξελίσσεται σε απόλυτη συμβατότητα με τις εποχικές περιόδους τις οποίες διανύει και πραγματεύεται, δίχως υπερβολές άγονου εντυπωσιασμού.
ΗΧΟΣ – ΦΩΤΑ
Οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου υπήρξαν επαρκείς και εντός σκηνοθετικού πλαισίου μεν, σε επίπεδο διεκπεραίωσης δε και τούτο το επισημαίνω, διότι δεν κάλυπταν το κάδρο της σκηνικής δράσης προς όλους τους θεατές ισότιμα. Γεγονός όμως, το οποίο και κατανοώ απόλυτα, μιας και η επιτηδευμένα απότομη κλίση της σκηνής (για χωροταξικούς λόγους και όχι μόνο υπενθυμίζω) κάθε άλλο παρά διευκόλυνε το αρχικό – υποθέτω – φωτιστικό πλάνο.
Ο ήχος σε γενικά πλαίσια, από ανεκτός έως καλός αν και μουντός, με περιθώρια βελτίωσης.
ΧΟΡΟΓΡΑΦΙΕΣ
Ως επί τω πλείστον, οι χορογραφίες αλλά και η κινησιολογία συνδράμουν δυναμικά στην δράση, καταφέρνοντας ενίοτε να έλκουν και το κοινό σε διάδραση.
Την μόνη μου ένσταση, που αφορά το κομμάτι της σουρεάλ διάθεσης και της υπερβολής σε κάποια σημεία της πλοκής και τα οποία αφορούν δεύτερα ή συμπληρωματικά πλάνα, την εξέφρασα στην κριτική μου περί σκηνοθεσίας.
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ
Στο πρωταγωνιστικό ρόλο, αυτόν του Στράτου Διονυσίου, ο Γιάννης Τσορτέκης. Ένας αληθινός θεατράνθρωπος, ο οποίος θεωρείται δικαιολογημένα και είναι πράγματι, ένας χαρισματικός ηθοποιός και εις εκ των κορυφαίων της γενιάς του.
.jpg)
Στον συγκεκριμένο ρόλο όμως, θεωρώ πως προσπάθησε να φέρει τον Στράτο στα μέτρα του, αντί να συμβεί το αντίθετο και που εν μέρει, τα κατάφερε.
Οποιοδήποτε άλλος έμπαινε στον πειρασμό να διακινδυνεύσει κάτι τέτοιο, πιθανόν και να κατέληγε γραφικός. Όχι όμως ο Τσορτέκης.
Η αλήθεια είναι πως η εξαιρετικά ιδιόμορφη και πολύπλοκη προσωπικότητα του Στράτου Διονυσίου, αποτελεί – κατά την γνώμη μου και όχι μόνο – περισσότερο ένα απονενοημένο καλλιτεχνικό διάβημα, παρά μία ακόμα υποκριτική πρόκληση.
Ο Τσορτέκης ρίσκαρε την προσέγγιση και εκεί βρίσκεται το μεγαλείο του και εξηγούμαι:
Τρία είναι τα βασικά εργαλεία ενός ηθοποιού προκειμένου να μπορέσει να κατακτήσει έναν ρόλο, η φωνή και ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τον λόγο, η έκφραση του προσώπου και το σώμα του.

Αν εξαιρέσω μία μερική αστοχία στην πρώτη περίπτωση ο Τσορτέκης κέρδισε τις εντυπώσεις: α) με την απαράμιλλή του έκφραση – δείγμα απόλυτης και συγκροτημένης τεχνικής και γνώσης – την οποία και έντυσε με την κατάλληλη εσωτερική ένταση και β) με το σώμα του, το οποίο και φαίνεται πως ελέγχει με μαθηματική ακρίβεια σε επίπεδο υποκριτικής καταπόνησης.
Για τον Μιχάλη Αλικάκο στον ρόλο του επιστήθιου φίλου και συγκρατούμενού του, ένα έχω μόνο να πω: Α ΠΟ ΛΑΥ ΣΤΙ ΚΟ ΤΑ ΤΟΣ.
Η δε Μπέσυ Μάλφα στον ρόλο της Στάσας, της μάνας του Στρατή είναι αφοπλιστική. Η ερμηνευτική της παρουσία και απόδοση σε πρόζα και τραγουδιστικές ικανότητες, θα έπρεπε να αποτελεί πράγματι, σεμινάριο επιμόρφωσης για πολλούς που θεωρούν τον εαυτό τους ηθοποιό.
Ο Θανάσης Βλαβιανός στον ρόλο του πατέρα του “Σαλονικιού” απέδειξε, πως με τρόπο λιτό και απέριττο να μπορείς να υποδύεσαι έναν ρόλο χωρίς … να παίζεις.

Για το τέλος άφησα την Μαρία Κεχαγιόγλου στον ρόλο της γυναίκας του Στράτου Διονυσίου και τον Γιάννη Νταλιάνη. Δύο ηθοποιοί έμπειροι, με στιβαρή υποκριτική παρουσία επί σκηνής, που μπορούν να κάνουν την διαφορά ακόμα και στην παύση τους.
Στην παράσταση συμμετέχουν επίσης οι: Χρύσα Κλούβα, Δημήτρης Μαχαίρας, Δημήτρης Γαλανάκης, Στάθης Γεωργαντζής, Γιώργος Δημόπουλος, Ρωξάνη Καρφή, Ευγενία Κάρνου, Λεωνίδας Μπακάλης, Δήμητρα Σταύρου και Μαρίνος Ταρνανάς.
Όλοι τους νέα παιδιά, αξιόμαχα και φερέλπιδες.
ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ
Για όσους θα πάνε να παρακολουθήσουν την παράσταση, τους διαβεβαιώ πως θα ακούσουν καλοκουρδισμένους μουσικούς και όχι φλύαρους καλαμπόρτζηδες.

Θα απολαύσουν εξαίρετες ενορχηστρώσεις και έντιμες διασκευές και όλα αυτά, χάρη στην μαεστρική συνέπεια του ικανότατου αρχιμουσικού της παράστασης Νίκου Στρατηγού ο οποίος με άφησε άφωνο.

Όσον αφορά τον ζωντανό θρύλο του τετράχορδου κ. Πολυκανδριώτη δεν θα πω τίποτα. Για τους μύθους μιλάει μόνο το παρελθόν τους και η αιωνιότητα στην οποία ανήκουν.

Για τον Άγγελο, τον Στέλιο και τον Διαμαντή, επίσης τα λόγια είναι περιττά. Καλλιτέχνες με στόφα εγνωσμένης αξίας και αναμφισβήτητα, άξιοι συνεχιστές του πατέρα τους.
Η γνώμη μου; Να πας να το δεις.
Βαθμολογία: 7/10
«Τα πήρες όλα κι έφυγες – Η ζωή του Στράτου Διονυσίου» στο Ράδιο Σίτυ









