«Άκου ανθρωπάκο»: Ένα εξαιρετικό κείμενο… μια μονότονη θεατρική προσέγγιση. Είδαμε & σχολιάζουμε…
Στο Θέατρο “Σοφούλη” και για τέσσερις μόνο παραστάσεις, με είσοδο ελεύθερης συνεισφοράς, παρουσιάστηκε το έργο “Άκου Ανθρωπάκο” του αυστριακού συγγραφέα Βίλχελμ Ράιχ, σε σκηνοθεσία της Δέσποινας – Μαρίνας Σαμαρά.
Λίγα Λόγια για το έργο: Ο αγαπημένος μαθητής του Φρόυντ έγραψε το Άκου, Ανθρωπάκο το 1946, και το δημοσίευσε το 1948. Είναι η κραυγή αγωνίας ενός μεγάλου στοχαστή, που βλέπει τα σπέρματα του φασισμού και του ολοκληρωτισμού μέσα στον κοινό, καθημερινό άνθρωπο: αυτόν που καταπιέζεται και επαναστατεί, και που ωστόσο μπορεί να προσκυνήσει τους εχθρούς του και να δολοφονήσει τους φίλους του. Που αισθάνεται “λαός”, και που αν τύχει να χρισθεί “εκπρόσωπος” αυτού του λαού, κάνει κατάχρηση της εξουσίας του και συμπεριφέρεται πιο βάναυσα από την άρχουσα τάξη που ως τότε τον είχε συνθλίψει.
Για την σπουδαιότητα του συγγραφικού αυτού πονήματος,του Βίλχεμ Ράιχ είναι σχεδόν μάταιο να μιλήσουμε καθώς όσες λέξεις και να σχηματίσουμε δεν θα μπορέσουν να αποτυπώσουν το διαχρονικό μεγαλείο του “‘Ακου Άνθρωπάκο”. Για αυτό το λόγο θα σας μεταφέρουμε αυτούσια κάποια λόγια του, που σφηνώνονται σαν πρόκες στο μυαλό, όπως εκλιπαρούσε ο Έλληνας, Μανώλης Αναγνωστάκης για όλους τους συγγραφείς και ποιητές…
“Δε σʼ αγαπούν ανθρωπάκο, σε περιφρονούν, επειδή περιφρονείς τον εαυτό του. Εσύ ο ίδιος τους αναγόρευσες αφεντικά σου και συνεχίζεις να τους στηρίζεις, παρόλο που πέταξαν τις μάσκες τους. Στο είπαν κατάμουτρα: “Είσαι και θα είσαι πάντα κατώτερος, ανίκανος να αναλάβεις την παραμικρή ευθύνη”. Κι εσύ τους αποκαλείς καθοδηγητές και σωτήρες και φωνάζεις “ζήτω, ζήτω”
«Σε φοβάμαι, ανθρωπάκο. Σε τρέμω, επειδή από σένα εξαρτάται το μέλλον της ανθρωπότητας. Σε φοβάμαι επειδή το κυριότερο μέλημα σου στη ζωή είναι να δραπετεύεις από τον εαυτό σου. Είσαι άρρωστος, ανθρωπάκο, άρρωστος βαριά.”
«Είμαι βιολογικός και πολιτισμικός μιγάς κι είμαι περήφανος γι’ αυτό, ούτε σωβινιστής όπως εσύ, ασήμαντε φασίστα, όποια κι αν είναι η εθνικότητά σου, η φυλή και η τάξη σου”.
Δυστυχώς αυτή η καρπερή συγγραφική βάση δεν κατόρθωσε να μετατραπεί και σε μια έντεχνη θεατρική απόδοση. Οι τρείς ηθοποιοί της παράστασης (Μαρία – Φανή Ψαθά, Όλγα Νικολαΐδου, Δέσποινα – Μαρίνα Σαμαρά) παίζοντας στα όρια του ερασιτεχνισμού δεν προέβαλλαν λεπτό την ένταση του κειμένου. Οι ερμηνείες υπήρξαν άνευρες, αμήχανες με απουσία βάθους και συναισθήματος. Φυσικά η έλλειψη άρτιας σκηνοθετικής επιμέλειας γιγάντωσε ακόμα περισσότερο το μελανό σημείο του ερμηνευτικού σκέλους αφήνοντας εκτεθειμένες τις πρωταγωνίστριες. Ο μοναδικός τρόπος σωτηρίας θα ήταν το πλεόνασμα ταλέντου σε κάθε μία ξεχωριστά, επιδιώκοντας με αυτή την ερμηνευτική μαεστρία να μας συνεπάρουν. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν συνέβη αλλά για ακόμα μια φόρα τα λόγια που άρθρωναν και το νόημα αυτών, τους κράτησε στην επιφάνεια γλιτώνοντας έναν καλλιτεχνικό πνιγμό.
.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία της Δέσποινας – Μαρίνας Σαμαρά, θα τη σημειώναμε ως στείρα έμπνευσης, με την απουσία οποιασδήποτε καλλιτεχνικής ταυτότητας. Οι ηθοποιοί τοποθετήθηκαν πάνω στην σκηνή σε μια συγκεκριμένη στοίχιση πλαισίου, χωρίς κανένα παλμό και καμία ζωτικότητα. Το” Άκου Ανθρωπάκο” ταρακουνάει συνειδήσεις, ουρλιάζει μέσα στο νου, σφίγγει το στομάχι, σου επιβάλλει να ακούσεις, να εναντιωθείς, να θυμηθείς ποιος είσαι.
.
Η σκηνοθετική επιμέλεια προσπάθησε να αποτυπώσει αυτή την ένταση ενσωματώνοντας μουσικά ακούσματα μέσα στην παράσταση, ένα στοιχείο ανώριμης τέχνης που δεν κατάφερε να εξελίξει το έργο.
.
Η μοναδική προσθήκη αυτής της σκηνοθεσίας που θα αναφέραμε ως ενδιαφέρουσα ήταν η χρήση ενός ζωγράφου (Στέλιος Βασιλικός), όπου βρισκόταν στο πίσω μέρος της σκηνής και δημιουργούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, τρίβοντας το κάρβουνο πάνω στον καμβά, την αναπαράσταση μιας διαφορετικής εικόνας στις τέσσερις ημέρες παρουσίασης του έργου. Επίσης η εισαγωγή καθώς και ο πρόλογος της παράστασης, ξεκίνησε με ένα ποίημα του Καβάφη και τελείωσε με την εκφώνηση αποσπασμάτων του βιβλίου του Ράιχ, από έναν ενήλικα και ένα παιδί αντίστοιχα.
Εν κατακλείδι[=],
Η παράσταση δυστυχώς μας απογοήτευσε σε όλα τα σημεία της, κινήθηκε σε όρια κάτω του μετρίου όμως κατόρθωσε να “επιζήσει” λόγω του βασικού της κειμένου και αποτελεί μια σπουδαία ευκαιρία να γνωρίσετε αυτόν τον ψυχίατρο, ψυχαναλυτή, ερευνητή και συγγραφέα καθώς και το ανυπέρβλητο αυτό έργο του.
«Όταν ζεις για μακρύ διάστημα στο βάθος μιας σκοτεινής σπηλιάς θα σιχαθείς το φως του ήλιου. Και το πιθανότερο είναι ότι τελικά τα μάτια σου θα χάσουν τη δύναμη να αντέχουν. Να γιατί καταλήγουμε να μισούμε το φως του ήλιου».
Βαθμολογία:
3,5 στα 10
Φωτογραφικό υλικό