.
Είδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Ξεπερνάμε γνωστά και επαναλαμβανόμενα που μας πιπιλίζουν κάθε τρεις και λίγο, λες και αυτό είναι το κριτήριο να πάμε θέατρο, πως τη περσινή χρονιά θριάμβευσαν οι «Αινιγματικές Παραλλαγές» με μεγάλες πληρότητες για όσο καιρό παιζόταν στην Αθήνα. Κάτι παρόμοιο συναντήσαμε και στην εδώ πρεμιέρα της περασμένης Τετάρτης και με τις προπωλήσεις το “έργο επαναλαμβάνεται” καθώς μέχρι το τέλος των παραστάσεων θα παίζουν φίσκα στο Αριστοτέλειον. Ναι, είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις γεμάτο θέατρο, φεύγουν έγνοιες και γκρίνιες άσε που θεωρείς πως πέτυχες το καλό το έργο και τους άξιους συντελεστές να το αποδώσουν εμπνευσμένα στο κοινό και αυτοί με τη σειρά τους τρέχουν για να απολαύσουν.
.
Ωστόσο, για μας δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μια επανάληψη ίδιου θέματος, ίδιου παιξίματος και ίδιου αποτελέσματος.
Όπου ένας γεροξεκούτης συγγραφέας τον έχει χτυπήσει κατακέφαλα η επιτυχία και ένα νόμπελ τόσο ώστε να πάρει τα βουνά και συγκεκριμένα σ’ ένα απομακρυσμένο νησί κάπου στη Σκανδιναβία ζώντας με τις ιδιοτροπίες και τα φαντάσματα του παρελθόντος. Μέχρι που θα εμφανιστεί ένας δημοσιογράφος για μια ντεμέκ συνέντευξη και εκεί που ο ένας δεν ήθελε τον άλλον γίνονται το άλλο τους μισό…
Ξεκινώντας από τα αρνητικά (-), έργα σαν και τούτο έχουμε πολλάκις δει σε σινεμά και θέατρο, ενώ άπειρα βιβλία αναφέρονται σε ετερόκλητους χαρακτήρες που από την αρχή «βρωμάνε» για το ποιος είναι τι, τι πρεσβεύει, τι επιθυμεί, τι κρύβει στο σαλεμένο του μυαλό, με χειρότερο να γνωρίζεις τη συνέχεια και ακόμη πιο χειρότερα, ψυχανεμίζεσαι, πάνω κάτω, το τέλος. Και ένας λόγος παραπάνω αν μιλάμε για συγγραφείς από τον παγωμένο Βορρά, που το καλοκαίρι είναι ένας μήνας και ο ήλιος σπάνια ζεσταίνει τις ψυχές τους και που η μέρα «δύει» λίγο μετά το μεσημέρι. Σε αυτές λοιπόν τις χώρες που όλα είναι λυμένα και τακτοποιημένα μέχρι το θάνατο τους, που ζουν με τάξη και ασφάλεια, που έχουν τα ωραία τους σπίτια, τις καλοπληρωμένες δουλειές και που εκδράμουν στα φροντισμένα με σεβασμό βουνά και λίμνες, ενίοτε και για διακοπές στη Μεσόγειο για να ξελαμπικάρουν. Κι όμως, είναι στη πρώτη 5άδα παγκοσμίως με τις περισσότερες αυτοκτονίες, τα περισσότερα διαζύγια και εξώγαμα, γενικώς το κέρατο πάει σύννεφο, ενώ οι ψυχολόγοι κάνουν χρυσές δουλειές. Έτσι και ο συγγραφέας μας, ενώ τα έχει όλα πνίγεται στη μοναξιά, τη θλίψη και στη ρουτίνα της καθημερινότητας και αντιδρά όπως του αρμόζει: Φωνάζει, απαξιεί και απειλεί.
Το έργο έχει όλα τα συστατικά να πετύχει το σκοπό του, δηλαδή να αρέσει στο πλατύ κοινό: ιδιόμορφοι χαρακτήρες, έξυπνα ευφυολογήματα για τη ζωή που την επόμενη ώρα ξεχνάς, αβάσταχτη μοναξιά, ενοχές, ένα μυστήριο να πλανάται και φυσικά ανεκπλήρωτοι έρωτες. Όλα με φροντίδα τοποθετημένα ώστε να ειπωθούν, να αιτιολογηθούν και να δικαιολογηθούν πράξεις που στο παρελθόν δεν ευοδώθηκαν. Μόνο που ήταν τόσο προβλέψιμα και αναμενόμενα που ακόμη και τα 70 λεπτά της ώρας δεν ήταν ικανά να προσφέρουν στοιχεία γοητευτικής παράστασης, ή αυτό που συζητιέται μετά, τροφή για σκέψη.
Ακόμη χειρότερα που στην παράσταση δυο εκπρόσωποι δεν πρόσφεραν ευελιξία παρά μόνο σκηνική τυπική κίνηση/δράση σα να βρισκόμασταν στον καναπέ του δικού μας σπιτιού παίζοντας οι ίδιοι. Αναρωτιέμαι, τι δεν ήταν ικανός να κάνει ο σκηνοθέτης Σωτήρης Τσαφούλιας και χώθηκε ως συνσκηνοθέτης ο Δαδακαρίδης να συμβάλει, άραγε τι περισσότερο; Τα πάντα κινήθηκαν διεκπεραιωτικά, οπότε μια απάντηση αρμόζει: Μια τρύπα στο νερό.
Κοντά σε αυτά, και το φάντασμα της χαμένης αγάπης στη μορφή της Σοφίας Καλπενίδου βουβά να χαριεντίζεται και εντελώς άγαρμπα και ανεκμετάλλευτα να περνά στράφι η μοναδική γυναικεία παρουσία και πέτρα του σκανδαλου.
Επιπροσθέτως ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης έπαιξε γι’ άλλη μια φορά όπως παίζει και σε κάθε σήριαλ. Μονόχνοτος, βαρύς και μέτριος ερμηνευτικά. Επαναλαμβάνει τη μανιέρα με φωνές, σπασμωδικές κινήσεις, ενώ σωματικά πρέπει κάτι –επιτέλους- να κάνει για να «μιλά» και το σώμα του. Παρακολουθώντας τον θεατρικά θεωρώ πως πλέον δεν του περισσεύει καμιά άλλη δυνατότητα, ό,τι είχε να παρουσιάσει το έκανε και βολεμένος στη σιγουριά της αναγνωρισιμότητας παραμένει ίδιος και απαράλλαχτος ενώ σε αυτό το έργο είχε τις επιλογές να το πράξει καθώς αυτός είναι τελικά το θύμα και σε αυτόν βασίζεται η εξέλιξη της παράστασης. Παρ’ όλα αυτά και να μην το αδικούμε εντελώς, είχε τη στιγμή του σε ένα μικρό προς το τέλος μικρό μονόλογο που με ελαφρό σπάσιμο φωνής, συναισθηματικά κάτι απέδωσε.
Οπότε, τα μόνα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης ήταν ο Γιάννης Μπέζος, το σκηνικό και η μικρή του διάρκεια.
Ο πρώτος αποτελεί ένας από τους τελευταίους μεγάλους ερμηνευτές της γενιάς του που μετρά 45 χρόνια ακάματης εργασίας. Έχει πάντα την ευελιξία και τη σταθερά να πατά με σιγουριά στο σανίδι και να αποδίδει με άνεση και χάρη οποιοδήποτε ρόλο κι ας είναι μια από τα ίδια. Γιατί τον Μπέζο δεν θα το δεις ποτέ «κακό», ποτέ λίγο και ποτέ δεν θα τον καταβροχθίσει η σκηνή. Είναι ένας σπουδαίος επαγγελματίας που χειρίζεται δυναμικά και με σθένος την κορμοστασιά του, ένας παλιάς κοπής ηθοποιός, ένας αίλουρος. Και ο ρόλος του ως συγγραφέας του ήρθε γάντι θυμίζοντας κάτι ως πολλά από τη δημόσια εικόνα του: απότομος, ειλικρινής ως και αντιπαθής. Χωρίς τον Μπέζο η παράσταση θα ήταν ένα τίποτα, τελεία.
Το σκηνικό του Kωνσταντίνου Ζαμάνη, μια απέραντη σάλα καθιστικό με φόντο μια τεράστια βιβλιοθήκη, έκανε τη δουλειά του απεικονίζοντας χώρο, τόπο και τάξη, ενώ η μικρή διάρκεια ήρθε ως μάννα εξ ουρανού, όχι απαραιτήτως να τελειώνουμε, αλλά μεγάλο προσόν ενός κειμένου να μην πλατειάζει και να΄ ναι τόσο όσο. Μια δεύτερη σκέψη είναι πως δεν είχε τίποτα άλλο να πει και μια τρίτη, εξαντλήθηκε πριν καν αρχίσει η ιδέα του. Βέβαια, το να ξεσηκώνεσαι από το σπίτι, να πληρώνεις 20 – 25 ευρώ το άτομο και σε μια ώρα να είσαι στην έξοδο, δεν το λες και θέατρο για όσους καταλαβαίνουν τι εννοώ…
Εν ολίγοις (=) πρόκειται για μια μετριότητα, εντελώς υπερεκτιμημένη που λόγω μόδας και τάσης μάλλον αρέσει πολύ. Πήγαμε, χαζέψαμε, ήδη ξεχάσαμε. Πάμε παρακάτω…
Βαθμολογία:
5,7/10
.
-k-
..
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΝ
«Αινιγματικές Παραλλαγές» του Ερίκ-Εμανουέλ Σμιτ.
Ο Αμπέλ Ζνόρκο είναι ένας συγγραφέας, βραβευμένος με Νόμπελ που ζει μόνος, αποτραβηγμένος στο Ροσβανοϋ, ένα μικρό νησί στη Θάλασσα της Νορβηγίας, αποφεύγοντας τα πάντα και ειδικά τους ανθρώπους. Έχοντας πρόσφατα εκδώσει το 21ο του βιβλίο που έχει γίνει τεράστια επιτυχία, δέχεται να δώσει συνέντευξη σε έναν δημοσιογράφο που τον πολιορκεί καιρό τον Έρικ Λάρσεν.
Σκηνοθεσία: Σωτήρης Τσαφούλιας, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης. Ερμηνεύουν: Γιάννης Μπέζος, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Σοφία Καλπενίδου.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη στις 19:00, Πέμπτη & Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο 18:00 και 21:00. Κυριακή στις 18:00. (έως 15/10).