Αφεθείτε στο «Σκοτεινό Ανθολόγιο Ποίησης» του Θεάτρου του Άλλοτε. Είδαμε πρεμιέρα στο Μπενσουσάν Χαν και σχολιάζουμε…
Η πρώτη παράσταση της νέας θεατρικής σεζόν μας βρίσκει στα σοκάκια των Άνω Λαδάδικων, στο Μπενσουσάν Χαν, το θεατρικό σπίτι πια της ομάδας «Θέατρο του Άλλοτε», να μας παρουσιάζει το «Σκοτεινό Ανθολόγιο Ποίησης» για έξι μόνο παραστάσεις. Πρόκειται για την δραματοποίηση εικοσιένα έργων της ελληνικής αλλά και παγκόσμιας ποίησης υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Βαρβάρας Δουμανίδου.
Μια παράσταση – βιωματική εμπειρία που ξεφεύγει από τις κλασσικές νόρμες του θεάτρου, όπως άλλωστε μας έχει συνηθίσει η εν λόγω ομάδα από τότε που μας συστήθηκε. Γνωρίζουμε πλέον για την απουσία σκηνής και θέσεων, τον εκμηδενισμό της απόστασης ανάμεσα στον ηθοποιό – ρόλο και τον θεατή και τη χρήση όλων των δωματίων ενός σπιτιού όπου κοινό και συντελεστές, μαζί, περιηγούνται στους χώρους, μετέχουν του δρώμενου, πάνω από όλα, βιώνουν.
.
Λέμε παράσταση, όμως – συν όλων των παραπάνω που το «απομακρύνουν» από την κλασσική έννοια του όρου – στην προκειμένη περίπτωση του «Σκοτεινού Ανθολόγιου Ποίησης» έχουμε κι ένα νέο στοιχείο να ξεφεύγει από την πεπατημένη: Το κείμενο του έργου, ο λόγος του, το απόλυτο εργαλείο της επικοινωνίας, εδώ δεν είναι πρόζα. Δεν είναι διάλογος. Δεν υπάρχει μια ιστορία με αρχή μέση και κατάληξη. Είναι απαγγελία. Η ποίηση είναι η απόλυτη πρωταγωνίστρια της παράστασης. Κι οι ιστορίες που αυτή αφηγείται, σε τόπους ονειρικούς, με ζώα, στοιχειά κι ανθρώπους να μπλέκονται μεταξύ τους σε γέλια, χορούς, έρωτες, θυσίες, θανάτους.
Η παρουσίαση είναι άκρως υποβλητική και ξεκινάει – όπως μας έχουν συνηθίσει – έξω από το θέατρο, στο δρόμο, με την ομάδα να μας απαγγέλει «Τα πουλάκια» του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη: «…Kι αν η νύχτα είναι μεγάλη, κι έρχεται γιομάτη τρόμους, κι αν ο θάνατος, απόψε, φέρνει γύρα, μες στους δρόμους…». Και συνεχίζεται επάνω, στο σπίτι, στα σκοτεινά δωμάτιά του, με μια συρραφή των υπολοίπων ποιημάτων, υπό τη μουσική υπόκρουση ενός πιάνου και το τραγούδι της – εξαιρετικής – Μέλας Γεροφώτη, με απώτερο σκοπό να αναδείξουν τη σκοτεινή μας πλευρά, να μας παρουσιάσουν το μεγαλείο του απόλυτου έρωτα – που φτάνει στη θυσία, να μας συμφιλιώσουν με τον ίδιο το θάνατο, να μας απαλλάξουν από το φόβο του. Και το πετυχαίνουν.
Η Βαρβάρα Δουμανίδου και η ομάδα της καταφέρνουν και πάλι με τη χρήση ελάχιστων σκηνικών και ακόμα λιγότερων – αλλά πολύ καλοδουλεμένων – φωτισμών, να οπτικοποιήσουν τους στίχους, να απογυμνώσουν το συναίσθημα και να μας το προσφέρουν απλόχερα. Οι απαγγελίες άλλοτε ρομαντικές (ξεχωρίζει μακράν το «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες») κι άλλοτε έντονες, σχεδόν βίαιες (η Ευρώπη Αργυροπούλου στον «Τρελό Λαγό» του Μίλτου Σαχτούρη, σχεδόν θα σας στοιχειώσει!) μιλούν απευθείας στην καρδιά του θεατή.
Τα θετικά της παράστασης [+] είναι ασφαλώς το σκηνικό (αν και η αρχική σύλληψη να παρουσιαστεί σε ένα πραγματικό δάσος θα ήταν απογείωση για το συγκεκριμένο έργο – αλλά όπως συνήθως, δεν μας έκανε τη χάρη η ελληνική γραφειοκρατία).
.
Οι φωτισμοί και η μουσική που χάριζαν όλη την ατμόσφαιρα.
.
Τέλος οι ερμηνείες – απαγγελίες από το σύνολο των συντελεστών, και ειδικότερα η μελέτη πάνω στην κίνησή τους.
Αρνητικά [-] είδαμε τη συνεχή μετακίνηση των ερμηνευτών στα δωμάτια χωρίς να ακολουθεί το κοινό (φύσει αδύνατον) με αποτέλεσμα να χάνονται στους τοίχους του σπιτιού στίχοι που δεν έφταναν στα αφτιά μας. Την αμήχανη στιγμή της προετοιμασίας μιας συγκεκριμένης σκηνής από τους ίδιους τους ηθοποιούς (μικρή σε διάρκεια αλλά αρκετή για να δημιουργήσει ένα «κενό»). Τέλος – καθώς το είδος με το οποίο καταπιάστηκαν, η ποίηση, είναι από τα δυσκολότερα – θα μπορούσαμε να πούμε ότι μας έλλειψε κάποιο είδος «διαλογικής σύνδεσης» μεταξύ των ποιημάτων.
Καταλήγοντας [=] μιλάμε για μια παράσταση έξω από τα συνηθισμένα, σε όλα της τα επίπεδα. Μια οπτικοακουστική εμπειρία όπου κάποιες στιγμές κλείνεις τα μάτια κι αφήνεσαι στο μεγαλείο της ποίησης, και άλλες ρουφάς τις έντονες εικόνες που εκτυλίσσονται σε απόσταση αναπνοής, εκεί όπου η δραματουργική απεικόνιση είναι τόσο δυνατή που σχεδόν «αχρηστεύει» κάθε λεκτική περιγραφή.
.
Κάποιους στίχους δεν θα τους καταλάβεις. Θα χρειαστεί να επιστρέψεις σπίτι, να τους ψάξεις και να τους μελετήσεις (αυτό κι αν είναι όφελος). Αυτό επειδή…
.
«Ο άνθρωπος βλέπει τον κόσμο της μεγαλειώδους συσκευασίας, όμως δεν βλέπει τα υπέροχα περιεχόμενα. Αλλά αν δει τον μαγικό άνθρωπο μέσα του τότε ο μαγικός άνθρωπος βλέπει τον μαγικό κόσμο. Δεν είναι ανύπαρκτος ούτε αόρατος. Είναι υπαρκτός και ορατός. Άμα ξέρεις ότι υπάρχει. Και αν ξέρεις να τον βλέπεις…»
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
7 στα 10
/
-ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό