.
Είδε η Ανια Κανακάρη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Στον φιλόξενο χώρο του Θεάτρου Άρατος, που μετά από πολλούς μήνες πήρε και πάλι ζωή, παρακολουθήσαμε την παράσταση «Άδεια Πιάτα 2» του Βασίλη Τσικάρα. Πρόκειται για το δεύτερο μέρος του ομώνυμου έργου τουπου είχε παρουσιαστεί στην πόλη μας πριν από πέντε χρόνια και είχε τιμηθεί με το 2ο Βραβείου Κοινού στα Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2015-2016.
Καταρχάς, να αναφέρουμε, ότι στην παράσταση τηρήθηκαν όλα τα προβλεπόμενα μέτρα, έλεγχος πιστοποιητικών εμβολιασμού και χρήση μάσκας καθ’ όλη τη διάρκεια, γεγονός που επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά ότιτο θέατρο είναι από τους ασφαλέστερους τρόπους διασκέδασης.
Η παράσταση ξεκινά μελωδικά με το «Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα…» της Σοφίας Βέμπο, που μας ταξιδεύει σε προηγούμενες δεκαετίες και ηχητικά μας εντάσσει στην ατμόσφαιρα του έργου. Χρονικά βρισκόμαστε αμέσως μετά την άρση του Lockdown, όταν οι επιχειρήσεις αρχίζουν δειλά – δειλά να ανοίγουν (όσες από αυτές μπόρεσαν να επιβιώσουν) και ο κόσμος προσπαθεί να εγκλιματιστεί στη νέα πραγματικότητα των αποστάσεων και των αντισηπτικών. Ο ιδιοκτήτης μιας ψαροταβέρνας, ο Δημήτρης ή Μήτσος, είναι ένας φύσει αισιόδοξος άνθρωπος, που έχοντας ως αρχή στη ζωή του το «όχι άδεια πιάτα», βοηθά όποιον έχει ανάγκη προσφέροντας τουλάχιστον ένα πιάτο φαγητό. Προβληματισμένος με την γενικότερη κατάσταση, ανοίγει το μαγαζί του περιμένοντας να δει την ανταπόκριση του κόσμου. Τις ανησυχίες του συμμερίζονται η μνηστή του που ψάχνει τρόπους να προσελκύσει πελάτες και η μαγείρισσα του, μια πληθωρική, πολυλογού Ρωσίδα που δεν σταματά να του γκρινιάζει. Στην ταβέρνα εμφανίζονται παλιοί φίλοι, πελάτες και απλοί γνωστοί που μοιράζονται μαζί του τα προβλήματά τους. Άνθρωποι που εξωτερικεύουν άμεσα ή έμμεσα μια ενδόμυχη ανάγκη για ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία,την οποίαο καλόκαρδος ταβερνιάρης προσφέρει απλόχερα σε όλους…
Στα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης καταρχάς το κείμενο του Βασίλη Τσικάρα, ενός καλλιτέχνη που εδώ και χρόνια προσφέρει αξιόλογα έργα στο κοινό της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για μια σύγχρονη λαϊκή κωμωδία, η οποία αποσκοπεί, μέσα από το χιούμορ και τις απίστευτες ατάκες του κειμένου, να προβάλει την αξία της κοινωνικότητας, της προσφοράςκαι να θέσει ανάλογους προβληματισμούς. Μια κωμωδία χαρακτήρων, στην οποία ο συγγραφέας πλάθει ποικίλους τύπους ανθρώπων, συνηθισμένων κατά βάση, εμπνευσμένος από αληθινούς θαμώνες μιας ταβέρνας της πόλης μας. Μέσα από ιδιαίτερα προσεγμένους κωμικούς διαλόγους χτίζει σταδιακά τις προσωπικότητες των ηρώων, με μια μικρή δόση υπερβολής και ξεδιπλώνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, καθιστώντας τους ιδιαίτερα συμπαθείς. Ξεχωρίζουν ο χαρακτήρας του Σόλωνα, του άνεργου, γυναικά, τζαμπατζή, που ζει με τη σύνταξη της μάνας του, της ευέξαπτης Ρωσίδας μαγείρισσας και της ανεπανάληπτης Βαγγέλως, η οποία αποτελεί μια τρομακτικά πετυχημένη αναβίωση μιας μόρτισσας περασμένων δεκαετιών, που εκτινάσσει κωμικά την παράσταση. Το έργο αναφέρεται και στις αλλαγές που έφερε η πανδημία του κορονοϊού στη ζωή μας, δεν εμβαθύνει όμως σε αυτές, αφού τα ζητήματα που θίγει αφορούν κάθε εποχή.
Με φόντο ένα περιβάλλον γνώριμο σε όλους και πολύ φιλικό, ο Βασίλης Τσικάρας, χωρίς ιδιαίτερα σκηνοθετικά ευρήματα, στήνει μια παράσταση προσιτή και εύληπτη, που μιλάει στις καρδιές των θεατών και προσφέρει αυθόρμητο και πηγαίο γέλιο. Μυστικό της επιτυχίας του, η λαϊκότητα των χαρακτήρων του έργου, με τους οποίους κάλλιστα μπορεί να ταυτιστεί το κοινό. Παράλληλα ο σκηνοθέτης διαμορφώνει μια ιδιαίτερα εύθυμη ατμόσφαιρα που θυμίζει ανάλογες σκηνές ταινιών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, όπου μέσα από την απλότητα και την αγνότητα των καθημερινών διαλόγων επιτυγχάνονταν ποιοτική ψυχαγωγία.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών ήταν σε γενικές γραμμές αρκετά καλές.
Καταρχάς απολαυστικός στον ρόλο του, ο Σταύρος Δουκουζγιάννης ο οποίος υποδύθηκε τον Σόλωνα, έναν από τους πλέον κωμικούς χαρακτήρες του έργου. Η εκφραστικότητά του, η κωμικότητα στην εκφορά του λόγου, η απλότητα και η φυσικότητα με την οποία διαχειριζόταν το κείμενο, αλλά και η εν γένει σκηνική του παρουσία τον κατέστησαν ιδανικό για τον ρόλο του αφελή, καλοπροαίρετου αλλά ανεπρόκοπου γυναικά.
Επίσης πολύ καλός ερμηνευτικά ο Αριστείδης Σιναπίδης ως Δημήτρης ή Μήτσος –ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας, ο οποίος υποδύθηκε με πειστικότητα και συνέπεια τον φιλόξενο μαγαζάτορα, που άνοιγε το μαγαζί και την καρδιά του στον καθένα που χρειαζόταν βοήθεια.
Η πιο φασαριόζα και δυναμική παρουσία του έργου ήταν αναμφισβήτητα η Βίκυ Τσιγαρά στον ρόλο της Ρωσίδας μαγείρισσας, η οποία απέδωσε με εξαιρετική προφορά και φυσικότητα τον ρόλο της. Με ιδιαίτερο περπάτημα και τονισμένες καμπύλες, ένταση στην φωνή και ελεγχόμενη υπερβολή στην εκφορά του λόγου, ξεχώρισε με την εμφάνιση και την ερμηνεία της.
Η Μαρία Βαγιωνά στον ρόλο της Βαγγέλως, με χαρακτηριστική κίνηση μάγκα της δεκαετίας του ’60, με το κομπολόι στο χέρι και το μαύρο γιλέκο της, παρόλο που αποτελούσε μια φιγούρα από το παρελθόν ταίριαξε απόλυτα στην σύγχρονη ατμόσφαιρα του έργου. Ένας vintage χαρακτήρας που αποδόθηκε με επιτυχία, τόσο κινητικά, όσο και εκφραστικά – φωνητικά και προκάλεσε απίστευτο γέλιο στους θεατές.
Πολύ καλή εμφάνιση από την Σοφία Αϊβάζογλου, η οποία με δυναμισμό και περισσή ενέργεια υποδύθηκε την καινούρια μνηστή του Σόλωνα, την Μπέμπα, αλλά και από την Εύα Καντούρουη οποία απέδωσε με πειστικότητα την μοναχική, μετρημένη και αυστηρή εισαγγελέα που ο έρωτας την ωθεί να ξεπεράσει τις όποιες ηθικές αναστολές της. Αρκετά καλή και η Νάντια Φαλέγκα ως μνηστή του Δημήτρη, ερμηνεία όμως που θα ήθελε λίγο παραπάνω χρώμα και ένταση για να αναδειχθεί ο χαρακτήρας που υποδύονταν.
Το σκηνικό της Μαρίας Βλάχου, λιτό αλλά λειτουργικό, απέδωσε όμορφα το εσωτερικό της ψαροταβέρνας, με λιγοστά αντικείμενα επιμελώς επιλεγμένα και προσεκτικά τοποθετημένα επί σκηνής. Δυο-τρία τραπεζάκια, λουλούδια, δίχτυα και διάφορα διακοσμητικά στους τοίχους, ένα διαχωριστικό στο πίσω μέρος της σκηνής που θεωρητικά οδηγούσε στην κουζίνα του μαγαζιού και μια πόρτα που άφηνε να φανούν γλάστρες από τον εξωτερικό χώρο.
Τα κοστούμια, επιλογές επίσης της Μαρίας Βλάχου, απλά αλλά συμβατά με την προσωπικότητα των πρωταγωνιστών, συνδυάστηκαν αρμονικά με το όλο σκηνικό περιβάλλον. Ξεχώρισε η εμφάνιση της μαγείρισσας, στην οποία τονίστηκαν επιμελώς ορισμένα σημεία του σώματός της, επιλογή που την καθιστούσε ακόμη πιο κωμική.
Οι φωτισμοί δια χειρός Βασίλη Τσικάρα και Γιάννη Λαζαρίδη, ανέδειξαν ικανοποιητικά τη συναισθηματική έκφραση των χαρακτήρων και διευκόλυναν ορισμένα σημεία της παράστασης, όπως την σκηνική απόδοση του καβγά, που προσομοίαζε με slow motion, μέσω των επαναλαμβανόμενων διακοπών του φωτισμού. Αρκετά ευχάριστη και η μουσική επένδυση της παράστασης με επιλογές γνωστών, λαϊκών και μη, τραγουδιών.
Στα αρνητικά (-) της παράστασης, πέρα από κάποιες αδυναμίες στις ερμηνείες που καλύφθηκαν από τη γενική αίσθηση ευθυμίας, θα αναφέραμε και το εξής: στην αρχή του έργου υπήρχαν μικρά «κενά διαλόγων» διαστήματα, ιδίως όταν ο ταβερνιάρης πηγαινοερχόταν στην κουζίνα, η επανάληψη των οποίων, ακόμα κι αν αποτελούσε συνειδητή σκηνοθετική επιλογή ως επίφαση ρεαλισμού, άφησε μια αδιόρατη αίσθηση «αμηχανίας».
Συμπερασματικά (=), το «Άδεια πιάτα 2» του Βασίλη Τσικάρα, ήταν μια εξαιρετικά ευχάριστη λαϊκή κωμωδία, με ενδιαφέροντες χαρακτήρες που αποδόθηκαν επιτυχημένα σε επίπεδο ερμηνείας και χάρισαν αυθόρμητο γέλιο στο κοινό. Μια παράσταση που ναι μεν στοχεύει στην διασκέδαση, δεν παραλείπει όμως να περάσει ένα σημαντικό μήνυμα: «όχι άδεια πιάτα». Μια απλή φράση, με μεγάλη όμως δυναμική, που θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για τη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου…
Βαθμολογία
6,1/10
.
.
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2022 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 11α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2022 – Πληροφορίες ΕΔΩ
.
Δείτε & αυτά:
–Θέατρο: Είδαμε & Σχολιάζουμε
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε
.
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media