Είδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Πρεμιέρα της παράστασης στο Θέατρο Κήπου, που σπανιότατα έχουμε συναντήσει αδιαχώρητο σε τέτοιο ασφυκτικό βαθμό, με έξτρα καρέκλες μέχρι πίσω και κενό ούτε για δείγμα και μάλιστα με προτροπή από μεγαφώνου για …περαιτέρω στρίμωγμα ώστε να χωρέσουν όλοι, εννοώντας τα επιπλέον εισιτήρια που έκοβαν ενώ είχε γεμίσει ασφυκτικά ο χώρος! Με συνέπεια συνθήκες παστής σαρδέλας υπό καύσωνα και υποτίθεται με έξαρση του κορωνοϊού, άνθρωποι καθισμένοι σε πεζούλια, ζαρντινιέρες και σκαλιά και φυσικά αποκλεισμός οποιασδήποτε διόδου σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης…
.
Γεγονός όχι απλά απαράδεκτο αλλά παράνομο και άξιο καταγγελίας για την προκλητική παραβίαση των κανόνων ασφαλείας με πιθανώς μοιραίες συνέπειες! Με δεδομένη λοιπόν τη δυσφορία λόγω άθλιων συνθηκών εξαιτίας της απληστίας, μείναμε υπομονετικά να παρακολουθήσουμε την παράσταση «Ο γυάλινος κόσμος» του Τέννεσι Ουίλιαμς και σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη, καθότι κλασικό αγαπημένο έργο και με άξιους συντελεστές…
Η υπόθεση του οποίου αφορά σε μια αμερικάνικη οικογένεια, με τον πατέρα φευγάτο από χρόνια εγκαταλείποντας ξαφνικά την γυναίκα του Αμάντα και τα δυο παιδιά του, την Λώρα και τον Τομ, οι οποίοι πασχίζουν σκληρά να επιβιώσουν… Η μάνα επιφορτισμένη με όλες τις ευθύνες και νιώθοντας κάθε προσδοκία της ματαιωμένη, κρατιέται από αναμνήσεις ενός «ένδοξου» παρελθόντος και την επιθυμία για «αποκατάσταση» των παιδιών της… Ο γιος, αναγκασμένος να δουλεύει σε αποθήκη παπουτσιών για τη συντήρηση της οικογένειας, ασφυκτιά κι αναζητά απελπισμένα διεξόδους φυγής… Η κόρη, που κουτσαίνει ελαφρά και βουλιάζει σε τέλμα ανασφάλειας και μειονεξίας, βρίσκει καταφύγιο στη συλλογή της από «γυάλινα ζωάκια- μινιατούρες», απομονωμένη στο περιθώριο μιας ζωής θλιβερής κι ανούσιας… Μέχρι που ο Τομ υπό την πίεση της μητέρας του θα φέρει στο σπίτι τον φίλο του και παλιό συμμαθητή Τζιμ «να γνωρίσει τη Λώρα» κι ενώ θα καταφέρει να την ταρακουνήσει και να της δώσει ελπίδα φωτός, η κατάληξη θα οδηγήσει σε τρομερή απογοήτευση…

Το υπέροχο, καταξιωμένο έργο (+) του Τέννεσι Ουίλιαμς, που κατέχει εξέχουσα θέση στην παγκόσμια δραματουργία, δεν είναι μόνο ότι επιχειρεί με χειρουργική ακρίβεια βαθιές τομές στην τραυματισμένη ψυχολογία των ηρώων του, δεν είναι μόνο ότι το κάνει με απαράμιλλη ευαισθησία, λυρισμό και απλότητα, δεν είναι μόνο ότι επιλέγει έναν θαυμάσιο συμβολισμό- αλληγορία για να αποδώσει το «εύθραυστο» μιας λαβωμένης ύπαρξης, αλλά ότι με τη διεισδυτική του ματιά ο συγγραφέας σχεδόν προφητικά, αποδομεί συγκλονιστικά το «αμερικάνικο όνειρο» μιας επίπλαστης επιτυχίας… Μέσα από την πένα του η παρακμή και η ματαίωση αναδύονται από παντού με έντονη οσμή θλίψης, ενόσω οι ήρωες παλεύουν απεγνωσμένα να ξεφύγουν από τα αδιέξοδα, ο καθένας με τη δική του «φυγή» από μια πραγματικότητα βαριά κι ανέλπιδη… ο πατέρας στη θάλασσα, η μάνα στο παρελθόν, ο γιος στο ποτό, τον κινηματογράφο ή τα καράβια και η κόρη με τον πλέον ευάλωτο, εύθραυστο ψυχισμό στον «γυάλινο κόσμο» της, που τόσο εύκολα σπάνε τα ζωάκια της και θρηνεί ακόμα μια απώλεια μαζί με αυτήν της μάταιης ζωής της… Ένα ψυχολογικό έργο βαθιά ποιητικό στον ρεαλισμό του, με καταλυτικές κοινωνικές διαστάσεις, με έντονο συναίσθημα που συγκινεί αυθεντικά…
Και βεβαίως οι ήρωές του ευτύχησαν να ερμηνευτούν από άξιους ηθοποιούς, με δεσπόζουσα μορφή την υπέροχη Κάτια Δανδουλάκη στο ρόλο της μητέρας Αμάντα, όπου για πολλοστή φορά θαυμάσαμε την σπουδαία ερμηνευτική ποιότητα, τον υψηλό επαγγελματισμό, την σκηνική άνεση, την υποκριτική φινέτσα της πολύπειρης ηθοποιού, που ως αξιοθαύμαστος «χαμαιλέων» της σκηνής, με οτιδήποτε κι αν καταπιαστεί- ακόμη και το πλέον ασήμαντο ή αδιάφορο, καταφέρνει να του δίνει θαυμάσια θεατρική υπόσταση! Στον απαιτητικό ρόλο της Αμάντα υπήρξε απλά εξαιρετική, αποδίδοντας συγκινητικά την καλυμμένη τραγικότητα πίσω από φαινομενική «ελαφράδα» ή το νοιάξιμο πίσω από τον δεσποτισμό, με λεπτοδουλεμένο συνδυασμό δραματικότητας, χιούμορ, αυταρχισμού, τρυφερότητας, δύναμης, αφοπλιστικής φυσικότητας…

Η ταλαντούχα Λένα Παπαληγούρα στον ιδιαίτερο ρόλο της Λώρα που η τραυματισμένη ψυχή της βρίσκει γαλήνη στο καταφύγιο του γυάλινου κόσμου της, υποδύθηκε την τραγική ηρωίδα με όλη την τρυφεράδα, μελαγχολία, παραίτηση, θλίψη, σπαραγμό του ρόλου, μπολιάζοντάς τον με αθωότητα πληγωμένου παιδιού σε έναν αφιλόξενο κόσμο ενηλίκων, που όταν για μια στιγμή του χάρισαν μια αχτίδα φωτός και τα μάτια του έλαμψαν, του την πήραν πάλι πίσω… Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής σε διπλό ρόλο ως Τομ και ως αφηγητής, υπήρξε πανάξιος με την απαιτούμενη ένταση και τις εκρήξεις ενός καταπιεσμένου, με κυνισμό απέναντι σε μια πραγματικότητα που τον πνίγει και του στερεί το όνειρο, με συγκατάβαση απέναντι σε μια μάνα χειριστική και μια αδερφή «διαφορετική», βιώνοντας τις δικές του εσωτερικές συγκρούσεις με τις πλέον έκδηλες τάσεις φυγής… Ο Γιάννης Κουκουράκης που υποδύθηκε τον επισκέπτη Τζιμ, έναν ήρωα φωτεινό και ρεαλιστικό στον αντίποδα των υπολοίπων «παρακμιακών» μιας οικογένειας που ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και φυγής από αυτήν με φαντασιώσεις, απέδωσε πειστικότατα, γλαφυρά και με έντονη εκφραστικότητα αυτή τη φωτεινότητα του ρόλου, την αισιοδοξία, την αυτοπεποίθηση, την αγάπη για ζωή, την πίστη, τον ρεαλισμό…
Ερχόμενοι στη σκηνοθεσία του άξιου Γιώργου Νανούρη, τα θετικά στοιχεία με τα αρνητικά (-) «εμπλέκονται» δυσκολεύοντας να καθορίσουν το πρόσημο με σαφήνεια… Διότι βεβαίως αναγνωρίζουμε ως ταυτότητα την ξεχωριστή ατμόσφαιρα που δημιουργεί στις σκηνοθεσίες του και κυρίως με την αριστοτεχνική χρήση των φωτισμών ως μετρ του είδους, όπως επίσης εκτιμούμε στη συγκεκριμένη παράσταση την λιτότητα με την οποία προσέγγισε ένα έργο δυνατό χωρίς να το φορτώσει με πλεονάζοντα ευρήματα, δίνοντας σαφές προβάδισμα στο μεστό κείμενο και καθοδηγώντας σωστά τους ηθοποιούς… Εκτιμούμε επιπλέον δεόντως ότι εστίασε στον κυρίαρχο συμβολισμό του «γυαλιού», με δεσπόζον στοιχείο επί σκηνής μια γυάλινη κρεμαστή κατασκευή ως «πολυέλαιος» ατμοσφαιρικά φωτισμένος, όπου η ροή του φωτισμού ακολουθούσε με δεξιοτεχνία τις εντάσεις της πλοκής, σε ένα εύρημα- σήμα κατατεθέν του «μετρ», ομολογουμένως εξαιρετικό, ενώ η διακριτική μουσική από πιάνο έδεσε άριστα με το κλίμα…

.
Ωστόσο, από κει και πέρα, το συνολικό εγχείρημα απέπνεε κάτι μίζερο θεατρικά, έδινε την αίσθηση ότι «κάτι» λείπει, ότι ενίοτε φλερτάρει με τη μετριότητα ή την προχειρότητα, ότι αντιμετωπίστηκε συμβατικά για «ευκολία» χωρίς παίδεμα και η προσδοκία του αφηγητή να αποδοθεί η ιστορία ως «ανάμνηση» έμεινε μετέωρη… ίσως έφταιγε το φτωχότατο, πρόχειρο, ανέμπνευστο σκηνικό με έναν καναπέ κι ένα τραπέζι με καρέκλες, χωρίς αισθητική και στίγμα εποχής… ίσως η συνεχής χρήση «καπνού» για μια «θολή» πραγματικότητα έμοιαζε στημένη, ψεύτική, αναποτελεσματική παρέμβαση… ίσως η προσθήκη αφηγητή που διέκοπτε κάθε τόσο τη ροή για να σχολιάσει τις εξελίξεις, αποδυνάμωσε τον ρυθμό και τη συνοχή της παράστασης… Σίγουρα όμως αυτό που την αδίκησε κατά πολύ ήταν ο ανοιχτός χώρος των μεγάλων διαστάσεων και αποστάσεων, καθώς παρόμοια ψυχολογικά έργα με λεπτές ερμηνευτικές αποχρώσεις ΔΕΝ ενδείκνυνται για παρόμοιους χώρους… Διότι πέρα από τις εξωστρεφείς ανδρικές ερμηνείες, οι γυναικείες και ειδικά της Λώρα, απαιτούσαν εσωτερικότητα βασισμένες κατά κύριο λόγο σε εκφράσεις, βλέμματα, αδιόρατες κινήσεις, που μοιραία ο θεατής στερήθηκε λόγω απόστασης και διασπασμένης συγκέντρωσης, χάνοντας τη μισή υποκριτική απόδοση των ηθοποιών και φυσικά τη μισή απόλαυση… κάπως σαν να «θρυμματίστηκε» εν προκειμένω ο εύθραυστος γυάλινος κόσμος…
Καταλήγοντας (=) θα πούμε ότι πρόκειται για σπουδαίο έργο με μια υπέροχη Κάτια Δανδουλάκη, που όμως αποδόθηκε σκηνοθετικά στα όρια της μετριότητας και αδικήθηκε κατάφωρα λόγω ανοιχτού χώρου…
Βαθμολογία:
6,7/10
.
Δείτε & αυτά:
ΦΕΣΤΙΒΑΛ: Θέατρο Δάσους & Γης - Φεστιβάλ Καλοκαιριού Θεσσαλονίκης
ΜΟΥΣΙΚΗ: Καλοκαίρι στο Μέγαρο Μουσικής
ΣΙΝΕΜΑ: Οι νέες ταινίες της εβδομάδας