.
Είδε ο Γιώργος Μπαστουνάς και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Η νέα σεζόν ξεκίνησε με το θέατρο να αναζητά μετά τις καλοκαιρινές αρκετά επιτυχημένες -κυρίως από εμπορική άποψη- παραστάσεις τον φετινό χειμερινό οδηγό. Το στοίχημα πολύ δύσκολο, καθώς οι περιορισμοί, αλλά και η τηλεόραση δεν φαίνεται να δίνουν πολύ χώρο. Ίσως αυτό να αποτελεί το μεγαλύτερο στοίχημα,να επιστρέψει ο κόσμος στα θέατρα και να συνηθίσει στη νέα πραγματικότητα. Και ο τρόπος για να πεισθεί είναι με καλές παραστάσεις και όχι με διαδικασίες «ξεπέτας».
Αυτήν την βδομάδα παρουσιάσθηκε στο θέατρο «Αμαλία» η παράσταση του Στέλιου Βραχνή με τίτλο «Ο Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας» του θεατρικού συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη. Το κείμενο πραγματεύεται τη μεταστροφή του μύθου της Κασσάνδρας. Σύμφωνα με τον ίδιο ο θεός Απόλλων έδωσε στην Κασσάνδρα το χάρισμα της μαντικής και ζήτησε τον έρωτά της ως αντάλλαγμα. Η Κασσάνδρα όμως αρνήθηκε. Τότε ο θεός την εκδικήθηκε δίνοντάς της την κατάρα του να μη δίνει κανένας πίστη στις προφητείες της. Το χάρισμα της μαντικής παρέμεινε, όχι όμως της πειθούς. Εδώ τα πράγματα μεταλλάσσονται με την Κασσάνδρα να αποδέχεται τον έρωτα του Απόλλωνα, θέλοντας να εγκαινιάσει μία νέα εποχή των «Ναι». Ο έρωτας, η αποδοχή του, το πριν και το μετά κάθε επιλογής, η αντίθεση ανάμεσα σε αρχή και τέλος κάθε κατάστασης αποτελούν τα δομικά χαρακτηριστικά του.

Στα αρνητικά σημεία (-) της παράστασης με αφορμή την παραπάνω αναφορά κατατάσσεται το κείμενο αυτής, το οποίο παρασέρνει στο πέρασμά του πολλά από τα ευρύτερα σημεία της. Πρόκειται για ένα κείμενο, το οποίο είναι απρόσιτο για τον θεατή με πολλά σημεία του όχι απλώς να μην γίνονται επαρκώς κατανοητά, αλλά να είναι παντελώς ακατανόητα. Η δομή του θυμίζει έναν μονόλογο, που ωστόσο δεν έχει αρχή, μέση και τέλος. Πολλές επαναλήψεις, εύρος αντιφάσεων, σημεία χωρίς ειρμό, έλλειψη συνοχής και συνεκτικότητας και μία τραχύτητα στον λόγο δεν το καθιστούν εύληπτο προς παρουσίαση. «Εν αρχή ην ο λόγος» και εν προκειμένω τους χαντάκωσε. Ίσως το έργο να απευθύνεται σε μία ελίτ θεατών, πάντως σίγουρα όχι στον οποιονδήποτε.
Πέραν αυτού δυστυχώς το σκηνικό σε διαμόρφωση του ίδιου του σκηνοθέτη (όπως και όλων των άλλων στοιχείων της παράστασης) ήταν εντελώς άδειο, με μία λάμπα στη μέση (για τον ρόλο της οποίας θα γίνει λόγος στη συνέχεια) και ένα τσίγκινο στρογγυλό ταψί με νερό. Ως προς το δεύτερο στοιχείο αυτό δεν λειτούργησε ενισχυτικά στη σκηνοθεσία, η οποία αναλώθηκε σε ένα ανούσιο σκηνοθετικό εύρημα, με την πρωταγωνίστρια πότε να βουτάει το κεφάλι και πότε να λούζει το σώμα της με αυτό. Ένας μονόλογος, όμως, οφείλει κάπως να ενισχύεται από τα λοιπά στοιχεία (βλ. σκηνικό, φωτισμοί, ενδυματολογία) ειδικά όταν το κείμενο είναι ήδη αποδυναμωμένο. Οι φωτισμοί -πέραν του ευρήματος της λάμπας- ήταν ψυχροί και μονοδιάστατοι με έναν προβολέα να συμμετέχει στην άκρη της σκηνής.

Ένα ακόμη σημείο, που μας ξένισε στο κομμάτι της σκηνοθεσίας, ήταν μία θα λέγαμε φρενήρης απόδοση της πρωταγωνίστριας, σε σημείο που δεν διαφάνηκε αν ήθελε να περαστεί πως ο χαρακτήρας της Κασσάνδρας πάσχει από κάποια ψυχική νόσο… Υπήρχαν στιγμές, που η ένταση και η ταχύτητα του λόγου χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά στην απόδοση.
Με αφορμή την αναφορά στην πρωταγωνίστρια Μαίρη Λιόλιου, η ίδια σε γενικές γραμμές είχε μία καλή παρουσία. Καλή άρθρωση, αποτελεσματικότητα στις εναλλαγές και τις συναισθηματικές μεταπτώσεις και αρκετή ευκινησία. Ωστόσο, δεν έλειψαν αρκετά σημεία υπερβολής, που απέδειξαν πως δεν μπόρεσε να κρατήσει το βάρος ενός μονολόγου. Κραυγές, απότομες εναλλαγές και έλλειψη σαφούς πορείας -μάλλον- θα έπρεπε να λείπουν.
Στα θετικά σημεία (+) της παράστασης,σε πρώτη ανάγνωση θα θέταμε ορισμένα σημεία της σκηνοθεσίας του Στέλιου Βραχνή. Πρωταρχικά, ήταν επιτυχής η επιλογή της θέσης μουσικού πάνω στην σκηνή, ο οποίος συνέδραμε στον μονόλογο. Οι ηχητικές παρεμβάσεις του Πάνου Μητσόπουλουμε το τσέλο φάνηκαν να ενισχύουν την παράσταση και να δίνουν μία πνοή στο κατά τα άλλα κουρασμένο αποτέλεσμα. Θα μπορούσε σκηνοθετικά να αξιοποιηθεί ακόμη περισσότερο και να αποτελέσει η μουσική έναν πιο ακρογωνιαίο λίθο της παράστασης. Παράλληλα, το φωτιστικό σκηνικό παιχνίδι με την λάμπα στο κέντρο της σκηνής, που άλλοτε αναβόσβηνε, άλλοτε τρεμόπαιζεκαι άλλοτε φώτιζε έντονα, δημιουργώντας την σκιά της πρωταγωνίστριας, ήταν ένα επιτυχές σκηνοθετικό εύρημα, το οποίο ενίσχυσε τον μονόλογο και το κατά τα άλλα φωτιστικά ελλιπές σύνολο. Τέλος, οι στιγμές παύσης ήταν αναγκαίες και αξιοποιήθηκαν σε ικανό βαθμό, συμβάλλοντας στην υπογράμμιση της δραματικότητας του κειμένου.

Συνολικά, θα λέγαμε, πως η παράσταση παρά το φαινομενικά ενδιαφέρον περιεχόμενο παγιδεύτηκε σε ένα κείμενο για λίγους, το οποίο δεν κατέληξε σε ένα συμπέρασμα, στερούμενο αφετηρίας και συνοχής. Παράλληλα, η σκηνοθετική προσέγγιση φάνηκε παγιδευμένη με άλλα στοιχεία να δημιουργούν ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα και άλλα να απογοητεύουν. Η μουσική παρέμβαση κάπως έσωσε την κατάσταση, ενώ η πρωταγωνίστρια προσπάθησε μεν, με πολλά «αλλά» δε…
Βαθμολογία:
3,8/10
Πληροφορίες για τη παράσταση εδώ
.
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2022 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 11α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2022 - Πληροφορίες ΕΔΩ
.
Δείτε & αυτά:
-Θέατρο: Είδαμε & Σχολιάζουμε
-Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε
-Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε
-Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε
.
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media