.
Είδε ο Γιάννης Τσιρόγλου και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Καλά ξεκίνησε ο Φεβρουάριος με αρκετά σχήματα να παρουσιάζουν τις παραστάσεις τους και ενθαρρυντικό που οι περισσότερες έχουν ένα ικανοποιητικό αριθμό θεατών τόσο που να βγάζουν και κέρδη. Όσο για τις επαναλήψεις, θυμίζουν ταινιοθήκη του Mega που όποτε και αν προβάλλονται μια σεβαστή τηλεθέαση θα την έχουν στο τσεπάκι τους. Αλλά επειδή μιλάμε για θέατρο και όχι για τηλεοπτικές σειρές, ας αναρωτηθούμε, ποιες είναι αυτές οι επαναλήψεις που ανακυκλώνουν συνεχώς το «εγώ» τους; Είναι κυρίως μονόλογοι, ή λιγοπρόσωποι θίασοι των δυο το πολύ τριών ατόμων που άρεσαν ή ψιλοάρεσαν όταν παρουσιάστηκαν και από τότε, όταν βέβαια υπάρχουν αναδουλειές, πετάγονται στα μέρη μας για καμιά «κονόμα». Όπως επίσης δεν μας κάνει καμιά εντύπωση που αυτές οι «αρπαχτές», ναι ακριβώς, αρπαχτές και μόνο είναι, πάνε πολύ καλά εισπρακτικά. Φρέσκο ψωμάκι συρρέει στα ταμεία των θεάτρων και το δυστύχημα δεν είναι που σπεύδει ο κόσμος να τις δει γιατί τάχα μου έχασε το «αριστούργημα», αλλά το ότι οι θίασοι τις πασάρουν σε συσκευασία ναφθαλίνης αλλά με σημερινές τιμές. Πρόσφατα βρεθήκαμε σε μια από δαύτες και δεν άλλαξαν τίποτα... Ούτε σκηνικά, ούτε ρούχα, ούτε καν φρέσκαραν κείμενο και σκηνοθεσία… Όπως δηλαδή πρωτοπαρουσιάστηκαν, παραμένουν και σήμερα κι ας πέρασαν από τότε 10 – 15 χρονάκια!
Οπότε το όποιο έδαφος αφήσουν, αν δεν έχει και προβεβλημένους ηθοποιούς σε άλλους χώρους, θα πάει σε σχήματα μικρά, όπως ήταν αυτό του μικροσκοπικού Vault της Αθήνας παρουσιάζοντας στο θέατρο Αμαλία «Τα Πουλιά» του Κόνορ ΜακΦέρσον σε σκηνοθεσία του Λεωνίδα Παπαδόπουλου.

Στο οποίο… τρία πρόσωπα, δυο γυναίκες και ένας άνδρας, βρίσκουν καταφύγιο σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι προσπαθώντας να αποφύγουν επιθετικά σμήνη πουλιών τα οποία έχουν καταστρέψει τον πλανήτη…
Στα θετικά (+) της παράστασης χρεώνουμε μια ισορροπημένη σκηνοθεσία από τον Λεωνίδα Παπαδόπουλο που ενώ είχε να διαχειριστεί ένα φουτουριστικό σχετικά δύσκολο και κάπως μπερδεμένο σε νοήματα θεατρικό κείμενο με τα ελάχιστα μέσα που διέθετε (μικρή οικονομική παραγωγή, σκηνικό περιβάλλον) πρόσφερε μια αρκετά κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, στοιχεία θρίλερ και μια «κραυγή» επιβίωσης σα να πρόκειται για τους μόνους ανθρώπους που έχουν απομείνει στη γη. Αυτά και τίποτα παραπάνω.
Ανεκτές υπήρξαν και οι ερμηνείες των τριών ηθοποιών: του Στέλιου Ψαρουδάκη, της Ειρήνης Αρβανίτη και της Άννας Θεοδωρίδου, με τον πρώτο να ξεχωρίζει γι’ άλλη μια φορά. Στο πρόσωπό του αντικατοπτρίζονταν η αγωνία, το άγχος, η ανασφάλεια, ο φόβος, ένας πανικός αλλά και ένας συγκρατημένος δυναμισμός για όσο πάει... Δεν είναι τυχαίο που ο μοναδικός ανδρικός ρόλος ήταν και ο πιο ολοκληρωμένος. Τα δε κορίτσια, με διαφορετικούς χαρακτήρες η μια από την άλλη, απλά συμπλήρωναν την ροή χωρίς ωστόσο να θεωρηθούν και αδύναμες.

Στα αρνητικά (-) της παράστασης… υπήρχε και ένας 4ος ηθοποιός ο Έκτορας Γασπαράτος, αλλά ως «φάντασμα» που ήταν… πέρασε και δεν ακούμπησε… Παντελώς ανεκμετάλλευτη και άχαρη η παρουσία του, τόσο σκηνικά όσο και στο πόνημα του συγγραφέα που τον θέλει λέει... Εκκλησιαστή...
Τα φώτα θέλαν μεγαλύτερη σχολαστικότητα καθώς σίγουρους πόντους θα πρόσθετε βοηθώντας και τους πρωταγωνιστές να αποδώσουν καλύτερα, αν ήταν πιο «σκληροί» παρουσιάζοντας ένα πνιγερό κλίμα που τους κυριεύει τα σωθικά. Τις φωνές των πουλιών θα τις θέλαμε ακόμη πιο δυνατές και ακόμη πιο άγριες/απειλητικές ως και απόκοσμες, το σκηνικό, ένα συρματόπλεγμα να διασχίζει τη σκηνή -υποτίθεται βρίσκονταν στο εσωτερικό ενός σπιτιού- εντελώς "ξένο", μη εκμεταλλεύσιμο, εντέλει καθόλου χρηστικό, ενώ κάποιες μουσικές πινελιές που ακούγονταν ξώφαλτσα μας μπέρδεψαν ακόμη περισσότερο στο που βρισκόμαστε.
Ο Ιρλανδός συγγραφέας Κόνορ ΜακΦέρσον σίγουρα δεν είναι ο Μάρτιν ΜακΝτόνα και δεν θα γίνει ποτέ αντίστοιχος συγγραφέας σαν του «Πουπουλένιου», της «Βασίλισσας ομορφιάς», της «Άγριας Μοναξιάς» ή του «Υπολοχαγού Ινσιμορ». Εξαίρετες όλες.
Ωστόσο γράφει καλά και σωστά αλλά έχει και πολλές μανιέρες που σε θεατρικές μεταφορές προκαλεί σύγχυση, όπως και σε τούτη την παράσταση. Τα κολλήματά του, μεταξύ άλλων, είναι η θρησκεία, η λογοτεχνία γενικά και αόριστα και τελευταία η εκδίκηση της φύσης από τον άνθρωπο. Μόνο που κάθε άλλο ευδιάκριτα είναι. Τόσο που να μπερδεύει το μυαλό, να μην βγάζεις άκρη, και όχι γιατί είσαι χαζός θεατής, αλλά επιτηδευμένα τοποθετεί ουρανοκατέβατους χαρακτήρες σα Θεούς, ώστε να προκαλέσει χάος και εντυπωσιασμό!
«Τα πουλιά» του Χίτσκοκ είναι ένα κινηματογραφικό αριστούργημα και καλά που δεν ζει ο άνθρωπος να δει πως η έμπνευσή του πήγε κυριολεκτικά στράφι… Αλλά το ίδιο έκαμε και στον «Φάρο» που ανέβασε ο Μαρκουλάκης τελευταία στο Αριστοτέλειον, όπου κυλούσαν όλα ομαλά (και θαυμαστά) ώσπου στα μέσα και μετά, μας βγαίνει κουνάμενος σεινάμενος ο Χειλάκης και μας χαλάει τη μαγιά…. Παρόλα αυτά, ο τύπος έχει κάνει όνομα και φυσικά δεν τον ακυρώνουμε γιατί έχει την αξία του. Αλλά...
Εν ολίγοις (=) για τη πόκετ μεταφορά φανταστικού παραμυθιού που ήταν, ο στόχος επετεύχθη.
Βαθμολογία:
5,9/10
Τυχαία αποσπάσματα και υπόκλιση συντελεστών στο παρακάτω βίντεο.
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2022 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 11α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2022