.
Είδε η Αννια Κανακάρη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Μια ευχάριστη απόδραση από την καταχνιά των ημερών που διανύουμε αποτέλεσε η νέα παράσταση του ΚΘΒΕ ο «Ντετέκτιβ» του Πήτερ Σάφερ, σε σκηνοθεσία Εφης Δρόσου, που έκανε πρεμιέρα την Παρασκευή 11 Μαρτίου στο Βασιλικό Θέατρο. Είναι η δεύτερη φορά που το ΚΘΒΕ ανεβάζει έργο του Σάφερ, μετά την Μαύρη Κωμωδία που παρουσιάστηκε το 2016.
Ο «Ντετέκτιβ», έργο γνωστό και με τον αγγλικό τίτλο Public eye, γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα από τον βραβευμένο Βρετανό συγγραφέα Πήτερ Σάφερ. Για πρώτη φορά παίχτηκε τον Μαϊο του 1962 στο Globe Theatre, στο Λονδίνο και την επόμενη χρονιά ανέβηκε στο θέατρο Μορόσκο της Νέας Υόρκης. Το 1972 έγινε ταινία, με τίτλο «Follow Me!», σε σενάριο του ίδιου του Πήτερ Σάφερ και σκηνοθεσία του Carol Reed. Στην Ελλάδα παίχτηκε για πρώτη φορά το 1967 στο θέατρο «Ακάδημος», μαζί με το μονόπρακτο «The Private Ear», από τον θίασο του Γιάννη Φέρτη και της Ξένιας Καλογεροπούλου με τον τίτλο «Η Αφροδίτη και ο Ντετέκτιβ». Το 1976 προβλήθηκε από «Το θέατρο της Δευτέρας».
Η υπόθεση…
Βρισκόμαστε στο Λονδίνο την δεκαετία του εξήντα. Ένας επιτυχημένος μεσήλικας λογιστής, ο Τσαρλς Σίντλεϊ, προσλαμβάνει έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ για να παρακολουθεί την κατά πολύ νεότερη σύζυγο του, Μπελίντα, καθώς υποπτεύεται ότι τον απατά. Η Μπελίντα τον τελευταίο καιρό έχει όντως απομακρυνθεί από τον σύζυγό της, λείπει συνεχώς από το σπίτι και επιδίδεται σε ατελείωτες βόλτες μέσα στην πόλη. Ο ντετέκτιβ που αναλαμβάνει την παρακολούθηση της είναι ο Τζούλιαν Χριστοφόρου, ένας εκκεντρικός τύπος, ελληνικής καταγωγής, ο οποίος, πολύ σύντομα αφότου έχει αρχίσει τις παρακολουθήσεις, γίνεται αντιληπτός από την νεαρή γυναίκα. Χωρίς να ανταλλάξουν ποτέ ούτε μια κουβέντα οι δυο τους, αναπτύσσουν σταδιακά μια παράδοξη σχέση, η εξέλιξη της οποίας επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις…
.
Η ζήλια και οι καταστροφικές συνέπειες της είναι ο βασικός άξονας γύρω από τον οποίο δομείται η υπόθεση του συγκεκριμένου έργου. Από την μια πλευρά ο αυταρχικός σύζυγος, που θεωρεί δημιούργημά του την γυναίκα του και αντιδρά σε οποιαδήποτε τάση απελευθέρωσης της, σε οποιαδήποτε κίνηση που ξεφεύγει από την μακέτα της καθημερινότητας της που εκείνος δημιούργησε. Από την άλλη μια νεαρή γυναίκα που διψά για ζωή, για ανθρώπινη επαφή, για αγάπη. Η σχέση τους «πνέει τα λοίσθια», όταν εμφανίζεται ένα τρίτο πρόσωπο και αλλάζει τα πάντα. Μπορεί όμως ένας τρίτος να βοηθήσει στην διάσωση μιας σχέσης; Είναι δυνατόν η σιωπή να φέρει κοντά δυο ανθρώπους που έχουν ψυχικά αποξενωθεί;

Στα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης καταρχάς το κείμενο του Πήτερ Σάφερ, σε μετάφραση της Εφης Δρόσου, ένα ψυχογράφημα με έντονα στοιχεία φαρσοκωμωδίας, σάτιρας αλλά και αστυνομικού μυθιστορήματος.Από τους ευφυείς διαλόγους του κειμένου γίνεται γρήγορα αντιληπτή η δεξιοτεχνία του δημιουργού στον χειρισμό της γλώσσας, στην ορθή και δομημένη ανάπτυξη επιχειρημάτων και προβληματισμών. Ο συγγραφέας αναδεικνύει σταδιακά τους τρεις χαρακτήρες του έργου και σαν να λύνει μυστήρια αστυνομικών υποθέσεων, ερευνά σε βάθος την ψυχοσύνθεση τους και αποκαλύπτει τα κρυμμένα τους «μυστικά». Πέρα από το στενό πυρήνα της υπόθεσης που είναι μια κατά βάση ερωτική ιστορία, αναδεικνύονται διαχρονικά κοινωνικά ζητήματα, όπως αυτά της εμπιστοσύνης ανάμεσα στο ζευγάρι, της ζήλιας, της απιστίας, της επιβολής και χειραγώγησης της γυναίκας από τον «ανώτερο κοινωνικά» άνδρα αλλά και των κοινωνικών συμβάσεων που αιχμαλωτίζουν το άτομο στερώντας του την ίδια την χαρά της ζωής.

Η σκηνοθετική προσέγγιση, αν και είχε κάποιες αδυναμίες, εντούτοις εμβάθυνε στον τρόπο γραφής του συγγραφέα και απέδωσε μια καλοδουλεμένη, ευχάριστη παράσταση που βασίστηκε κυρίως στην πρωτοτυπία του κειμένου και την πνευματώδη απόδοση των νοημάτων του.Μέσα από τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών που μετουσίωσαν τους διαλόγους του κειμένου με χαρακτηριστική άνεση και κωμικότητα, αποκάλυψε την ψυχοσύνθεση των ηρώων και τα ιδιαίτερα στοιχεία της προσωπικότητάς τους.
Μια χαριτωμένη σκηνοθετική πινελιά, που χάρισε έναν αδιόρατο μεταφυσικό αέρα στην παράσταση, αποτέλεσε η μορφή της Mary Poppins που έκανε το πέρασμα της από την οθόνη - ουρανό του Λονδίνου. Μια εικόνα, που «ήρθε και έδεσε» με την πρώτη σκηνή της παράστασης - την «είσοδο» του ντετέκτιβ στην σκηνή με ένα σκοινί από ψηλά και με μια ομπρέλα στο χέρι -, που σαφώς παρέπεμπε στον αγαπημένο χαρακτήρα της «μαγικής νταντάς». Εύστοχος ο παραλληλισμός, αν σκεφτεί κανείς πως και ο ντετέκτιβ εισέβαλε στην ζωή του ζευγαριού λίγο ανορθόδοξα, για καλό, όμως, εν τέλει σκοπό.

Οι τρεις ηθοποιοί που συμμετείχαν στην παράσταση, με πολύ καλή χημεία μεταξύ τους, έδωσαν με το ταλέντο τους πνοή και υπόσταση στους χαρακτήρες του έργου.
Ο Θοδωρής Πολυζώνης ερμήνευσε με επιτυχία τον ρόλο του αυταρχικού, τυπολάτρη συζύγου. Με άνετο και επιτηδευμένο λόγο, με έκδηλη εκφραστικότητα, με αριστοκρατικό στιλ στην όλη παρουσία του απέδωσε με συνέπεια τα βασικά χαρακτηριστικά του ζηλιάρη τεχνοκράτη που ήθελε να ελέγχει πλήρως την γυναίκα του. Στο πρόσωπο του ζωντανεύει ένας άκρως αντιπαθής χαρακτήρας, τον οποίο με μαεστρία υποδύθηκε ο ταλαντούχος ηθοποιός. Ελαφρώς άνευρη μόνον η απόδοση της ψυχολογικής μεταστροφής του όταν πείθεται από τον Τζούλιαν να διεκδικήσει και πάλι την αγάπη της γυναίκας του.

Η Νατάσσα Δαλιάκα στον ρόλο της Μπελίντα είχε επίσης μια πολύ καλή εμφάνιση. Όμορφη και δροσερή, με μια παιδική αφέλεια στην ερμηνεία της που την καθιστούσε ακόμη πιο γοητευτική, ήταν το πρόσωπο κλειδί της υπόθεσης. Απέδωσε με φυσικότητα και χάρη τον ρόλο της γυναίκας που θέλει να ζήσει, να γνωρίσει ανθρώπους όχι με σκοπό να απατήσει τον σύζυγό της αλλά για να νιώσει πραγματικά ελεύθερη μέσα στον γάμο της. Με αυτοέλεγχο και χωρίς υπερβολή στην παρουσία της (πέρα απ’ όσο ο ρόλος της το επέβαλε), αποτέλεσε την «πρέσβειρα» της αλήθειας και της αυθεντικότητας στην παράσταση.

Η πιο ιδιαίτερη παρουσία του έργου, ήταν αναμφίβολα αυτή του Δημήτρη Διακοσάββα στον ρόλο του ντετέκτιβ. Ερμήνευσε με εκφραστικότητα, ζωντάνια και κωμικότητα τον ρόλο του απίθανου αυτού, αυθόρμητου και απρόβλεπτου τύπου που δεν διστάζει να κάνει ό,τι θέλει όταν το θέλει, είτε αυτό είναι να φάει ένα γλυκό στην πιο άκαιρη στιγμή, είτε να ψυχογραφήσει έναν άνθρωπο ως τέλειος παρατηρητής. Ένας εκκεντρικός, δύσκολος χαρακτήρας, άψογα δοσμένος, σε μια ερμηνεία που «κατηύθυνε» με περισσή ευκολία τις διαθέσεις και τα συναισθήματα των θεατών.

Το σκηνικό της παράστασης υπό την σκηνογραφική επιμέλεια της Δανάης Πανά, λιτό και αρκετά συμβατικό,αναπαριστά επιτυχημένα το λογιστικό γραφείο του Τσαρλς Σίντλεϊ και αποδίδει την ατμόσφαιρα της τότε εποχής.Ένα παλιομοδίτικο γραφείο, βιβλιοθήκες και πολυθρόνες, όλα τοποθετημένα με ακρίβεια, γεμίζουν την σκηνή του Βασιλικού. Μέσα από τα μεγάλα παράθυρα του γραφείου βλέπουμε μια άποψη της πόλης του Λονδίνου στην τεράστια οθόνη που έχει τοποθετηθεί στο πίσω μέρος. Πουλιά, λεωφορεία και αυτοκίνητα που ενίοτε περνούν, δίνουν σε ένα βαθμό κίνηση, στο κατά τα άλλα στατικό φόντο - video art της Βαλλεντίνας Κόπτη. Τα δε κοστούμια του Χρήστου Μπρούφα με ζωηρά κατά βάση χρώματα, πιστά στο στυλ της εποχής, αντικατοπτρίζουν επιτυχημένα τις προσωπικότητες των τριών χαρακτήρων.

Οι φωτισμοί του Στέλιου Τζολόπουλου, τέλος, συνέδραμαν επιτυχημένα την παράσταση, τονίζοντας τις ψυχικές μεταβολές των ηρώων και προσδίδοντας άλλοτε ένταση και άλλοτε μια ρομαντική, νοσταλγική ατμόσφαιρα.
Στις αδυναμίες (-) της παράστασης, που σε καμιά περίπτωση δεν αναιρούν την γενικότερη θετική της εικόνα, θα αναφέραμε καταρχάς το μονότονο εισαγωγικό μέρος της, με τις συνεχείς άσκοπες επαναλήψεις στους διαλόγους, το οποίο αποδυνάμωσε ως ένα βαθμό τον αρχικό της ρυθμό. Επιπλέον, το κείμενο, γραμμένο αρκετές δεκαετίες πριν, όσο και αν έφερε στοιχεία διαχρονικότητας, είχε ανάγκη μιας φρέσκιας και τολμηρής σκηνοθετικής προσέγγισης για να συμβαδίσει με την σύγχρονη πραγματικότητα. Η λιτή και συμβατική προσέγγιση της σκηνοθεσίας, αν και δημιούργησε ένα καλοδουλεμένο αποτέλεσμα, στέρησε την παράσταση από αυτό το «κάτι» που θα την απογείωνε. Το δε γεγονός ότι ο βασικός χαρακτήρας του έργου ήταν ελληνικής καταγωγής θα μπορούσε να αξιοποιηθεί δημιουργικά ώστε να ξεφύγει η όλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα από το συγκρατημένο αγγλικό στιλ που την διακατείχε και να λάβει μια πιο ενδιαφέρουσα χροιά. Η μουσική τέλος του Στέλιου Ντάρα, συνεπής στα ακούσματα εκείνης της εποχής, αν και έντυσε αρκετά επιτυχημένα την παράσταση, θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικότερο ρόλο και να προσδώσει περισσότερη ζωντάνια και ενέργεια στο όλο αποτέλεσμα.
Συμπερασματικά (=), ο«Ντετέκτιβ» του ΚΘΒΕ ήταν μια ευχάριστη παράσταση, με πηγαίο χιούμορ και πολύ καλές ερμηνείες, που παρά τις όποιες αδυναμίες της, αξίζει να παρακολουθήσει κανείς. Μια αισθηματική κωμωδία, που με αφορμή τη «ζήλια» πραγματεύεται πλήθος θεμάτων που αφορούν στις σχέσεις μεταξύ των ζευγαριών και έμμεσα παρέχει συμβουλές για έναν υγιή και ευτυχισμένο γάμο. Βέβαια το κατά πόσο η άποψη του συμπαθέστατου ντετέκτιβ: «Πόσα διαζύγια θα γλιτώναμε αλήθεια, αν απλώς οι άνθρωποι το βούλωναν και άκουγαν ο ένας τον άλλο», θα μπορούσε να εφαρμοστεί στις μέρες μας, είναι ένα ενδιαφέρον ζήτημα, που σίγουρα προσφέρει τροφή για συζήτηση και προβληματισμό…
Βαθμολογία
6,6/10
0
.
-k-
ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
«Ο Ντετέκτιβ» του Πήτερ Σάφερ.

Η Μπελίντα διασχίζει τους δρόμους της πόλης και ξοδεύει τον χρόνο της σε άσκοπους περιπάτους. Την ίδια ώρα, ο σύζυγός της, τρελαμένος από τη ζήλια, αναθέτει σε έναν ντετέκτιβ την παρακολούθησή της. Ένας εκκεντρικός τύπος την ακολουθεί σε όλες τις διαδρομές της… ή μήπως τον ακολουθεί εκείνη; Οι δυο τους αναπτύσσουν μια παράδοξη, σιωπηλή σχέση.
Σκηνοθεσία: Έφη Δρόσου.
Ερμηνεύουν: Δημήτρης Διακοσάββας, Θοδωρής Πολυζώνης, Νατάσσα Δαλιάκα.
Ήμερες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη, Κυριακή στις 19.00, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.00.
.
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 15/05/2022 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 11α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2022