…Τις κοιτούσα, στην εικονική για μένα και ρεαλιστική για εκείνες, πραγματικότητα της οθόνης. Να βαδίζουν στο πουθενά με άδειο βλέμμα και σερνάμενα πόδια, κρατώντας ένα παιδί στο χέρι και κουβαλώντας ένα μελλοντικό στην κοιλιά… Σε μια ατέλειωτη πορεία στο χάος ενός κόσμου εχθρικού, που να μη ξέρεις αν ο εχθρός που συναντάς είναι πιο φαρμακερός από αυτόν που πασχίζεις να ξεφύγεις, Τις είδα να πορεύονται δίπλα σε αγκαθωτά συρματοπλέγματα… να στέκονται απέναντι σε προτεταμένα όπλα… να ξεβράζονται στο κύμα από θαλασσοπνίχτες… Μετά τις έχασα… δεν έμαθα ποτέ αν ζουν, αν πέθαναν, αν γέννησαν. Στα ποσοστά των στατιστικών δεν φαίνονται άνθρωποι, μόνο νούμερα. Και πώς να ξέρω αν εκείνη η Μαριάμ με τη μαντήλα, το απελπισμένο βλέμμα και τη φουσκωμένη κοιλιά ανήκει στα ποσοστά θανάτου ή επιβίωσης; Αν άντεξε να περάσει τη λεπτή σαν τρίχα διαχωριστική γραμμή και τα βαριά σαν ταφόπλακα σύνορα; Αν κατάφερε να φέρει στον κόσμο- σε τούτο τον κόσμο, την καινούργια ζωή; Ποτέ δεν θα μάθω και κανείς δεν θα με πληροφορήσει. Κρατώ μόνο τη θύμηση της εικόνας της, γιατί απλά ΔΕΝ μπορώ να κάνω αλλιώς με εικόνες που χαράζονται θαρρείς με σουγιά πάνω σε γρανίτη και η διάβρωση ενός αιώνα αδυνατεί να απαλείψει.

Φωτογραφικό υλικό