Ένας επαναστάτης δε γίνεται να είναι συνάμα και κλασικός, αλλά για τον Γιάννη Τσαρούχη, γίνεται. Την ημέρα που ο ζωγράφος αυτός τόλμησε να αναζητήσει τον Ερμή όχι στο όρος Όλυμπος αλλά στο «Καφενείον ο Όλυμπος» ένας μύθος κατέβηκε από τα βιβλία στη ζωή ενώ το μάτι του καλλιτέχνη υποχρεώθηκε να ατενίζει αλλιώς τον κόσμο.»
Γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης για τον Γιάννη Τσαρούχη.
[…] Η διεθνής πρόσληψη του έργου του Τσαρούχη, όπως και εκείνη του Καβάφη, πυκνώνει -αν δεν πολώνεται αποκλειστικά- προς…. την απεικόνιση του ομοερωτισμού μέσα από μία υψηλού αισθητικού επιπέδου ζωγραφική. Αυτή η νέα παραμόρφωση της μονομερούς ανάγνωσης ελπίζω να εξισορροπηθεί σύντομα όταν αποκατασταθεί στη δημόσια σφαίρα αυτή η αποσιωπημένη αλλά τόσο σημαντική πλευρά της ζωής και της δημιουργίας του.
Τον κοινωνικό έλεγχο που ενθάρρυνε ο νομοθέτης, τον βίωσε ο Τσαρούχης πολύ έντονα και –μην έχουμε αμφιβολία- σχεδόν σε όλη του τη ζωή. Σπάνιες είναι εντούτοις οι στιγμές που εξέφρασε ευθέως την πικρία του, σε μία όμως από αυτές υπήρξε αποκαλυπτικός: “Οι άνθρωποι δεν περίμεναν τίποτα από μένα, με θεωρούσαν κατώτερο ον, αρχίζοντας από τους συγγενείς μου και τελειώνοντας στους ελάχιστους φίλους μου. Ίσως αυτή η περιφρόνηση με ανάγκασε να δουλέψω πιο εντατικά από ό,τι μπορούσα.”
Το Δεκέμβριο του 1952 του απαιτήθηκε να ξεκρεμάσει από την έκθεση της ομάδας “Αρμός” στο Ζάππειο Μέγαρο ένα έργο που απεικόνιζε ένα ναύτη καθισμένο στο κρεβάτι μαζί με ένα μισοξαπλωμένο γυμνό άντρα…Ο διευθυντής της Αστυνομίας που είχε δεχτεί καταγγελία ανώτατου αξιωματικού του Ναυτικού ότι ο πίνακας “ήτο άσεμνος και προσβλητικός του ήθους και του γοήτρου των ελλήνων ναυτών” συνέστησε στους διοργανωτές να τον αποσύρουν επειδή, όπως υπογράμμισε απειλητικά, “ενδεχομένως να προκαλούσε την οργή θερμοαίμων”.

Η μαρτυρία της Τιτίκας Νικηφοράκη είναι αποκαλυπτική για τη στάση του: “Είχαν φτιάξει τότε την ομάδα “Αρμός” και κάνανε την πρώτη μεγάλη έκθεσή τους στο Ζάππειο. Η επιτροπή λογοκρισίας όμως απαίτησε να βγούνε οι ναύτες του Τσαρούχη από την έκθεση. Όλοι μουδιασμένοι του το υπέδειξαν, αλλά εκείνος είπε: “ Όχι, κι αν επιμένετε, εγώ αποχωρώ από την ομάδα.” Μου έκανε εντύπωση η γενναιότητά του.”
Ο Τσαρούχης σε όλα αυτά αντέτεινε ότι στον ίδιο χώρο παρουσιαζόταν και έργο του Κοσμά Ξενάκη που έδειχνε έναν Σάτυρο σε πλήρη στύση, το οποίο όμως δεν φάνηκε να απασχολεί κανέναν. Ως εκ τούτου, συμπέραινε ότι το όλο πρόβλημα το δημιουργούσε η αίσθηση ότι είχε προσβληθεί μόνο το Ναυτικό και όχι γενικά η δημόσια αιδώς. Και από αυτή την παρατήρηση κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το Ναυτικό και κατ’ επέκταση η Αστυνομία, που ενήργησε εκ μέρους του, ήταν οι φωτεινές εξαιρέσεις που διείσδυσαν αρκετά βαθιά στο έργο, ώστε να συλλάβουν την ομοερωτική διάστασή του.
Ο Τσαρούχης είχε βιώσει την περιθωριοποίησή του, την είχε εισπράξει άμεσα ή έμμεσα, την είχε νιώσει αόρατη, ωστόσο συμπαγή, σον υπόκωφο φθόνο των άλλων, ενίοτε και των φίλων ή “φίλων” του, στα σουβλερά υπονοούμενα και αστεία πίσω από την πλάτη του, στην ικανοποίηση που έβλεπε να νιώθουν όλοι όσοι δεν ανέχονταν την ανωτερότητα του ταλέντου του από το γεγονός ότι ήταν σε κάτι τρωτός, ευάλωτος, κάποιος που μπορούσαν εκ του ασφαλούς να πλήττουν κατά βούληση, εφόσον σε όλο τον κόσμο της τέχνης ήταν γνωστή, ήταν κοινό μυστικό η αχίλλειος πτέρνα του.

Ο ελεύθερος μέχρι ενός σημείου να εκφραστεί ζωγραφικά Τσαρούχης, να απεικονίσει και να εκθέσει ομοερωτικά θέματα, πειθαρχούσε στους κώδικες αποσιώπησης αυτών των θεμάτων στο πεδίο του λόγου. Ως εκ τούτου επειδή είχε συναίσθηση των κινδύνων μετρούσε τα λόγια του πολύ πιο προσεκτικά είτε μιλούσε για τη δική του δουλειά είτε για τα έργα άλλων . Έζησε λοιπόν μέσα στην αποσιώπηση των βιωμάτων, των σκέψεων και των συναισθημάτων του τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 80.
Όταν ο Τσαρούχης υπόκειτο οικοιοθελώς στη βάσανο των συνεντεύξεων, υποχρεωνόταν να αντιμετωπίσει τον τόνο και το βαθμό αδιακρισίας των συνομιλητών του. Η βία των συνεντεύξεων, η πονηρία της ρητορικής των δημοσιογράφων, ο χειρισμός των λεγομένων, το ελάχιστα συγκαλυμμένο σε μερικές περιπτώσεις ανακριτικό ύφος, η απειλή της δημόσιας έκθεσης και ο έμμεσος εκβιασμός, η επίκληση της κοινής γνώμης, όλες αυτές οι ερωτήσεις κατέτειναν σε ένα και μόνο θέμα: στην ομολογία της ιδιωτικής ζωής, στην αποκάλυψή της: “Το σεξ, αυτό που όλοι κρύβουν, λένε.”
Σε μια μεταγενέστερη συνέντευξη ο Τσαρούχης μιλά για την ομοφυλοφιλία δημόσια, για πρώτη φορά με διακριτικές αυτοαναφορικές προεκτάσεις και καταφανώς με θετικό πνεύμα, εξηγώντας ότι οι ομοφυλόφιλοι στην Ελλάδα προσέφεραν στέρεες πολιτιστικές και αισθητικές βάσεις “διότι ήταν άνθρωποι που διώκονταν και μετρούσαν τα λόγια τους. Οι άλλοι ήταν βέβαιοι και δεν έκαναν τίποτε.

Στην επόμενη ερώτηση της δημοσιογράφου “Ποιο θεωρείτε το πλέον ταλαντούχο βίτσιο της φυλής μας;” ο Τσαρούχης απάντησε χωρίς ενδοιασμούς: “Αναμφισβήτητα την ομοφυλοφιλία. Που δεν έχει σχέση με το κοινό βίτσιο. Είναι η φιλία με τον άνθρωπο. Η σχέση με τον άνθρωπο, η αρετή που μετατρέπει το βίτσιο σε δημιουργία.” Μετά από δεκαετίες ο Τσαρούχης έλυνε τη χρησμώδη φράση του Κοκτό: “Οι Έλληνες ανύψωσαν την αμαρτία τους σε αρετή”. Το ακριβές νόημα αυτής της πρότασης θα μπορούσε πλέον να ειπωθεί και να γραφτεί χωρίς αμφισημίες: “Οι Έλληνες ύψωσαν την ομοφυλοφιλία σε αρετή.”
Αντί επιλόγου επιλέξαμε ένα απόσπασμα από το “Γράμμα στο Γιάννη Τσαρούχη” που έγραψε η Έλγκα Καββαδία:
“Θυμάμαι τα γενέθλιά μου το 1943. Είχαν φύγει οι φίλες μου και κάποιος μου είχε φέρει δώρο μια γλάστρα με ένα αστράκι. Μια θεία μου είπε: “Τι ιδέα να φέρουν το παιδί ένα λουλούδι – αυτό θα ξεραθεί!” κι εγώ άρχισα να κλαίω. Με πήρες από το χέρι και μου είπες: “Κι όμως, θα δεις, αυτό το λουλούδι δεν θα ξεραθεί ποτέ.” Πήρες τις μπογιές μου και το ζωγράφισες. Γιάννη, υπάρχει πάντα η γλάστρα με το αστράκι σπίτι μου και δεν ξεχνάω ποτέ πως μπόρεσες να μετατρέψεις την παιδική μου απελπισία σε απέραντη χαρά.”
Φωτογραφικό υλικό