Η Καρμική (Μοιραία) Γνωριμία...
Από τις Ιστορίες Ημερολογίου της Ελένης «Έλξις» Μαυρόβα.
(α’ μέρος)
Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010 (α΄μέρος)
Σήμερα πληρωθήκαμε στη δουλειά μου τον μισθό μας, μια και αύριο ήταν κανονικά, αλλά είναι επίσημη αργία! Τι να το κάνεις όμως, μεσοβδόμαδα. Τώρα θα μου πεις, ρε φιλενάδα, δηλαδή αν ήταν Σαββατοκύριακο θα έκανες κάτι το τρομερό; Όχι βέβαια, μια και η μοναξιά στη ζωή μου ζει και βασιλεύει… Κοίτα όμως γυρίσματα που έχει η ζωή και η καθημερινότητα …. στα καλά καθούμενα και εκεί που δεν το περιμένεις!
Αγαπημένο μου ημερολόγιο, αξίζει να σου περιγράψω λοιπόν την ημέρα που πέρασα σήμερα. Από το πρωί που ξύπνησα, ήξερα ότι αφού πληρώθηκα, πρέπει να πάω στο σούπερ μάρκετ, αλλά από τη βαρεμάρα μου όλο το ανέβαλα. Κάποια στιγμή, αργά το πρωί ξεκουνήθηκα λοιπόν, ντύθηκα και είπα να πάω. Κατεβαίνοντας από το διαμέρισμά μου συναντάω τη συνάδερφο και φίλη Γιάννα η οποία περνούσε από τη γειτονιά μου και είπε να ανέβει.. Άλλωστε ξέρει ότι μένω μόνη και όλο αυτό το διάστημα είχα τις σπαρίλες μου. Γυρνάμε λοιπόν στο διαμέρισμά μου για καφεδάκι άλλωστε δεν ήθελα και πολύ, για να αναβάλω την επίσκεψή μου στο σούπερ μάρκετ. Κάνοντας καφέ λοιπόν για τις δυο μας, μου λέει η Γιάννα ότι αποφάσισε μια και αύριο δεν δουλεύουμε να μαζευτούμε σπίτι της το βράδυ λίγοι φίλοι να ανάψουμε το τζάκι της για πρώτη φορά φέτος και να πιούμε λίγο κρασάκι έτσι στο χαλαρό. Μόλις το άκουσα… είπα από μέσα μου… Τώρα; Πως το αποφεύγουν όλο αυτό; Βαριέμαι τρομερά! Χωρίς να την κοιτάω λοιπόν, ενώ χτυπούσα τους καφέδες μας, κατόρθωσα να πω… «Φιλενάδα, πολύ καλή η ιδέα σου! Κρίμα όμως που δε θα μπορέσω να έρθω. Έχω κανονίσει ήδη». «Δεν ακούω τίποτα», λέει η Γιάννα. «Σε ξέρω καλά τόσα χρόνια, εσύ κάτι έχεις και κλείστηκες απότομα στον εαυτό σου, θα έρθω να σε πάρω έστω και σηκωτή να ξεσκάσεις λίγο», συνέχισε να λέει, επιμένοντας στα δικά της. «Αφού βρε Γιάννα μου, ξέρεις, δε μου αρέσει να με πιέζουν, άσε και μέχρι το βράδυ βλέπουμε!», είπα κλείνοντας και αλλάζοντας το θέμα.
Μετά τον καφέ μας, κατεβήκαμε μαζί να φύγουμε, μια και είχα να πάω για ψώνια, παρόλη τη βαρεμάρα μου. Στην είσοδο της πολυκατοικίας βγαίνοντας και καθώς έφευγε η Γιάννα, να σου και η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας η κυρά Σμαρώ, με πιάνει να μου πει τον πόνο της για τους ενοίκους που δεν πληρώνουν τα κοινόχρηστα, αφού τυχαίνει να είμαι η αδυναμία της και ξέρει ότι είμαι η μόνη πια, που ακόμα κάθεται και την ακούει! Φάγαμε άλλη μισή ώρα στο όρθιο εκεί και επιτέλους, με τα πολλά, ήρθε η ώρα του σούπερ μάρκετ, όσο και αν την απέφευγα αυτή τη στιγμή από το πρωί επιμελώς! Στηριγμένη λοιπόν στο μπράτσο του καροτσιού με τους αγκώνες μου, να με τσουλάει και να το τσουλάω, κάνοντας βόλτες στους διαδρόμους με τα τρόφιμα, δεν ήξερα τι να πάρω, ήθελα να διαβάσω όλες τις προσφορές, έβαζα και έβγαζα προϊόντα στο καρότσι μου ως κλασσική αναποφάσιστη που θέλει να αγοράσει και καμία γουρούνια, αλλά πρέπει να είναι και οικονόμα παραμένοντας στα απαραίτητα. Κάποια στιγμή πέρασε από το μυαλό μου να τα παρατήσω όλα εκεί και να φύγω πάλι πίσω…. Εκεί λοιπόν που είμαι στα χαμένα μου και αναποφάσιστη για τα πάντα γύρω μου χαζεύοντας τα ράφια, σκοντάφτει το καρότσι μου σε μια άδεια κούτα από τρόφιμα, πεταμένη στη μέση του διαδρόμου.
Γυρνάω το κεφάλι μου έτοιμη να ανοίξω καβγά με όποιον κι αν βρεθεί μπροστά μου.
Βλέπω έναν «Άδωνη», σαν βγαλμένο από όνειρο με ένα χαμόγελο μέσα στη γλύκα και με μια ματιά καρφωτή στα μάτια μου και μένω άφωνη για αρκετά δευτερόλεπτα!
(συνεχίζεται…)