Έχω πάρα πολύ καιρό να γράψω. Οι λέξεις δυσκολεύονται να ξεγλιστρήσουν από τα δάχτυλα, όταν περνάς δύσκολα. Ή και όχι. Για άλλους ο εγκλεισμός υπήρξε δημιουργικός, ευκαιρία να κάνεις ντικλάτερ στην ντουλάπα, να διαβάσεις το «Δώρο» του Ξενάκη ή να σκαλίσεις τις πετούνιες στο μπαλκόνι. Και να γράψεις. Με μένα δε συνέβη αυτό, αλλά εν πάσει περιπτώσει, μη σε υποβάλλω σε άλλη μια ανιαρή κατάθεση ψυχής για το πώς βάσταξα τον τελευταίο καιρό.
Γράφω τώρα που είδα ότι εξαφανίστηκε η Δήμητρα. Αν το facebook είναι βουνό κοινωνικών σχολίων, «σείστηκε» από όμορφα μηνύματα για την Δήμητρα. Την γεννημένη ως Δημήτρη Καλογιάννη στην Λέσβο, σε έναν τόπο που δεν πέρασε καλά, όπως η ίδια εξομολογήθηκε πριν πολύ καιρό, όταν την συνέλαβε ο φωτογραφικός φακός του Πέτρου Τσιακμάκη πλάι στους πρόσφυγες και αυτό έγινε αφορμή να μιλήσει για την ίδια. Αυτά περιληπτικά, γιατί δεν θα αναπαραχθεί για άλλη μια φορά η ιστορία της, δεν είναι εκεί το νόημα.

Η Δήμητρα εξαφανίστηκε κυριολεκτικά και την αναζητούν στο silver alert. Mαζί με αυτήν «εξαφανίζονται» καθημερινώς «μοναδικοί και σπάνιοι» -συγγνώμη, Φίλιππε Γράψα- και λίγοι μοιάζουν να αντιλαμβάνονται την απώλεια. Η εξαφάνισή επέρχεται βαθμιαία και αφορά στο τελικό στάδιο. Τα βήματα, για να φτάσει μια κοινωνία τον «μοναδικό» της εκεί είναι διάφορα και σε σένα, σε κείνη, σε μένα δεν φαίνονται καν ως κάτι επιβλαβές, ως κάτι που θα φτάσει τον «μοναδικό» στο σημείο να εξαφανιστεί, γιατί δεν αντέχει άλλο την απανθρωπιά σου.
Κάθε φορά που θα προσπεράσεις βιαστικά την «μοναδική» που παίζει ντέφι στην πλατεία, για να ζήσει, γιατί η συνείδησή σου δεν αντέχει να πηγαίνεις για καφεδάκι χωρίς να έχεις αφήσει «κάτι στην καημένη», την οδηγείς στο να νιώσει αόρατη. Όχι επειδή δεν βοήθησες. Μόνο επειδή δεν έστρεψες επίτηδες το βλέμμα σου προς την μεριά της, μην και νιώσεις άβολα και χαλάσει το επόμενο τρίλεπτο της μέρας σου.
Την επόμενη φορά που θα σκουντήξεις τον φίλο σου χαχανίζοντας και πετάξεις την έκφραση «σαν αυτιστικός κάνεις, ρε μαλάκα» προτείνω να νιώσεις λίγη ντροπή. Θα μου πεις, ο ειρμός του λόγου, «εγώ τα συμπονώ αυτά τα παιδάκια, είχα και στο σχολείο μου έναν συμμαθητή», αλλά εδώ δεν πρόκειται για θέμα τρυφερότητας και καλοσύνης. Αλλά σεβασμού προς αυτούς τους «μοναδικούς» με τα πιο όμορφα, ελαφίσια ματάκια και προς τις οικογένειές τους που είναι εκεί, να τους βοηθούν να μην νιώθουν αόρατοι, όταν εσύ νιώθεις άβολα κοντά τους.
Και καμιά άλλη φορά που θα δεις κάποια κοπέλα, ατέχνως φτιασιδωμένη ενώ περνάς από «ακατάλληλους δρόμους», για να πας σε δημόσια υπηρεσία μέρα μεσημέρι, μην την σκανάρεις από την κορυφή ως τα νύχια, λες και είναι σπάνιο είδος σε ζωολογικό κήπο. Η «μοναδική» αυτή μπορεί να εύχεται εκείνη τη στιγμή να ήταν αόρατη στην αδιάκριτη, γεμάτη οίκτο ματιά σου.

Δεν μου αρέσει να γράφω στενάχωρα κείμενα. Ούτε είναι καλό να κάνουμε τους τιμητές ο ένας στον άλλον. Η επαναφορά όμως της ιστορίας της Δήμητρας στο προσκήνιο με έκανε να αναλογιστώ πόσες φορές ακουσίως μια συμπεριφορά είναι ικανή να κάνει μια ανθρώπινη ψυχή, ένα δωράκι του Θεού στην γη να νιώθει αόρατο και μόνο. Από τις χειρότερες φοβίες των ανθρώπων είναι οι αράχνες, ο θάνατος και η μοναξιά. Φαντάσου να ζεις μια ζωή βυθισμένη στο τελευταίο.
Δεν υπάρχει κανένα κατάλληλο κοινωνικό μήνυμα που να προσπαθούμε να περάσουμε όσοι σκεφτόμαστε και καταγράφουμε σκέψεις σαν τις παραπάνω. Αλλά είναι ανακουφιστικό να παραδέχεσαι σε τόνο εξομολογητικό ότι ενώ ποστάρεις για το MeToo, δηλώνεις φεμινίστρια ή κάνεις εθελοντισμό για την διάσωση του Αμαζονίου κάνεις ταυτόχρονα και ό,τι ανέφερα παραπάνω. Σε μια κοινωνία που υποκρίνεται στο σύνολό της, προσπάθησε να μην κάνεις το ίδιο τουλάχιστον προς τον εαυτό σου.
ΥΓ: Είθε το επόμενο κείμενο να είναι λίγο πιο φωτεινό. Εξώφυλλο με την Δήμητρα σιγά μην έβαζα, θα ήταν το προφανές.
Φωτογραφικό υλικό