Γράφει για την Κουλτουρόσουπα.

Στα γυμνά δέντρα τα τσουβάλια κράζουν για βοήθεια. Τα δέντρα δεν έχουν στόμα να μιλήσουν. Έχουν ρίζες.
Ο ξεριζωμός ωστόσο έχει. Κι ας διστάζει να εκφραστεί.
1922. Με μια σπασμένη και μισή βάρκα δεν μπορεί κανείς να ταξιδέψει. Τα δύο μισά της βρίσκονται απέναντι και περιμένουν. Περιμένουν να βουλιάξουν στο ταξίδι τους προς μιαν άλλη Ιθάκη, κι αυτή μισή, σπασμένη, διχασμένη. Οι Έλληνες της πέρα όχθης αδιάφοροι, απαθείς, μεγαλωμένοι στα κλαδιά των γυμνών δέντρων, άρριζοι, γαλουχημένοι με μια μεγάλη ιδέα που ποτέ δε θα πραγματωθεί. Γιατί αυτή η ιδέα είναι πολύ μεγάλη. Κι εν πάση περιπτώσει μια ιδέα είναι. Τι νομίζετε…
Άνθρωποι με ρούχα αδειανά, με πεταμένες και σκισμένες χλαίνες, με τις βαλίτσες τους στο χέρι ταξιδεύουν, όλο και περιπλανιούνται, κολλώντας στα μέτωπά τους την ταμπέλα του πρόσφυγα, αυτού του Κανένα, του δίχως πατρίδα, δίχως εστία, δίχως ριζικό.

Στο θέατρο της Σμύρνης μοσκοβολάει το γιασεμί, ο μπαρμπέρης χαμογελά στον καθρέπτη του. Όλα κυλούν όμορφα, θαρρώ. Ο στόλος αποχωρεί άπραγος. Οι Τούρκοι κρατούν λογαριασμό. Δε δίνουν ρέστα. Μαύρα σύννεφα και φλόγες ξεχνούν ότι η πόρτα της κουζίνας είναι κλειδωμένη. Σάμπως ζητούν την άδεια του νοικοκύρη, για να μπουν; Μέχρι και τις μασέλες τους οι Έλληνες αφήνουν πίσω, τίποτε δεν μπορούν να κουβαλήσουν, αφόρητο το βάρος της υποταγής, της ήττας, του ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Το τρίξιμο στα φέρετρα τρομάζει τον Μανώλη. Απορεί πώς οι άνθρωποι ακόμη αγοράζουν κομμάτια γης, λίγο πριν αυτή υποδεχτεί τους σφαγιασμένους της ανθρώπους. Ναι, αυτούς που συγκεντρώνονται στο λιμάνι της Σμύρνης, για να κάνουν τις διακοπές τους στην Ελλάδα. Μόνο που οι σπασμένες ξύλινες βάρκες δεν τους χωρούν όλους. Κι είναι ακριβά τα ναύλα. Ο Καραγκιοζοπαίχτης φέρνει τα μαύρα μαντάτα. Πάει το μέτωπο, ραγίζει, σπάει, γίνεται κομμάτια. Άτακτα σώματα ανθρώπων τρέχουν να σωθούν.

1915. Και στα τάγματα εργασίας: Εγώ φτιάχνω το ξυλοκάρβουνο! Εγώ φτιάχνω και τα αστέρια! φωνάζει ο Μανώλης… Άγριος δυνατός αέρας δροσίζει τα σωθικά. Κίρκη είναι ο πόλεμος. Και κάνει τους ανθρώπους γουρούνια. Γουρούνια φωνάζει και ο Όργουελ. Δεν έχει άδικο. Ανθρωποφάγοι γινήκαμε. Κι όχι ξαφνικά. Το έχουμε μέσα μας εμείς οι άνθρωποι. Η Μεγάλη Ιδέα άλλωστε αγαπάει τα γουρούνια. Μας φαίνεται χρήσιμη πολύ μέσα στην καταχνιά και την οδύνη -με συγχωρείτε- την ηδονή του να σκοτώνουμε, να κακοποιούμε, να εκμεταλλευόμαστε τη ζωή του άλλου, για να γλιτώσουμε τον θάνατό μας. Μοιραία ανοησία η ζωή μας που χρησιμοποιεί τον θάνατο, για να νιώθει το ρίγος του φόβου.
Κόσμος γονατιστός προσεύχεται. Ο Μανώλης απορεί γιατί. Στη Σμύρνη δεν υπάρχει θεός. Μόνο ράγες από ανθρώπινα κόκαλα και κομπολόγια από ρόγες γυναικών. Μια κτηνωδία που κάποιοι καμαρώνουν. Φωτιές και στάχτη. Μυρίζει θάνατο παντού.
1917. Θα βγει ο ήλιος όπου να΄ ναι. Αναρωτιέται μόνο σε ποιους να φέξει. Ψείρες, ποντίκια, κατσαρίδες και μύγες χορεύουν στα ρούχα του Μανώλη. Κάνουν το κουμάντο τους. Οι Τούρκοι απλά δίνουν τη διαταγή. Πλάσματα ανάπηρα που έχουν εδώ και καιρό χάσει τη γεύση της ζωής παιδιαρίζουν στο παιχνίδι του πολέμου. Άραγε για ποιους πολεμούν, γιατί πολεμούν, παντού όντας ξένοι, άπλυτοι, με ξεσκισμένες ψυχές… Πού χρειάζονται αυτοί; Να μείνουν εκεί, στη Σμύρνη, να υπηρετούν την καταρρακωμένη μεγάλη ιδέα, την ιδέα μιας άλλης Ελλάδας, αυτής που ξεχνά τους Έλληνες πίσω στο γιασεμί.
Εντολή δε δίνεται να μαζέψει ο ελληνικός στόλος τους ανθρώπους αυτούς. Με το διαίρει και το βασίλευε η Ελλάδα πιο εύκολα διοικείται, τι να ενώσει κανείς… Η σιωπή τέτοιες στιγμές είναι μαρτύριο. Τα ακρωτηριασμένα κορμιά δεν μπορούν να ενώσουν τη βάρκα. Έως τώρα σαπίζει και βουλιάζει.
Ο χρόνος πηγαίνει μπρος και πίσω διαρκώς, παρά τη φυσική ροή των γεγονότων, ωστόσο τίποτε δεν επανορθώνεται. Άλλωστε λίγοι γνωρίζουν από ιστορία.
Τους ζωντανούς φοβάμαι που έχασαν κάθε ίχνος ανθρωπιάς, είμαστε απλά ψίχουλα στον ρου της ιστορίας, εκλιπαρούν όσοι βιώνουν τον θάνατο ξανά και ξανά. Και σε αυτό το μάθημα κοβόμαστε συνέχεια.
Ξεριζωμένοι είμαστε κι εμείς, δυστυχώς.

Τα «Ματωμένα Χώματα» σε σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη στο Θέατρο Γης περιγράφουν τη ζωή του Μικρασιάτη Μανώλη Αξιώτη, ο οποίος με πολύ συναίσθημα αφηγείται τις δοκιμασίες του, την πορεία του από την ήρεμη αγροτική ζωή στα απάνθρωπα τάγματα εργασίας Αμελέ Ταμπουρού, το σκληρό μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ και το προσφυγικό ταξίδι του στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια παράσταση μνήμης, μεγάλης ιστορικής αξίας, βασισμένης στο ομώνυμο έργο της Διδώς Σωτηρίου.
1
Δείτε & αυτά:
ΦΕΣΤΙΒΑΛ: Θέατρο Δάσους & Γης – Φεστιβάλ Καλοκαιριού Θεσσαλονίκης
ΜΟΥΣΙΚΗ: Καλοκαίρι στο Μέγαρο Μουσικής
ΣΙΝΕΜΑ: Οι νέες ταινίες της εβδομάδας