ΠΕΡΙ…ΕΝΤΕΧΝΙΛΑΣ σε μία εποχή σκυλοπόπ και τσίχλας – ροκ…
Άρθρο του μουσικού συντάκτη μας Βασίλη Αποστολίδη.
Όλοι λίγο πολλοί έχουμε ακούσει τραγούδια που οι “ειδικοί” κατατάσσουν στο χώρο του έντεχνου νεοελληνικού τραγουδιού, το συγκεκριμένο είδος υπάρχει χρόνια και έχει να επιδείξει ουκ ολίγα διαμάντια στη μουσική διαδρομή της χώρας από τα τέλη της δεκαετίας του ‘50 και έπειτα. Παλιότερα ακολουθούσε ένα δρόμο πιο ενδιαφέρον με πολιτικά, κοινωνικά και εσωτερικής ανθρώπινης αναζήτησης αλλά και ερωτικά. Tώρα πια τα πράγματα είναι ίσως πιο «ρηχά» επηρεασμένα και από τους σκοπούς των εταιριών.
Έχει δεχτεί κριτική για τη σύγχρονη κυρίως μορφή του, από λίγους με όρους όπως «ψευτοκουλτουριάρικο», στην πλειοψηφία του ο κόσμος το έχει αγκαλιάσει, για την ασάφεια των στίχων, για τη μουσική που χρησιμοποιείται σε αυτά τα τραγούδια και κυρίως για τον όρο που φέρει.
Γι’ αυτόν ακούστηκαν τόσες πολλές απόψεις, άλλοι μίλησαν για εξειδικευμένες μουσικές γνώσεις, άλλοι για τη μελοποιημένη ποίηση, που στο τέλος μπλέκουμε το παπιγιόν με τη γραβάτα. Σε κάθε περίπτωση οι περισσότερες από αυτές αφορούν τον Θεοδωράκη και το Χατζιδάκη.
Θυμάμαι μία ιστορία γύρω από τον όρο αυτό. Ένα πρωινό, στο ιστορικό καφέ της Σταδίου Brazilian, ο Ζαμπέτας έπινε εκεί το καφεδάκι του, συνομιλώντας έντονα για αυτό το θέμα με τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου. Φώναζε με θυμό ο Ζαμπέτας: «Και τι είναι ρε, τα δικά μου τραγούδια; άτεχνα»; Κι ο ποιητής για να τον κεντρίσει ακόμα πιο πολύ, αλλά και να του δώσει να καταλάβει αυτό τον μη-δόκιμο όρο, του απαντάει: «Ναι βρε Γιώργη… δεν καταλαβαίνεις; Αυτά που κάνουμε εμείς μαζί είναι τα άτεχνα κι αυτά που κάνω μαζί με τον Θεοδωράκη είναι τα έντεχνα»! Ακολούθησε, λένε, κυνηγητό στην οδό Σταδίου, με μπινελίκια του Ζαμπέτα για τον Χριστοδούλου. Αν σταθούμε λοιπόν στους ορισμούς, θα δούμε ότι έντεχνος είναι “ο μέσα στα όρια της τέχνης”, αυτός που όσα παράγει ανταποκρίνεται στην τέχνη κάτι που φυσικά και δεν ισχύει, αλλιώς θα δεχτούμε ως άτεχνα όλα τα άλλα είδη! Επομένως το η θεωρία αυτή έχει χρεοκοπήσει προ πολλού όπως μαρτυρά και η παραπάνω ιστορία.
Έντεχνος δεν είναι αυτός που θα παίξει με μία κιθάρα ή ένα πιάνο. Υπάρχουν τραγούδια που έχουν ακόμη και μπουζούκι στη μελωδία τους χωρίς να γίνονται λαϊκά γιατί υπάρχει ως φόρμα και όχι ως ουσία, όπως άλλωστε ισχύει και στα ροκ τραγούδια (η φόρμα δεν δίνει το περιεχόμενο στο τραγούδι).
Δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε πως από το χώρο αυτό έχουν περάσει άτομα που με το όραμά και τη δράση τους (πάντα μουσικά) συνέβαλαν γενικά στην ελληνική μουσική. Οι 2 προαναφερθέντες, ο Ξαρχάκος, ο Μικρούτσικος, ο Μούτσης, ο Λοϊζος και πολλοί ακόμη, παρά τις όποιες διαφωνίες έχει κανείς μαζί τους, αποτελούν κομμάτι της σύγχρονης μουσικής με έργα όπως το «ο Μεγάλος Ερωτικός», ο «Επιτάφιος» τα «Τροπάρια για φονιάδες» κ.λ.π ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τη θέση τους στην πορεία της ελληνικής μουσικής γενικότερα;
Ο Θεοδωράκης έφερε τους στίχους μεγάλων ποιητών στο ευρύ κοινό άμεσα με τραγούδια, βάζοντας και το μπουζούκι σε αυτούς όπως λ.χ στο “Aξιον Εστί” με τον τεράστιο Μανώλη Χιώτη. Ο Χατζιδάκις και ελάχιστοι ακόμη κατάφεραν να επιτύχουν ένα πάντρεμα Ανατολής και Δύσης, παράδοσης και νέων στοιχείων στα τραγούδια τους. Συνθέτες με την ακριβή έννοια του όρου που πάντρεψαν θεωρητικά ανόμοια πράγματα!
Ο στίχος από την άλλη είναι κι αυτός που θα δικαιολογούσε τον όρο. Τι θέλω να πω; Στα περισσότερα μουσικά είδη ο στίχος είναι straight που ‘λεγε και ο Τσιτσάνης, στα λαϊκά, στα ρεμπέτικα, στα ροκ, στα δημοτικά μιλώντας άμεσα τις περισσότερες φορές. Εδώ οι στιχουργοί έχουν θα λέγαμε μια πιο ποιητική άποψη, όχι βέβαια πως αλλού δεν υπάρχουν, καθώς τα νοήματα δεν αποδίδονται με απλότητα. Ο Γκάτσος, ο Τριπολίτης, ο Ελευθερίου ή και σύγχρονοι όπως ο Αλκαίος, ο Ιωάννου, ο Σούσης είναι μόνο λίγοι από εκείνους που με πιο «μπλεγμένους» στίχους θίγουν τα θέματά τους! Ο λυρισμός, ο ερωτισμός, το λεξιλόγιο και ο ριζοσπαστικός πολλές φορές λόγος τους, δεν έχουν κάτι να ζηλέψουν ακόμη και από πιο μεγάλους ποιητές, θα μπορούσαν με άλλα λόγια να σταθούν ακόμη και ως αυτοτελείς ποιητικές συλλογές. Άλλωστε τεράστιο κομμάτι του έντεχνου είναι η ποίηση καθ’εαυτή μέσω της μελοποίησης ήδη γραμμένων ποιημάτων μα ας μην επεκταθώ εκεί γιατί όσα ακολούθησαν με τον καιρό χωρούν σε μία μόνο φράση “Ρίτσο σε νταμάρια κουλτούρα καφενείου”.
Βέβαια τα τελευταία χρόνια η κατάσταση έχει χάσει το δρόμο της με στιχάκια που «μπλέκονται» από ανάγκη κι όχι συνειδητά και με μουσικές χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Αλλά ακόμη και σήμερα υπάρχουν άτομα με όραμα που έχουν να παρουσιάσουν έργο. Ο Μάλαμας π.χ έχει καταφέρει να παντρέψει όσα αναφέραμε πιο πάνω μα και τα ρηχά σε ποιότητα για πολλούς τσιφτετέλια με ένα δικό του μπαλανταδόρικο τρόπο (με διαφορετικά μέτρα κάποιες φορές) σε ενδιαφέρουσες μουσικές (υπό αυτή την έννοια μπορεί να θεωρηθεί έντεχνος γιατί κατά τα άλλα αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία). Οι Κατσιμιχαίοι (όσο ήταν ενεργοί μουσικά), ο Κραουνάκης, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου πραγματεύονται ατομικές και συλλογικές ανησυχίες με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία κάθε φορά (και ναι, έβαλα τον Παπακωνσταντίνου σε αυτήν την κατηγορία γιατί ροκ δεν είναι).
Mέσα σε μία εποχή λοιπόν σκυλοπόπ και τσίχλα ροκ μας πειράζει ξαφνικά το έντεχνο; Βαρεθήκαμε την εντεχνίλα λέει κάποιος και έχει δίκαιο χωρίς να ξέρει όμως στην ουσία το έντεχνο, γιατί υπάρχει και αυτή με τα υποπροϊόντα της που πολλές φορές καλύπτουν τα υπόλοιπα!
Πέρα όμως από στρατόπεδα και τα ταμπούρια που μοιάζουν να έχουν στηθεί μεταξύ των δημιουργών, ας ξεχαστούν κάποια στιγμή αυτές οι μικροαστικές σάχλες κι ας απολαύσουμε τη μουσική στην ουσία της κι όχι στον τύπο της!
Φωτογραφικό υλικό