Νατάσσα Μποφίλιου: Η “Βαβέλ” που χτίστηκε μέσα σε δυόμιση ώρες στο Θέατρο Δάσους. Είδαμε & Σχολιάζουμε.
Το “Αεράκι” των Καραμουρατίδη – Ευαγγελάτου ξεκινάει απευθείας με τον στίχο: “Ένα αεράκι θα φυσήξει στην Αθήνα”. Μπορεί να μην φύσηξε απευθείας εδώ στην Θεσσαλονίκη, αλλά βγήκε απευθείας από το στόμα μιας αύρας, στις 9:20, στο θέατρο Δάσους, το οποίο αεράκι το χάρηκε όλος ο ντουνιάς.
Ένα κατάμεστο θέατρο, με κόσμο στις κερκίδες, στις σκάλες, κατόπιν στα διαζώματα, με τους “bofeelers” να ξεχωρίζουν στην ορχήστρα, στημένοι ήδη από τις επτά που άνοιξαν οι πόρτες. Το αεράκι το χαρήκαμε με την ψυχή μας, χωρίς να ήταν απαραίτητο να κλάψουμε.
“Ταξιδέψαμε ξανά μ’ εκείνα/με μια ανάγκη σα μεγάλη πείνα/ για την χαμένη μας ισχύ”. Νομίζω ότι έτσι συνοψίζεται λακωνικά αυτό που ζήσαμε για δυόμιση ώρες περίπου, όταν η αύρα που μεταδιδόταν από τη σκηνή ήταν ικανή για να τους καθηλώσει όλους, είτε είχανε πάει πρώτη φορά, είτε πολλοστή, καλή ώρα.
Ήταν η 6ηφορά που ζούσα αυτήν την αύρα. Και όσες φορές κι αν πήγα, πάντα με άγγιζε. Ακόμα κι αν είχε τις ίδιες μελωδίες, στις οποίες ενσωματώνονταν και καινούργιες. Και ποιον δεν άγγιζε; Παρατηρούσα τον κόσμο στα “Τσιγάρα Βαριά” που κάπνιζαν να κοιτούν άλλοτε τον ουρανό με το αεράκι που ήρθε κατά τις 10 και άλλοτε την αύρα με το άσπρο φόρεμα που έδειχνε πλήρως το ενδυματολογικό στυλ κάποιας μακρινής Βαβέλ, η οποία, όμως, είναι αντιφατική. Όσο μακρινή κι αν φαίνεται να είναι, είναι πολύ πιο κοντινή απ’ όσο φανταζόμαστε.
“Στις ειδήσεις είπαν πάλι εκλογές/και γελούν με μας 12 φυλές”. Ελληνική και διεθνής επικαιρότητα μέσα σε δύο στίχους δωρικότατους. Η αύρα δεν είναι μόνο για μεγαλύτερη ραστώνη, αλλά και για κινητοποίηση της σκέψης. Περισσότερο πολιτική από ποτέ άλλοτε, χωρίς προπαγάνδα. Αυτό, άλλωστε, έκανε κάθε φορά.
Στην αρχή, αθώα. Επικεντρωμένη στα συναισθήματα που κατακλύζουν έναν άνθρωπο που είναι απότομος, μοναχικός, δεκτικός στα πυρά και στις βρισιές των άλλων, κλεισμένος μέρα-νύχτα στο δωμάτιό του, και προσεκτικά συμβουλευτική στις στιγμές της μεγάλης λύτρωσης. Εξού και η μουσική της εισόδου της που θύμιζε είσοδο μονομάχου σε αρένα (Τα δικά μου τραγούδια).
Στη συνέχεια, αισιόδοξα. Μια άκρατη, παλιά αισιοδοξία για τις επικείμενες “Μέρες του Φωτός” που ήρθαν, αλλά με ανεστραμμένους ρόλους. Μας άλλαξαν τα φώτα, αντί να φτιάξουν τα παλιά.
Αργότερα, παθιασμένα. Έρωτες, πάθη, απωθημένα σε παρακμιακά ξενοδοχεία με ψευτογαλλικούς τίτλους, τύπου “Belle Reve” ή “Hotel Vienna” και ιστορίες με ανθρώπους που περνάνε τα όρια και βάζουν καινούργια κάθε φορά, λέγοντας δύο απλές λέξεις. “Πάμε ξανά”.
Ο μεγαλύτερος, όμως, χαμός που έδειξε ότι όλο το θέατρο έχει τεράστια απωθημένα ήταν στα “Μεθύσια”. Χέρια ψηλά, δεικτούμενα στην παρουσία της και ένα τεράστιο “Αχ” στο ορχηστρικό ζεϊμπέκικο, που όλοι το χόρευαν μέσα στο μυαλό τους, απέναντι στο πρόσωπο που θα ήθελαν να δείξουν αυτό που μελωδικά τραγουδούσε η αύρα. “Εγώ, εσένα, αγάπη μου, σε κλαίω στα μεθύσια”. Ένα “Αχ” που ισοδυναμούσε με μια κραυγή.
Τέλος, κάνοντας ένα αμάλγαμα καινούργιων και παλιών μελωδιών. Ένας Ζαμπέτας αφιερωμένος σε γυναίκες (Έρημοι Δρόμοι), μια Τζένη Βάνου που είναι το ωραιότερο ξύπνημα πανταχόθεν (Ξύπνα, αγάπη μου), και ένα ντουέτο, εκ των οποίων η μία από τους δύο “αργοσβήνει μόνη”, αναμειγμένη με κομμάτια από καινούργια τραγούδια, πρόσφατα, στα οποία το κοινό έμενε άλαλο, όπως στο “Όνομά μου”. Η αύρα αποφάσισε να απαγγείλει και όλοι κρεμόντουσαν από τα χείλη της, “bofeelers” και μη, κάνοντας με να συνειδητοποιήσω τη σημασία του. Ένα άλλο στο καινούργιο “Άνθρωπος του Κόσμου”. Ένα κρεσέντο με νότες που φέρνουν σε soundtrack ταινιών με κάποιον ετοιμοθάνατο σε μια φυλακή, με ολότελα διαφορετικούς στίχους που δηλώνουν την κτητικότητα.
Αυτή η αύρα που μας “ψήλωσε την καρδιά” κόντεψε να μας πληγώσει με τη φυγή της, για να μας δώσει μετά τη διαβεβαίωση ότι δεν πρόκειται να πάει πουθενά, γιατί δεν παραδίδει “Εν λευκώ” τα όπλα. Δεν υπήρχε δόνηση του θεάτρου από ποδοβολητά ή παλαμάκια. Υπήρχε εσωτερική δόνηση και ήταν τόσο μαγευτική, όταν έβγαινε προς τα έξω.
Έφυγα από την θέα της αύρας λίγο πριν ολοκληρώσει το “Εν λευκώ”. Διασχίζοντας το μεσαίο διάζωμα για την έξοδο, προτίμησα να μην την δω να συμβουλεύει “να ανεβώ στο ύψος της φωτιάς, για να δω τ’ αληθινά να καίνε”, μα να παρατηρήσω το κοινό. Με πάθος να τραγουδούν αλάνθαστα τους στίχους, να σηκώνουν τα χέρια ψηλά και μετά στην κραυγή της αύρας να βγάζουν ακόμα μεγαλύτερη κραυγή, σαν να εξιλεώνονται.
Αυτό που συνειδητοποίησα για ακόμα μία φορά είναι ότι καταρρίπτεται ο μύθος ότι στην αύρα που ακούει στο όνομα Νατάσσα Μποφίλιου δακρύζουν όλοι. Η αλήθεια είναι ότι λυτρώνονται. Βγάζουν τα απωθημένα τους με τις κραυγές, τραγουδώντας τους στίχους του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, πάνω στις μελωδίες του Θέμη Καραμουρατίδη, με τη συνοδεία μιας ορχήστρας που δεν χόρταινες να σταματήσει να παίζει μουσική, έστω και χωρίς κάποια φωνή να τη συνοδεύει.
Κάπου στη μέση, θυμήθηκα πως πρέπει να ξυπνήσω το πρωί για να δώσω μάθημα, αλλά βλέποντας τη Νατάσσα να δακρύζει στο ολοκαίνουργιο “Δάκρυ” και να φιλάει τον Καραμουρατίδη και τα απανωτά ξεσπάσματα στα κλασικά τους τραγούδια, προτίμησα να ξεσπάσω όσο το δυνατότερο μπορώ με την φάλτσα φωνή μου… Γιατί κι αυτό σχεδόν πάντα κατακρίνεται… Στο κονάκι των Ευαγγελάτου – Καραμουρατίδη – Μποφίλιου βρίσκει ο οποιοσδήποτε την ελευθερία του να εκφραστεί…
Μουσικοί:
Θέμης Καραμουρατίδης (πιάνο, ενορχηστρώσεις)
Άρης Ζέρβας (τσέλο, βοηθός ενορχηστρωτή)
Γιάννης Δημητριάδης (πλήκτρα, ακορντεόν)
Γιώργος Μπουλντής (μπάσο ηλεκτρικό και κοντραμπάσο)
Μανώλης Γιαννίκιος (τύμπανα)
Περικλής Αλιώπης (τρομπέτα)
Γιώργος Κάστανος (κλαρινέτο-σαξόφωνο)
Nίκο Μέρμηγκας (λαούτο, λάφτα, μπουζούκι, μαντολίνο)
.
ΝΑΤΑΣΣΑ ΜΠΟΦΙΛΙΟΥ: ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑΣ 2016: ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό